Ημίγυμνα κορίτσια χορεύουν σε ένα χαοτικό πάρτι στο δάσος, πίνουν, παίζουν μουσική και συμπεριφέρονται άσεμνα. Άγριες, χαρούμενες και σε έκσταση φιγούρες στροβιλίζονται γύρω από το άγαλμα ενός στεφανωμένου με κλαδιά αμπέλου Πάνα ή Πρίαπου για να υποκλιθούν στη θεότητα που τις οδηγεί σε έκσταση, στον άτακτο θεό του κρασιού, τον Βάκχο. Είναι ένα ρωμαϊκό πανηγύρι από αυτά που γίνονταν για να εξασφαλίσουν μια καλή συγκομιδή και σύμφωνα με τις λογοτεχνικές περιγραφές περιλάμβαναν πολύ σεξ και αλκοόλ.
Τα έργα του Πουσέν με τις φιγούρες του, γυναίκες και άντρες να χορεύουν, που παρουσιάζει η Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο, με τίτλο «Poussin and the Dance», η οποία θα διαρκέσει από τις 9 Οκτωβρίου έως τις 2 Ιανουαρίου, αποκαλύπτουν μια λιγότερο γνωστή όψη της καλλιτεχνικής παραγωγής του.
Είναι μαγνητικά τα έργα αυτά· βλέποντάς τα δεν μπορείς να τα συνδέσεις με τον πιο σημαντικό εκπρόσωπο του κλασικού γαλλικού μπαρόκ, που οι ιστορικοί της τέχνης τον θεωρούν φιλόσοφο και οι πιο γνωστές εικόνες του είναι άκαμπτες, ψυχρές και υπερβολικά θρησκευτικές. Ο καλλιτέχνης των καλλιτεχνών, όπως αποκαλείται, που επί σειρά αιώνων ενέπνευσε καλλιτέχνες σπουδαίους και εντελώς διαφορετικούς, από τον Νταβίντ και τον Σεζάν, μέχρι τον Πικάσο και τον Μπέικον, δημιούργησε αυτές τις λατρευτικές χορευτικές σκηνές που ανήκουν στα λιγότερο γνωστά έργα του.
Παρελαύνουν ποθητές νύμφες ή γοητευτικές ακόλουθες του Βάκχου, που αφήνονται να αποπλανηθούν από έναν ποθητό σάτυρο, με κέρατα και τριχωτά, κατσικίσια πόδια, ενώ οι σκηνές γεμίζουν από τα απαλά ερωτικά σώματα των γυναικών και τα μυώδη των ανδρών κάτω από σκοτεινούς ουρανούς, μάσκες θεάτρου και μουσικά όργανα, θύρσους και πεταμένα πάνω στην έξαψη του χορού ρούχα, τσαμπιά από σταφύλια και ρόδινο δέρμα, έναν μισομεθυσμένο, υποβασταζόμενο Σιληνό, κενταύρους με μανία ερωτική, χαμογελαστούς, πονηρούς ερωτιδείς σε πολύπλοκες και εκλεπτυσμένες πόζες, ενώ ένας μυώδης νεαρός αγκαλιάζει μια μεθυσμένη ανδρική φιγούρα.
Είναι μαγνητικά τα έργα αυτά· βλέποντάς τα δε μπορείς να τα συνδέσεις με τον πιο σημαντικό εκπρόσωπο του κλασικού γαλλικού μπαρόκ, που οι ιστορικοί της τέχνης τον θεωρούν φιλόσοφο και οι πιο γνωστές εικόνες του είναι άκαμπτες, ψυχρές και υπερβολικά θρησκευτικές.
Τα εξιδανικευμένα σώματα και η προσεκτική διάταξη των χορευτών αντικατοπτρίζουν το ενδιαφέρον του Πουσέν για τη γλυπτική, τα έντονα χρώματα των υφασμάτων έρχονται σε αντίθεση με τους τόνους του δέρματος των χορευτών. Το φύλλωμα του δάσους δείχνει τον τρόπο που έχει μελετήσει το χρώμα, η σχολαστική και εφευρετική διαδικασία που του επέτρεψε να συλλάβει σώματα σε κίνηση δείχνει έναν σπουδαίο τεχνίτη που συνέλαβε με τρόπο ανεπανάληπτο την πρόκληση της κίνησης και των εκφραστικών δυνατοτήτων του σώματος.
Στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται τα σχέδια για τους πίνακες και γλυπτά που φωτίζουν την εξέλιξη των ιδεών του από το μάρμαρο και το χαρτί έως τη ζωγραφική. Περίπου είκοσι πίνακες και σχέδια από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο προβάλλονται για πρώτη φορά μαζί με μερικές από τις περίφημες κλασικές αρχαιότητες που τους ενέπνευσαν.
Αυτά τα έργα εμφανίζονται μαζί για πρώτη φορά και θα επιτρέψουν στους επισκέπτες να εντοπίσουν τις επιρροές του Πουσέν και τον τρόπο με τον οποίο μετέφρασε στον καμβά ένα μεγάλο σύνολο των επιρροών του. Η έκθεση επικεντρώνεται στην πρώιμη καριέρα του Πουσέν, στη Ρώμη, από το 1624 έως περίπου το 1640, όταν κλήθηκε πίσω στη Γαλλία για να υπηρετήσει ως πρώτος ζωγράφος του βασιλιά υπό τον Λουδοβίκο ΙΓ'.
Ο Πουσέν, αυτό το φτωχό παιδί αγροτών από τη βορειοδυτική Γαλλία, γνώρισε την τέχνη της Αναγέννησης μέσα από τα θαυμαστά χαρακτικά αντίγραφα των έργων του Ραφαήλ, όταν έφτασε στο Παρίσι. Όπως και πολλοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες της γενιάς του, ήθελε να φτάσει στη Ρώμη, έφτασε με χίλια βάσανα, ένας αδιαμόρφωτος ζωγράφος που έγινε τελικά κεντρική μορφή στην ευρωπαϊκή τέχνη. Τα έργα της πρώιμης περιόδου αποκαλύπτουν έναν ηδονιστή μακριά από την πνευματική αυστηρότητα και τη συγκρατημένη ποίηση των έργων του των επόμενων περιόδων.
Οι βακχικές διασκεδάσεις αντικατοπτρίζουν την ίδια του τη νεότητα και ίσως και τη ζωή του στην πόλη, όταν ακόμα τον διακατείχε το πάθος και η περιέργεια για τη ζωή και τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων και των Ρωμαίων, που θα ασκούσε ισχυρή επιρροή στον νεαρό καλλιτέχνη.
Ήταν τριάντα ετών όταν έφτασε στη Ρώμη, σε μια περίοδο που ο Πάπας Urban VIII, που εξελέγη το 1623, ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει τη θέση της Ρώμης ως καλλιτεχνικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, και καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο συγκεντρώνονταν εκεί.
Μελετούσε αδιάκοπα τα έργα των ζωγράφων της Αναγέννησης, καθώς και τα πιο πρόσφατα έργα των Καράτσι και Καραβάτζο, τον οποίο απεχθανόταν λέγοντας ότι γεννήθηκε για να καταστρέψει τη ζωγραφική. Εντάχθηκε σε μια άτυπη ακαδημία καλλιτεχνών που αντιτίθενται στο σημερινό μπαρόκ στυλ και σχηματίστηκε γύρω από τον Joachim von Sandrart.
Ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Μπαρμπερίνι, αδελφός του Πάπα, και ο Κασσιάνο νταλ Πότσο, γραμματέας του καρδινάλιου και παθιασμένος μελετητή της αρχαίας Ρώμης και της Ελλάδας, έγιναν αργότερα σημαντικοί προστάτες του. Οι νέοι συλλέκτες έργων τέχνης ζητούσαν τότε μια διαφορετική μορφή ζωγραφικής. Αντί για διακόσμηση στα παλάτια, ήθελαν μικρότερου μεγέθους θρησκευτικούς πίνακες για ιδιωτική χρήση ή γραφικά τοπία, μυθολογικούς και ιστορικούς πίνακες. Η αγορά της τέχνης ήταν ακμάζουσα και οι θαυμαστές του έργου του πολλοί.
Αλλά ο Πουσέν αρρώστησε από σύφιλη, αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο, οι προστάτες του είχαν αναχωρήσει από την Ιταλία και δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει για μήνες. Επιβίωσε πουλώντας τους πίνακες που είχε για λίγα χρήματα. Τον περιέθαλψε ένας μάγειρος που αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Anne-Marie Dughet.
Με το έργο του να έχει γίνει πολύ γνωστό, πήρε την πρόσκληση να επιστρέψει στο Παρίσι για σημαντικές βασιλικές αναθέσεις στις οποίες οι ομότεχνοί του αντιδρούσαν διαρκώς. Όλο και πιο δυσαρεστημένος από τις ίντριγκες των αυλικών ζωγράφων αλλά και από το συντριπτικό βάρος των εργασιών που του ανέθετε κυρίως ο Ρισελιέ, το φθινόπωρο του 1642, όταν ο βασιλιάς και η αυλή ήταν έξω από το Παρίσι, βρήκε ένα πρόσχημα για να φύγει και να επιστρέψει οριστικά στη Ρώμη.
Κατά την περίοδο αυτή, απέκτησε πολλούς θαυμαστές, προς τους οποίους διατύπωνε τις ιδέες του για τη ζωή και την τέχνη. Σταμάτησε να ζωγραφίζει στις αρχές του 1665 και πέθανε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Κάθε ένας από τους πίνακες του Πουσέν αφηγείται μια ιστορία. Παρόλο που η επίσημη εκπαίδευσή του ήταν μικρή, γνώρισε σε βάθος τις αποχρώσεις της θρησκευτικής ιστορίας, της μυθολογίας και της κλασικής λογοτεχνίας και άντλησε από τα θέματά τους για να επιτύχει να συνδυάσει πολλά διαφορετικά περιστατικά που συνέβησαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, στον ίδιο πίνακα, για να αφηγηθούν την ιστορία.
Εκτός από τις αυτοπροσωπογραφίες του, ο Πουσέν δεν ζωγράφισε ποτέ σύγχρονα θέματα. Η άνετη εναρμόνιση μορφών και τοπίου και η αισθησιακή ατμόσφαιρα των σκηνών που απεικόνιζε συνδέονται με τις εικόνες που αφορούν την πίστη. Η θαυμαστή σειρά πινάκων με τον τίτλο «Οι Τέσσερις Εποχές» αποτελεί ένα είδος πνευματικής διαθήκης του καλλιτέχνη, έναν γάμο ποίησης και λογικής, ευαισθησίας και νόησης, ισορροπία των πολλών όψεων της ανθρώπινης διάνοιας.
Η ελεγεία της τρυφερότητας, του κόσμου των αισθήσεων και της ασυγκράτητης ορμής του ανθρώπου που χορεύει μέσα στη φύση διαβάζονται μέσα στους πίνακές του και τις χορευτικές συνθέσεις του ως έκφραση της βαθιάς ανθρώπινης επιθυμίας να είναι το σώμα άυλο σχεδόν, ονειρικό και απελευθερωμένο από τα δεσμά του χώρου, να ακολουθεί τον ήχο της μουσικής και τον ρυθμό του χορού.