Ο Χρήστος Τσιόλκας που ζει στη Μελβούρνη τιμήθηκε με ένα από τα πιο έγκριτα λογοτεχνικά βραβεία της Αυστραλίας ως αναγνώριση του έργου του τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια.
Το βραβείο λογοτεχνίας των 60.000 δολαρίων ανακοινώθηκε την Τετάρτη, με τον Τσιόλκα να τιμάται για την «εξαιρετική του προσφορά στην αυστραλιανή λογοτεχνία και στην πολιτιστική και πνευματική ζωή», σύμφωνα με τους κριτές του βραβείου, στους οποίους συμμετείχαν οι συγγραφείς Declan Fry και Alice Pung και ο Michael Williams, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ συγγραφέων του Σίδνεϊ.
Ο 56χρονος σήμερα Χρήστος Τσιόλκας έχει γράψει μια σειρά από μπεστ σέλερ, όπως το «Κατά Μέτωπο», το «Χαστούκι», τη «Νεκρή Ευρώπη» και το «Μπαρακούντα», ενώ πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το μυθιστόρημά του Δαμασκός του 2020 κέρδισε το περσινό Victorian Premier’s Literary Award στην κατηγορία της μυθοπλασίας.
Παιδί Ελλήνων μεταναστών της εργατικής τάξης, αριστερός και ομοφυλόφιλος, έχει χαρακτηριστεί «ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας».
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος από την εφημερίδα The Age για το "Νεκρή Ευρώπη".
Το φθινόπωρο του 2009, με το τελευταίο του βιβλίο "Το χαστούκι" ("The Slap"), κέρδισε το βραβείο του καλύτερου συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ το 2010 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Booker.
Σε μια σύντομη ομιλία, ο Τσιόλκας ευχαρίστησε την οικογένειά του και την εκδότη του, Jane Palfreyman, λέγοντας: «Αισθάνομαι σαν ο πιο τυχερός απόψε».
Η Σταυρούλα Παπασπύρου γράφει στη LIFO για το βιβλίο του «Νεκρή Ευρώπη»:
«Υιοθετώντας, ωστόσο, το προσωπείο ενός «επαρχιώτη» την ώρα που στα μάτια του απομυθοποιείται η Ευρώπη της καλλιέργειας και της ευμάρειας, ο Τσιόλκας σκαλίζει παράλληλα αμαρτίες από την Ελλάδα της κατοχής και του εμφύλιου, δίνει εικόνες από τη ζωή των ξενιτεμένων συμπατριωτών μας στις εργατικές γειτονιές της Μελβούρνης, ζωντανεύει τη σχέση του ήρωά του με τον εραστή του που τον περιμένει να επιστρέψει στην Αυστραλία, και καταθέτει την αγωνία του φέρελπι καλλιτέχνη να μεταφέρει μέσω της τέχνης του την αλήθεια του.
Επιπλέον, εξερευνά τα όρια μεταξύ δεισιδαιμονίας και πίστης, καθώς και τις ρίζες του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού, υπονομεύει τις πεποιθήσεις μας περί προόδου κι επιτίθεται στην κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς. Και φέρνοντας στην επιφάνεια τα πιο ταπεινά ένστικτα του ανθρώπου, αντιπαραβάλλει τα φαντάσματα του οικογενειακού -και όχι μόνο- παρελθόντος του ήρωά του με τις ζοφερές του προφητείες για το μέλλον, προφητείες που λες κι έχουν ήδη αποκρυσταλλωθεί στα κλισέ του Ισαάκ. «Αυτό που πιστεύω», λέει ο τελευταίος, όταν το ταξίδι του έχει πια ολοκληρωθεί, είναι «ότι θα συνεχίσουμε να πολεμάμε και θα συνεχίσουμε να μισούμε και θα πιστεύουμε ότι είμαστε δίκαιοι κι ενάρετοι και πιστοί... Θα παράγουμε φτώχεια και αρρώστιες και θα παράγουμε χυδαία πλούτη και τις αχρειότητες που αυτά συνεπάγονται... Θα το κάνουμε αυτό επ' άπειρον...».