Βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης στο σκάκι. Το 2013, μετά τη νίκη του με αντίπαλο τον Βισβανάθαν Άναντ ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής. Έκτοτε έχει καταφέρει να υπερασπιστεί τον τίτλο του 4 φορές απέναντι στους Ανάντ (2014), Σεργκέι Καριάκιν (2016), Φαμπιάνο Καρουάνα (2018) και Ίαν Νεπομνιάτσι (2021).
Ο λόγος για τον Magnus Carlsen, έναν Νορβηγό μάστερ στο σκάκι, ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία από την ηλικία των 16 ετών. Σύμφωνα με τους New York Times, οι γονείς του, Henrik και Sigrun αποφάσισαν τότε να δημιουργήσουν μία μικρή εταιρεία, προκειμένου να διαχειρίζονται τα κέρδη του. Μάλιστα, ο πατέρας του είχε εκφράσει την επιθυμία ο γιος του να καταφέρει σε ηλικία 25 ετών να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος. Ένας στόχος που μάλλον ξεπεράστηκε και μάλιστα κατά πολύ.
Ο Magnus Carlsen αξιοποίησε τη φήμη του για να γίνει ένας από τους κορυφαίους ιμπρεσάριους του σκακιστικού κόσμου. Σε αυτή την πορεία έχει συγκεντρώσει μία μικρή περιουσία.
Ο Carlsen έχει κλείσει πολλές συμφωνίες χορηγίας, συμπεριλαμβανομένης της Unibet, ενός ιστότοπου αθλητικών στοιχημάτων, της Isklar, μιας νορβηγικής εταιρείας ύδρευσης και της Simonsen Vogt Wiig, μιας νορβηγικής δικηγορικής εταιρείας. Αλλά το βασικό όχημα για τα επιχειρηματικά του deals είναι η Play Magnus, μια εταιρεία που ίδρυσε το 2013, τη χρονιά που έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής. Αρχικά σχεδιάστηκε ως εφαρμογή που επέτρεπε στους χρήστες να μιμούνται το στυλ παιχνιδιού του Carlsen σε διαφορετικά στάδια της ηλικίας του. Σταδιακά όμως, επεκτάθηκε και έγινε μια εταιρεία με δώδεκα 12 θυγατρικές. Περιλαμβάνει πλέον έναν διαδικτυακό ιστότοπο παιχνιδιού, πλατφόρμες διδασκαλίας και εκδόσεις όπλων.
Σύμφωνα με τον Andreas Thome, διευθύνοντα σύμβουλο της Play Magnus, η εταιρεία έχει περίπου 250 υπαλλήλους και περίπου τέσσερα εκατομμύρια εγγεγραμμένους χρήστες. Ένα χρόνο μετά την εισαγωγή στο χρηματιστήριο Euronext Growth του Όσλο, η Play Magnus έχει πλέον κεφαλαιοποίηση περίπου 115 εκατομμυρίων δολαρίων. Είναι η μοναδική εισηγμένη στο σκακιστική εταιρεία παγκοσμίως.
Με πληροφορίες από The New York Times