Ο Ντόναλντ Τραμπ ρίχνει και πάλι τον ίσκιο του στην Αμερική και, συνεπώς, τη Δύση. «Θα αποφασίσει ο άνθρωπος που προσπάθησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, που απείλησε να διαλύσει την ισχυρότερη στρατιωτική συμμαχία του κόσμου και που «φλέρταρε» με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ότι θέλει να θέσει ξανά υποψηφιότητα; Και, αν ναι, μπορεί κάτι να τον σταματήσει;» αναρωτιέται ο Economist.
Μπορεί να φαίνεται πρόωρη η ανησυχία, αλλά οι προκριματικές εκλογές του 2024 είναι χρονικά πιο κοντά από τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, από τις οποίες έχουν περάσει 94 εβδομάδες. «Και, παρά τις κακές επιδόσεις του στον Λευκό Οίκο και την ασυνείδητη συμπεριφορά του μετά την αποπομπή του από τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, η επιρροή του Ντόναλντ Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει ενισχυθεί», επισημαίνει η εφημερίδα.
«Η παταγώδης ήττα της Λιζ Τσένι στο Γουαϊόμινγκ αυτή την εβδομάδα έχει σημασία, επειδή στερεί από το Κογκρέσο μια γενναία συντηρητική με αρχές και επειδή ταιριάζει σε ένα μοτίβο. Δεν έχουν κερδίσει τις προκριματικές εκλογές όλοι οι υποψήφιοι που υποστήριξε ο Τραμπ, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τα κατάφεραν. Ίσως ένα ευκρινές σημάδι της επιρροής του είναι ότι πολλοί από τους ηττημένους υποψηφίους επίσης επιδίωξαν την υποστήριξή του.»
Αυτές οι αναμετρήσεις δεν αφορούσαν διαφορετικές κατηγορίες του συντηρητισμού, αλλά το ποιος υποψήφιος εκφράζει πιο έντονα το MAGA («Make America Great Again»). Από τους δέκα Ρεπουμπλικάνους της Βουλής των Αντιπροσώπων που ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του προέδρου για όσα έκανε στις 6 Ιανουαρίου 2021, οι οκτώ είτε αποσύρονται, είτε δεν κερδίζουν τους ψηφοφόρους των προκριματικών εκλογών. Την ίδια στιγμή, οι υποψήφιοι του κόμματος για θέσεις-κλειδιά για τις εκλογές σε ορισμένες πολιτείες, είναι άνθρωποι που υποστηρίζουν τον επικίνδυνο ισχυρισμό του Τραμπ ότι οι εκλογές του 2020 ήταν δήθεν κλεμμένες.
Τι θέλουν οι Ρεπουμπλικάνοι
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις σχετικά με το ποιον θέλουν οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι για υποψήφιό τους το 2024 δείχνουν ότι περίπου το 50% θέλει τον Τραμπ. Σε ένα σύστημα όπου ένας υποψήφιος μπορεί να αποκλείσει τους περισσότερους αντιπάλους του με ένα σταθερό 30% υποστήριξης στις πρώτες πολιτείες, πρόκειται για μια τρομερή θέση εκκίνησης. Πριν από λίγους μήνες οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι, κουρασμένοι από τον Τραμπ, φαινόταν ότι θα μπορούσαν να στραφούν στον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, ή σε οποιονδήποτε άλλον που προσφέρει maga χωρίς δράμα. Σήμερα ο κ. ΝτεΣάντις θα ήταν πιο πιθανό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη ευκαιρία του για τον Λευκό Οίκο είναι ως συν-υποψήφιος του Τραμπ (σ.σ για την θέση του αντιπροέδρου)».
Πολλά μπορεί να αλλάξουν από τώρα μέχρι τις πρώτες προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων, αλλά ο Τραμπ φαίνεται ότι θα κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων - εκτός κι αν αποφασίσει ότι δεν θέλει να κατέβει υποψήφιος, ή κάτι τον εμποδίσει να το κάνει. «Το οποίο οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα: μπορεί κάτι να τον σταματήσει;»
Οι έρευνες
Ένα εμπόδιο ίσως αποδειχθεί ο νόμος. «Η πιο πρόσφατη από τις πολλές έρευνες που αντιμετωπίζει ο Τραμπ αποκαλύφθηκε όταν το FBI χτύπησε την πόρτα του Μαρ-α-Λάγκο στις αρχές του μήνα. Πολλά παραμένουν άγνωστα. Το ένταλμα που αποσφραγίστηκε αναφέρει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε απόρρητα έγγραφα που ο Τραμπ πήρε από τον Λευκό Οίκο. Μόλις ολοκληρωθεί η έρευνά του, ο γενικός εισαγγελέας, Merrick Garland, μπορεί να αποφασίσει ότι τα έγγραφα είναι ασφαλή και η δουλειά του έχει τελειώσει. Το αν θα ακολουθήσει δίωξη μπορεί να εξαρτηθεί από το πόσο ευαίσθητα ήταν τα έγγραφα.»
Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, συμπεριλαμβανομένου του ΝτεΣάντις , έχουν συσπειρωθεί πίσω από τον Τραμπ. Οι πιο «ηχηροί» από αυτούς, ζητούν την παραπομπή του Γκάρλαντ σε δίκη και απαιτούν την αποχρηματοδότηση του FBI - σε μία επίδειξη «δύο μέτρων και σταθμών», αν σκεφτεί κανείς ότι ήθελαν να κλείσουν στη φυλακή τη Χίλαρι Κλίντον για τη χρήση ιδιωτικού server ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να θυμούνται ότι το προηγούμενο που έχει διαμορφωθεί είναι αμφίδρομο: το 2016 το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε να ασκήσει δίωξη κατά της Κλίντον.
Η έκβαση είναι αβέβαιη και για ακόμα τρεις έρευνες -για το αν ο κ. Τραμπ υπέβαλε ψευδείς φορολογικές δηλώσεις, αν παραβίασε τον νόμο στις 6 Ιανουαρίου και αν συμμετείχε σε εγκληματική συνωμοσία για την ανατροπή των εκλογών στην κομητεία Φούλτον της Τζόρτζια τον Νοέμβριο του 2020. «Όπως και οποιοσδήποτε άλλος, ο Τραμπ δικαιούται το τεκμήριο της αθωότητας. Και οι αντίπαλοί του θα πρέπει να είναι προσεκτικοί με την επανάληψη των παλιών λαθών: σε κάθε στροφή ήλπιζαν ότι κάτι, οτιδήποτε (η έρευνα του Μούλερ, η παραπομπή σε δίκη από την Βουλή των Αντιπροσώπων με πρόταση μομφής) θα τον έβγαζε από τη μέση. Και όμως, εδώ είναι.»
Στην πραγματικότητα, αυτά τα νομικά προβλήματα δίνουν επιπλέον κίνητρα στον Τραμπ να θέσει υποψηφιότητα. Εκτός πολιτικής, είναι απλώς ένας ιδιώτης που αντιμετωπίζει κάποιες διώξεις. Για όσο διάστημα είναι εν δυνάμει πρόεδρος, είναι ο επικεφαλής ενός κινήματος που κέρδισε 74 εκατομμύρια ψήφους την τελευταία φορά. Σε αυτό το σημείο ο Γκάρλαντ και οι άλλοι που διευθύνουν τις έρευνες θα βρεθούν μπροστά σε ένα δίλημμα: είτε να δικάσουν έναν υποψήφιο πρόεδρο, είτε να επιλέξουν να μην υπερασπιστούν έως τέλους το κράτος δικαίου. Η δίκη και ακόμη και η καταδίκη θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την επιστροφή του Τραμπ. Μια περιοδεία εκδίκησης, στην οποία θα έκανε εκστρατεία για να πάρει το «αίμα του πίσω» για τη δίωξή του από το νομικό σύστημα, «θα έπαιζε με τα χειρότερα ένστικτα του κ. Τραμπ και θα εξαντλούσε τους θεσμούς της Αμερικής.»
«Σε μια άλλη εποχή, η επιρροή των εταιρειών της Αμερικής θα μπορούσε να είχε βοηθήσει στον παραγκωνισμό του Τραμπ. Ωστόσο, η πολιτική επιρροή των μεγάλων εταιρειών φθίνει, καθώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα γίνεται ένα κίνημα των λευκών της εργατικής τάξης και ενός αυξανόμενου αριθμού συντηρητικών ισπανόφωνων. Αυτό το κίνημα διαμαρτύρεται όχι μόνο κατά των ξένων εμπλοκών, της παράνομης μετανάστευσης και των περικοπών στο Medicare και την κοινωνική ασφάλιση, αλλά και κατά του εμπορίου και της αριστερής πολιτικής ταυτότητας που προωθείται από την παγκόσμια ελίτ.»
«Πολλοί Ρεπουμπλικανοί πιστεύουν ότι το κόμμα έχει βάλει για πολύ καιρό τα συμφέροντα του δείκτη S&P 500 (των 500 μεγαλύτερων εταιριών) πάνω από τους Αμερικανούς εργαζόμενους. Δεν είναι περίεργο που οι μεγάλες εταιρείες αντιμετωπίζουν τώρα την προοπτική ενός θριάμβου των Ρεπουμπλικάνων τον Νοέμβριο με τρόμο. Ό,τι έχει απομείνει από το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο λειτουργεί σαν μια κυβέρνηση εξόριστη, που μουρμουρίζει για την κατάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ, αλλά δεν έχει τα μέσα να την αντιστρέψει.»
Αν ούτε το κόμμα του ούτε ο νόμος μπορούν να σταματήσουν τον Τραμπ, τι μπορεί; «Ίσως μία ριψοκίνδυνη καμπάνια της Τσένι για το Οβάλ Γραφείο, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους που δεν αντέχουν να βάλουν σταυρό δίπλα στο όνομα ενός Δημοκρατικού. Αν αρκετοί από αυτούς αλλάξουν. στις πολιτείες που αναδεικνύουν Ρεπουμπλικάνους, ίσως στερήσει τη νίκη από τον Τραμπ.
«Καλύτερα θα ήταν να βασιστούμε στην ορθή κρίση του αμερικανικού λαού» καταλήγει ο Economist. «Είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι ο Τραμπ χάνει εκλογές. Στα τέσσερα χρόνια της προεδρίας του έχασε το κόμμα του και τα δύο σώματα του Κογκρέσου (...) Πολλοί ψηφοφόροι καταλαβαίνουν ότι είναι επικίνδυνος και αντιδημοκρατικός και οι περισσότεροι δεν τον θέλουν πίσω στο αξίωμα του προέδρου. Ο λόγος που ο Τραμπ κάνει τόσο σκληρή εκστρατεία κατά της αξιοπιστίας της κάλπης είναι ότι γνωρίζει ότι η κάλπη μπορεί να τον νικήσει.»
Με πληροφορίες από Economist