Κώστας Μιχόπουλος: Όλα χαμένα
Πήρε το μονοπάτι για τον δρόμο και το αμάξι της.
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι γύρισε πίσω να κοιτάξει και συνειδητοποίησε πως από το ύψωμα έβλεπε καλύτερα προς τον κάβο. Κοντοστάθηκε. Άφησε κάτω την τσάντα της κι ανέβηκε σ' έναν δύσμορφο βράχο. Μισόκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να διακρίνει στις ρυτίδες της θάλασσας κάποια αλλαγή, κάτι να επιπλέει, τίποτε. Ο αέρας σφύριζε μονότονα στ' αυτιά της.
Στα βράχια θα είναι. Εκεί θα τον βρούμε. Στα βράχια να ξεκουράζεται ή να γυρνάει τώρα που έφεξε κόντρα στο ρέμα προς την παραλία.
Θα κοιτάω περισσότερο στα βράχια. Άσε τ' ανοιχτά. Παράτα τα. Τυφλώνεσαι, δεν έχει νόημα. Αν είναι στ' ανοιχτά, δεν θα είναι ζωντανός. Δεν έχει δουλειά στ' ανοιχτά. Δίπλα στα βράχια πάντα ψαρεύει. Θα τον βρούμε. Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, θα τον βρούμε.