Άρτεμις Ψιλοπούλου: Τι δεν έχει πεθάνει
« Ένα απόγευμα που γύρισα νωρίς από τη δουλειά, είδα για πρώτη φορά τον τύπο με το κοστούμι να βγαίνει από την πολυκατοικία μας. Η σιγουριά που είχε στο βλέμμα του τρύπησε το μέτωπό μου και βγήκε από την πίσω μεριά του κεφαλιού μου. Η βαριά του κολόνια απορροφήθηκε με μιας από τις νευρικές απολήξεις της μύτης μου, στάθηκε στον λαιμό μου, με έτσουζε το οινόπνευμα καθώς κατάπινα. Όσο απομακρυνόταν με σταθερό, αργό βηματισμό, πατούσε τα ξερά φύλλα που είχαν σκεπάσει το πεζοδρόμιο, ο ήχος διαπερνούσε το δέρμα μου, εισχωρούσε στο αίμα μου, τινάζονταν οι φλέβες μου, τα βήματά του ρωγμές στα φύλλα, ρωγμές στη συνείδηση». Η ιστορία της Άννας και του Πέτρου μοιάζει με ένα σπίτι· τα πρόσωπα είναι δωμάτια, όχι πάντοτε με πόρτα. Η αφήγηση οδηγεί «τυχαία» από δωμάτιο σε δωμάτιο, αποτυπώνει πλαγίως αλλά στην εντέλεια τις κρυφές γωνιές, όμως δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν το σπίτι χτίζεται ή καταρρέει, τι έχει ή τι δεν έχει πεθάνει.