Δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε σε νεότερες γενιές σινεφίλ για ένα σινεμά γυρισμένο πριν από τα ’70s, και ειδικότερα για δημιουργούς της Ανατολής. Εν μέρει αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που υπηρετούμε το σινεμά και έχουμε χρέος να το συστήσουμε δεν ακολουθούμε τον αγαπητικό τρόπο του Σκορσέζε –μα δείτε πόσο γλυκά αναφέρεται στις ταινίες στο «Personal journey through american movies»‒ αλλά θα μιλήσουμε π.χ. για τον Ινδό Σατγιαζίτ Ρέι από ένα βάθρο αυτοεπιβεβαίωσης, απευθυνόμενοι προς μια «τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική χωρίς να έχει δει ποτέ της Σατγιαζίτ Ρέι», αντί να ξεκινήσουμε από το μηδέν, κοιτώντας τους από το ύψος του βλέμματος.

 

Εν προκειμένω, ο Ρέι αγαπούσε το δυτικό σινεμά και γενικότερα τη δυτική τέχνη και κουλτούρα ‒μέχρι και Ίψεν διασκεύασε στην πολυετή καριέρα του‒, οπότε είναι σίγουρα φιλικός προς ένα δυτικό κοινό. Το σινεμά του Ντε Σίκα, άλλωστε, υπήρξε καταλύτης στην απόφασή του να μεταγράψει το ιδίωμα του ιταλικού νεορεαλισμού στην Ινδία και να γυρίσει την Τριλογία του Απού σε πείσμα των ανθρώπων της ινδικής κινηματογραφίας που αναρωτιόντουσαν ποιος είναι αυτός ο τρελός που θέλει να βγει έξω στους δρόμους και να κάνει γυρίσματα σε φυσικούς χώρους με καθημερινούς ανθρώπους.

 

Για να μη γενικολογούμε όμως, η Θεά (Devi, 1960), που προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στέκεται αφορμή για την παρούσα κριτική, είναι μια ταινία διόλου δύστροπη στον ρυθμό της, εντελώς αφηγηματική, με πλοκή, δραματικές συγκρούσεις και σύνθετα σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Κοινώς, ένας μέσος Δυτικός θεατής μπορεί να την παρακολουθήσει χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, δεν χρειάζεται καν να διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις ινδουισμού. Στο φιλμ, που ο Ρέι γύρισε ακριβώς μετά την ολοκλήρωση της προαναφερθείσας τριλογίας, η δράση τοποθετείται σε ένα ινδικό παραθαλάσσιο χωριό του 19ου αιώνα. Μια νεαρή γυναίκα, η Ντογιαμί, βρίσκεται στο μέσο μιας σύγκρουσης αντιλήψεων, μεταξύ του συζύγου της, που υποστηρίζει εκσυγχρονιστικές τάσεις, και του πεθερού της, ενός φεουδάρχη και εκφραστή της θρησκευτικής παράδοσης. Όχι τυχαία, όταν ο σύζυγός της πηγαίνει στην Καλκούτα για να διδαχτεί αγγλικά, ο πατέρας του, που την παινεύει για τη χάρη της, νιώθει τον κόσμο του να απειλείται. Η «λύση» θα δοθεί σε ένα όνειρο –μια νότα σουρεαλισμού στο συνήθως ρεαλιστικό σύμπαν του Ρέι‒ με τον άνδρα να αποφασίζει ότι η νύφη του είναι η ενσάρκωση της θεάς Κάλι. Σύντομα οι κάτοικοι θα συμμεριστούν το όραμα του φεουδάρχη, ενώ τα λοιπά μέλη της οικογένειας θα το ανεχτούν, πλην της κουνιάδας της Ντογιαμί –μόνο μια άλλη γυναίκα θα στηρίξει τη δοκιμαζόμενη γυναίκα– που θα ενημερώσει τον αδελφό της ότι πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι εσπευσμένα.

 

Τόσο ο πατέρας όσο και ο σύζυγος βγάζουν αυθόρμητα συμπεράσματα και πασχίζουν να πάρουν με το μέρος τους την Ντογιαμί, αντιμετωπίζοντάς την, καθένας με τον τρόπο του, όχι ως άνθρωπο αλλά ως αντικείμενο της δικής τους προβολής πάνω της, δηλαδή περίπου όπως το άγαλμα της Μητέρας Θεάς στο αρχικό πλάνο της ταινίας του Ρέι. Η θέση της γυναίκας είναι μία από τις σταθερά επανερχόμενες θεματικές στο σινεμά του Ινδού δημιουργού και υποθέτουμε ότι εδώ έπαιξε έναν ρόλο το γεγονός ότι μεγάλωσε με τη χήρα μητέρα του. Η Θεά είναι αναμφίβολα μια ταινία για τη θέση της γυναίκας σε μια κατά βάση πατριαρχική κοινωνία, αν και όχι με τον έκδηλο τρόπο της Μοναχικής Γυναίκας που ακολούθησε τέσσερα χρόνια μετά. Έχει, επίσης, έντονη πολιτική χροιά, παρατηρούμε ότι η παλιά τάξη, που υποστηρίζει φανατικά και ευλαβικά τη (βολική για εκείνη) ινδική παράδοση, όταν νιώθει την απειλή του εκσυγχρονισμού, στρέφεται στη θρησκεία για να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Τέλος, χωρίς ο Ρέι να αντιτίθεται στη θρησκεία ή να απορρίπτει πλήρως το ενδεχόμενο ύπαρξης του μεταφυσικού στοιχείου –δεν θα έφερνε την ομίχλη στο τέλος, αν ίσχυε το αντίθετο‒, αναγνωρίζει και εντοπίζει στη θρησκοληψία μια καταστροφική δύναμη υπέρτερη της υποτιθέμενης εκδικητικής φύσης της θεάς Κάλι. Ας μη γελιόμαστε, δεν οφείλεται στη Θεά η τελική τραγωδία.