Τον κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια δημοσιογράφων μετά από δημοσίευση εσφαλμένης έρευνας, όπως την χαρακτηρίζει, κρούει η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Μαρία Ρέσα.
Η Μαρία Ρέσσα υποστήριξε ότι το κορυφαίο ινστιτούτο δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης δημοσιεύει εσφαλμένη έρευνα, η οποία θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιογράφους και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, ιδίως αυτά στον παγκόσμιο Νότο.
Η Μαρία Ρέσα, από τις πιο γνωστές δημοσιογράφους στον κόσμο, δήλωσε ότι παραιτήθηκε πέρυσι από το συμβουλευτικό συμβούλιο του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας (RISJ), λόγω των ανησυχιών της για τον τρόπο με τον οποίο συντάσσει την ετήσια έκθεση περί ψηφιακών ειδήσεων.
Στην παρέμβασή της περιλαμβάνεται η αξιολόγηση του Rappler - του μέσου που συνίδρυσε η ίδια η Μαρία Ρέσα και στου οποίου το έργο αναφέρθηκε στην υποψηφιότητά της για το βραβείο Νόμπελ - ως το μέσο ενημέρωσης με τη μικρότερη εμπιστοσύνη σε έναν κατάλογο μέσων ενημέρωσης που εξετάστηκαν στις Φιλιππίνες. Η ίδια δεν είχε δημοσιοποιήσει την απόφασή της να παραιτηθεί, αλλά δημοσιοποίησε τις ανησυχίες της φέτος, αφού δεν έγινε τίποτα για την αντιμετώπιση των θεμάτων που έθεσε.
Μαρία Ρέσα: Η έκθεση δεν αντικατοπτρίζει την προκατάληψη
Η Μαρία Ρέσα δήλωσε ότι η έκθεση, που χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την Google, δεν λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο των εκστρατειών παραπληροφόρησης, ιδίως σε χώρες όπου οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να επιτεθούν στα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης. Επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, δεν αντικατοπτρίζει την προκατάληψη στις τεχνολογικές πλατφόρμες που ασκούν τεράστιο έλεγχο στη διανομή ειδήσεων ή στον αντίκτυπο των εκστρατειών παραπληροφόρησης.
«Πέρυσι παραιτήθηκα από το διοικητικό συμβούλιο, επειδή θεωρούσα φρικτό το γεγονός ότι προχώρησαν σε αυτό και ότι χρησιμοποιήθηκε ως όπλο εναντίον μας, σε μια κρίσιμη στιγμή. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι επικαλούνταν το Ινστιτούτο Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας για να μας επιτεθούν», δήλωσε η ίδια στον Guardian.
Τι είναι το Digital News Report
Το Digital News Report του Reuters λειτουργεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Στόχος της έκθεσης είναι να δώσει μια γενική εικόνα περί των ψηφιακών ειδήσεων, με βάση μια έρευνα της YouGov σε περισσότερους από 90.000 καταναλωτές διαδικτυακών ειδήσεων σε 46 χώρες. Πάνω από τις μισές χώρες εξ αυτών βρίσκονται στην Ευρώπη, ενώ η Ινδία, η Ινδονησία, η Νιγηρία και η Βραζιλία συγκαταλέγονται στις μεγάλες αγορές του παγκόσμιου Νότου που καλύπτονται πλέον.
Ο Ράσμους Κλάις Νίλσεν, διευθυντής του RISJ, δήλωσε σχετικά: «Λυπούμαστε για την αντίδραση της Μαρίας Ρέσα και για τον τρόπο με τον οποίο η έρευνά μας διαστρεβλώθηκε. Έχουμε αντιδράσει δημόσια και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Πιστεύουμε ότι η μεθοδολογία της έκθεσής μας - η οποία καλύπτει σχεδόν 50 χώρες - είναι εμπεριστατωμένη. Για παράδειγμα, μας βοηθάει να τεκμηριώσουμε ότι οι άνθρωποι που βασίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωσή τους είναι πιο πιθανό να ανησυχούν για το αν θα συναντήσουν ψεύτικες ειδήσεις στο διαδίκτυο.
Η Μαρία Ρέσα αντέδρασε εκ νέου τονίζοντας πως «στις Φιλιππίνες αυτή η έρευνα υποβαθμίζει το τι είναι η δημοσιογραφία. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί που προσπαθούν να ορθώσουν το ανάστημά τους τιμωρούνται με αυτή τη μεθοδολογία».
Διεθνής αντίκτυπος - Ποιες χώρες επηρεάζονται
Οι ανησυχίες της δεν αφορούν μόνο τις Φιλιππίνες. Η προσέγγιση και η μεθοδολογία που καθιστούν την έκθεση τόσο επικίνδυνη για τους δημοσιογράφους στη χώρα της, παρέχουν επίσης όπλα σε κάθε κυβέρνηση που θέλει να επιτεθεί και να υπονομεύσει τα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με την ίδια την δημοσιογράφο.
«Δεν είμαστε μόνοι μας. Αυτή η "μελέτη" είναι σαν να δίνουμε ένα γεμάτο όπλο σε αυταρχικές κυβερνήσεις που προσπαθούν να φιμώσουν τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους όχι μόνο στις Φιλιππίνες, αλλά και σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία, όπου οι επιχειρήσεις πληροφόρησης και ο νόμος χρησιμοποιούνται για διώξεις και παρενοχλήσεις»
Η Νομπελίστρια τονίζει πως η έκθεση δεν ασκεί κριτική στις προκαταλήψεις που εμπεριέχονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο πώς «αυτό έχει φέρει τα πάνω κάτω στον κόσμο».
Με πληροφορίες από Guardian