Στην άκρη της συριακής ερήμου, στην τοποθεσία Qatna, φιλοξενείται ένα ερειπωμένο παλάτι στις όχθες μιας λίμνης που έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Το 2002 και πάνω από τρεις χιλιετίες μετά την εγκατάλειψή του, μια ομάδα αρχαιολόγων έλαβε άδεια να το εξερευνήσει.
Η ερευνητική ομάδα βρισκόταν σε αναζήτηση του βασιλικού τάφου. Τον εντόπισαν μέσα σ’ ένα βαθύ φρεάτιο, πίσω από μια σφραγισμένη πόρτα την οποία «φύλαγαν» δύο πανομοιότυπα αγάλματα. Το εσωτερικό του βασιλικού τάφου φιλοξενούσε πάνω από 2.000 αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων κοσμημάτων και ενός μεγάλου χρυσού χεριού. Αυτό που προβλημάτισε την ερευνητική ομάδα όμως ήταν οι απροσδιόριστες κηλίδες σκούρου χρώματος που βρίσκονταν παντού στο έδαφος.
Συλλέγοντας δείγματα της ουσίας και ελέγχοντας την, οι ερευνητές κατάφεραν να διαχωρίσουν ένα ζωηρό μωβ χρώμα από τα στρώματα σκόνης και λάσπης όλων αυτών των χρόνων. Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές είχαν ανακαλύψει ένα από τα πιο θρυλικά εμπορεύματα του αρχαίου κόσμου. Το συγκεκριμένο, πολύτιμο προϊόν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ανθρώπινης ιστορίας όπως την ξέρουμε σήμερα.
Αυτό το εξαιρετικά πολύτιμο προϊόν ήταν η χρωστική ουσία πορφύρα. Στην αρχαιότητα η πορφύρα άξιζε περισσότερο από τρεις φορές το βάρος της σε χρυσό.
Η βασίλισσα Κλεοπάτρα είχε τέτοια εμμονή με το προϊόν αυτό, το οποίο το χρησιμοποιούσε ακόμη και για τα πανιά του σκάφους της, ενώ ορισμένοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες νομοθέτησαν ότι όποιος συλλαμβάνονταν να το φοράει - εκτός από αυτούς - θα καταδικαζόταν σε θάνατο.
Αυτό το εξαιρετικά πολύτιμο προϊόν ήταν η χρωστική ουσία πορφύρα. Στην αρχαιότητα η πορφύρα άξιζε περισσότερο από τρεις φορές το βάρος της σε χρυσό. Σύμφωνα με ένα ρωμαϊκό διάταγμα που εκδόθηκε το 301 μ.Χ., η ουσία έπαψε να παρασκευάζεται. Και μέχρι των 15ο αιώνα, η συνταγή για την παρασκευή και την επεξεργασία της βαφής είχε χαθεί.
Η πορφύρα προέρχεται από την βλέννα που παράγουν τα σαλιγκάρια του γένους Murex. Η συλλογή της απαιτούσε την σύνθλιψη των οστράκων μέσα στα οποία αυτά ζουν. Συγκεκριμένα, τρία είδη σαλιγκαριών ήταν αυτά που παρήγαγαν τις πιο διαδεδομένες αποχρώσεις της πορφύρας στην αρχαιότητα. Αυτά ήταν το Hexaplex trunculus το οποίο παρήγαγε την απόχρωση του γαλαζωπού μωβ, ενώ το Bolinus brandaris και το Stramonita haemastoma παρήγαγαν ένα πιο κόκκινο μωβ.
Τα σαλιγκάρια συλλέγονταν είτε με το χέρι περπατώντας κατά μήκος βραχώδων ακτών, είτε μέσα από παγίδες, στις οποίες ως δόλωμα χρησιμοποιούνταν άλλα σαλιγκάρια, μιας και το συγκεκριμένο είδος είναι σαρκοφάγο.
Στην συνέχεια, οι συλλέκτες έκοβαν με ένα ειδικό μαχαίρι τον βλεννογόνο αδένα των σαλιγκαριών προκειμένου να συγκεντρώσουν την βλέννα μέσα σε γουδιά και έπειτα να την αλέσουν. Τα μικρότερα όστρακα συνθλίβονταν ολόκληρα μαζί με το κέλυφος τους.
Όμως δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες πληροφορίες για το πως η βλέννα των σαλιγκαριών επεξεργαζόταν περαιτέρω ώσπου η χρωστική ουσία να φτάσει στην τελική της μορφή. Οι λιγοστές αναφορές που έχουν ανακαλυφθεί αποδείχθηκαν ασαφείς, αντιφατικές, μερικές φορές ακόμη και λανθασμένες - ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι οι βλεννογόνοι αδένες προέρχονταν από το λαιμό ενός «πορφυρού ψαριού».
Επιπλέον οι παρασκευαστές χρωστικών ήταν άκρως μυστικοπαθής με τις μεθόδους και τις συνταγές που χρησιμοποιούσαν. Κάθε παρασκευαστής είχε την δική του φόρμουλα την οποία προστάτευε αυστηρά για να επιβιώσει από τον ανταγωνισμό.
Η πιο λεπτομερής καταγραφή προέρχεται από τον Πλίνιο, ο οποίος εξήγησε τη διαδικασία τον 1ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, αρχικά απομονώνονταν οι βλεννογόνοι αδένες των σαλιγκαριών, έπειτα αλατίζονταν και αφήνονταν να αποξηραθούν για τρεις ημέρες. Ακολουθούσε ο βρασμός του μείγματος σε σκεύη από κασσίτερο ή μόλυβδο σε μέτρια θερμοκρασία. Ο βρασμός συνεχίζονταν έως ότου το μείγμα έχανε το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του. Έπειτα από δέκα ημέρες η βαφή δοκιμαζόταν βουτώντας ένα κομμάτι υφάσματος και ελέγχοντας την απόχρωση του.
Δεδομένου ότι κάθε σαλιγκάρι περιέχει ελάχιστη ποσότητα βλέννας, εκτιμάται ότι χρειάζονταν περίπου 10.000 σαλιγκάρια για να παραχθεί ένα μόνο γραμμάριο πορφύρας. Σε περιοχές που άλλοτε παρασκευάζονταν η συγκεκριμένη χρωστική έχουν αναφερθεί σωροί δισεκατομμυρίων κελύφων από όστρακα του γένους Murex.
Το χρώμα της πορφύρας ήταν πραγματικά δύσκολο να αποκτηθεί, δηλώνει ο Ιωάννης Καραπαναγιώτης, καθηγητής στο Εργαστήριο Χημικής και Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Εξηγεί ότι το μωβ της πορφύρας διέφερε εξαιρετικά από άλλες χρωστικές της εποχής, των οποίων η πρώτη ύλη, όπως για παράδειγμα τα φύλλα, περιέχει ήδη την χρωστική ουσία. Αντίθετα, ο βλεννογόνος του θαλάσσιου σαλιγκαριού περιέχει χημικές ουσίες που μπορούν να μετατραπούν σε χρωστική ουσία, αλλά μόνο υπό τις κατάλληλες συνθήκες.
Πλέον, οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η βλέννα των σαλιγκαριών Murex είναι αρχικά διάφανη και έπειτα από την έκθεση της στο φως αποκτά το χαρακτηριστικό πορφυρό της χρώμα. Ανάλογα και με το είδος του σαλιγκαριού, η βλέννα αρχικά αποκτά κίτρινο χρώμα και έπειτα πράσινο, τιρκουάζ, μπλε και τέλος μωβ. Σε μια ηλιόλουστη μέρα αυτή η μεταμόρφωση δεν χρειάζεται πάνω από πέντε λεπτά για να συμβεί, σύμφωνα με τον Καραπαναγιώτη.
Το σκούρο μωβ χρώμα της πορφύρας αποτέλεσε για πολλά χρόνια το σύμβολο της δύναμης, της κυριαρχίας και της ευμάρειας, το οποίο έφεραν στα ρούχα τους οι προνομιούχοι της κοινωνίας.
Το μοναδικά έντονο χρώμα της καθώς και η αντοχή της στο ξεθώριασμα, έκαναν την χρωστική ανάρπαστη ανάμεσα στους αρχαίους πολιτισμούς της Νότιας Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και της Δυτικής Ασίας. Η χρωστική μπορούσε να βρεθεί σε όλα τα αντικείμενα της εποχής, σε μανδύες και πανιά, πίνακες ζωγραφικής, έπιπλα, τοιχογραφίες, κοσμήματα, ακόμη και σε σάβανα ταφής.
Το 40 μ.Χ. στη Ρώμη ο βασιλιάς της Μαυριτανίας σκοτώθηκε σε μια αιφνιδιαστική δολοφονία, αφορμή της οποίας στάθηκε η πορφύρα. Ο βασιλιάς τόλμησε να εμφανιστεί σε ένα αμφιθέατρο για να παρακολουθήσει έναν αγώνα μονομάχων φορώντας έναν πορφυρό χιτώνα. Το γεγονός πάρθηκε ως προσβολή και πυροδότησε την δολοφονία του βασιλιά.
Το 1453, μαζί με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, σήμανε το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της παράδοσης της παρασκευής της πορφύρας. Εκείνη την εποχή, τα βαφεία της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν στο επίκεντρο της βιομηχανίας. Το χρώμα είχε συνδεθεί βαθιά και με τον καθολικισμό – χρησιμοποιούνταν από τους καρδινάλιους καθώς και στην εικονογράφηση θρησκευτικών χειρόγραφων.
Η μείωση της παραγωγής σε συνδυασμό με την εξαντλητική φορολογία οδήγησε σύντομα τον Πάπα να κηρύξει το κόκκινο χρώμα ως σύμβολο της χριστιανικής εξουσίας – το οποίο μπορούσε να παραχθεί εύκολα και φτηνά μέσω της σύνθλιψης λεπιδόπτερων εντόμων.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση της εξαφάνισης της πορφύρας είναι η υπεραλίευση της. Εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης, οι παρασκευαστές της εποχής αναγκάζονταν να συλλέγουν συνεχώς όστρακα χωρίς να δίνουν τον απαραίτητο χρόνο στον πληθυσμό να επανέλθει στα φυσιολογικά του επίπεδα μέσω της αναπαραγωγής. Σταδιακά οι πληθυσμοί που επιβίωναν στις παράκτιες περιοχές μειώθηκαν δραματικά, ενώ σε ορισμένες περιοχές εξαφανίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να καταφέρουν να ανακάμψουν.
Φυσικά η πορφύρα κινδυνεύει και πάλι να εξαφανιστεί καθώς η πρώτη ύλη, τα σαλιγκάρια του γένους Murex, απειλούνται. Η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή έχουν επηρεάσει εξαιρετικά την επιβίωση του είδους. Το Stramonita haemastoma, το οποίο προσδίδει στο χρώμα μια κοκκινωπή απόχρωση, έχει ήδη εξαφανιστεί από την ανατολική Μεσόγειο.
Με στοιχεία από το BBC.