Ένα ταξίδι στον άγνωστο σε πολλούς κόσμο του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος επιχειρεί μια εξαιρετικά αξιόλογη έκδοση που φιλοδοξεί να καλύψει ένα καίριο κενό στην υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία, προσφέροντας μια σύνοψη τόσο των σημαντικότερων τοπικών παραγωγών όσο και των υφαντών που έφταναν από Δύση και Ανατολή στις πολύβουες αγορές του Βυζαντίου και της οθωμανικής Ελλάδας.
Με τίτλο «Μετάξι και Πορφύρα», το συλλογικό επιστημονικό έργο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν αποτελεί έναν πολυποίκιλο επιστημονικό καμβά στον οποίο εξερευνώνται οι διαφορετικές παραδόσεις που αναπτύχθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο από την ύστερη αρχαιότητα ως την πρώιμη νεότερη εποχή.
«Τόσο το Βυζάντιο όσο και αργότερα η Ελλάδα υπήρξαν το επίκεντρο παραγωγής μεταξωτών καθώς και ευτελέστερων υφασμάτων τα οποία λειτούργησαν ως ιδιαίτερα σύμβολα και κοινωνικά εργαλεία στα χέρια της ελίτ και των μαζών ανά τους αιώνες. Επίσης, η γεωγραφία της περιοχής μας, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, σήμαιναν ότι τόσο το Βυζάντιο όσο και η οθωμανική Ελλάδα βρίσκονταν στη μέση των γραμμών του ευρασιατικού εμπορίου, με υφάσματα να φτάνουν στις τοπικές αγορές από Δύση και Ανατολή», γράφουν στον πρόλογο της έκδοσης οι επιμελητές Νικόλαος Βρυζίδης, Πασχάλης Ανδρούδης και Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ.
Η ενδυμασία όριζε οπτικά την τάξη, τη θρησκεία και την καταγωγή αυτού που τη φορούσε. Αυτός ο σύνθετος πολιτισμός του υφάσματος διαφαίνεται και στους νόμους που προσπαθούσαν να θέσουν κανόνες στην ενδυμασία.
Η ομάδα των επιμελητών και συγγραφέων του τόμου (Πασχάλης Ανδρούδης, Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Νικόλαος Βρυζίδης, Φανή Καλοκαιρινού, Άννα Καρατζάνη, Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, Χριστίνα Μέρη-Burbeck, Άννα Μπαλλιάν, Έλενα Παπασταύρου, Μαρία Σάρδη, Δάφνη Φίλιου, Warren T. Woodfin), αποτελούμενη από μελετητές με αλληλοσυμπληρωματικά ενδιαφέροντα και εξειδικεύσεις, συνέγραψαν τα κεφάλαια του τόμου σχεδόν μυθιστορηματικά, έτσι ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη του υφάσματος μέσα στην ιστορία, γνωρίζοντας όψεις του υλικού πολιτισμού που αναπτύσσονται παράλληλα με το οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, να γνωρίσει ή να αναγνωρίσει τεχνικές και υλικά όπως μεταξωτά και χρυσοΰφαντα, taqueté και εξάμιτα, δαμασκηνά και βελούδα, εκκλησιαστικά ενδύματα, πετάσματα που διαμόρφωσαν την αισθητική και την εικονογραφία μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.
Μιλώντας στη LiFO για την ιδέα της έκδοσης, ο δρ. Νικόλαος Βρυζίδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΑΠΘ, αναφέρει πως βρισκόταν στο Λονδίνο όταν σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία και αναζητώντας ένα ελληνικό θέμα για τη διατριβή του («Τα ελληνορθόδοξα άμφια»), διαπίστωσε ότι υπήρχαν αρκετά κενά στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Η ιδέα για το βιβλίο ανήκει στον κ. Ανδρούδη, αναπληρωτή καθηγητή στο ΑΠΘ, ενώ αποφασιστικό ρόλο στην εκπόνησή του έπαιξε η συνεργασία με την κυρία Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, σημαντική Γαλλοελβετίδα ερευνήτρια του υφάσματος, με πλούσιο έργο πάνω στο αντικείμενο.
«Διεθνώς η μελέτη του υφάσματος και του υλικού πολιτισμού έχουν γνωρίσει ιδιαίτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Η ζωγραφική και οι πλαστικές τέχνες έχουν κορεστεί αρκετά, ενώ μέχρι τον 20ό αιώνα δεν γινόταν αντιληπτό το πόσο σημαντικό ήταν το ύφασμα στις προνεωτερικές κοινωνίες ως εργαλείο προβολής ταυτότητας.
Η ενδυμασία όριζε οπτικά την τάξη, θρησκεία και καταγωγή αυτού που τη φορούσε. Αυτός ο σύνθετος πολιτισμός του υφάσματος διαφαίνεται και στους νόμους που προσπαθούσαν να θέσουν κανόνες στην ενδυμασία. Για παράδειγμα, ιδιαίτερα στη Δύση υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν τη χρήση του ενός ή του άλλου υφάσματος σε κάποιες κοινωνικές ομάδες (οι λεγόμενοι νόμοι για την πολυτέλεια στην ενδυμασία), δρώντας ως εργαλεία διαστρωμάτωσης και σταθεροποίησης της ιεραρχίας στην κοινωνία. Σε κοινωνίες όπως η οθωμανική υπήρχε επίσης η επιθυμία για διαχωρισμό των θρησκευτικών ομάδων μέσω του υφάσματος, π.χ. τι χρώματα θα χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι, οι χριστιανοί και οι εβραίοι. Όσο για τις γυναίκες, υπήρχε πάντα μια έγνοια για το τι ήταν κοινωνικά αποδεκτό να φορούν και τι όχι. Είναι ενδεικτικό ότι αρκετοί εγκύκλιοι που συντάσσονταν από τον ανώτατο κλήρο και τα κοινοτικά συμβούλια ασχολούνταν με την ενδυμασία των γυναικών», λέει.
Η περιήγηση στην ιστορία του υφάσματος ξεκινά από την Αίγυπτο, όπου έχουν βρεθεί και σώζονται μέχρι τις μέρες μας τα περισσότερα βυζαντινά υφάσματα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, και συνεχίζεται στα υφάσματα στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, με τα περισσότερα τεκμήρια που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας να είναι από μετάξι. Βαμμένο με πορφύρα, αποκτά όχι μόνο μεγαλύτερη αξία αλλά και συμβολική δύναμη, ενώ τα εργαστήρια, εκτός από το αυτοκρατορικό, ομαδοποιημένα σε συντεχνίες, παρήγαν πολυτελή υφάσματα από μετάξι, βαμμένα με πορφύρα.
«Τα λεγόμενα κοπτικά επιβίωσαν λόγω του ξηρού κλίματος της Αιγύπτου. Στην Ελλάδα δεν έχουν ανακαλυφθεί μέχρι τώρα τέτοια υφάσματα, ό,τι υπάρχει στα ελληνικά μουσεία προέρχεται από δωρεές και αγορές. Ωστόσο, το τι παρήγαγε η Αίγυπτος ως βυζαντινή επαρχία αντικατόπτριζε, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, την παραγωγή υφάσματος και στην υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία. Επομένως, ως τεκμήρια αφορούν και εμάς. Νομίζω ότι ιδιαίτερα για τη μεσοβυζαντινή εποχή η αυτοκρατορική πορφύρα, στη διάθεση μόνο του στενού κύκλου του αυτοκράτορα, δείχνει τις διαστάσεις που μπορούσε να πάρει το ύφασμα ως πολιτιστικό σύμβολο. Επίσης, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν το πολυτελές ύφασμα στη διπλωματία ως το κατεξοχήν διπλωματικό δώρο.
Το μέσο Βυζάντιο είναι για το υφαντό ύφασμα περίοδος άνθησης, όπως φαίνεται στο κεφάλαιο που έγραψε η κ. Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ. Αργότερα, στο ύστερο Βυζάντιο καλλιεργείται η τέχνη της κεντητικής, ενώ τα περισσότερα υλικά κατάλοιπα επιβιώνουν από την οθωμανική περίοδο, ειδικά σε ελληνορθόδοξα σκευοφυλάκια. Αυτά δείχνουν τον ρόλο της Εκκλησίας ως φορέα του πολιτισμού του υφάσματος, καθώς και πως διάφορες επιρροές έγιναν κτήμα του εκκλησιαστικού υλικού πολιτισμού. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν οι υφαντές ανά τους αιώνες είναι το βαμβάκι, το λινάρι και, φυσικά, το μετάξι, που είναι και το πιο πολυτελές. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι το ύφασμα μεταφέρεται πολύ εύκολα, οπότε διευκολύνει τις διαπολιτισμικές ανταλλαγές, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τεχνούργημα», αναφέρει ο κ. Βρυζίδης για τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν τα υφάσματα στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της εποχής.
Νομικά κείμενα, καταγραφές διπλωματικών δώρων, κώδικες του τελετουργικού της βυζαντινής αυλής, είναι ανάμεσα σε άλλες οι πηγές της εποχής στις οποίες βασίστηκε η ιστορική έρευνα. Στο «Επαρχικόν Βιβλίον», για παράδειγμα, ένα νομικό χειρόγραφο με κύριο θέμα τη ρύθμιση του εμπορίου και των βιοτεχνιών στην πρωτεύουσα, έξι από τα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στα διάφορα επαγγέλματα του κλάδου των υφασμάτων. Εκεί διαβάζουμε ότι οι μεταξουργοί απαγορεύεται να υφαίνουν μεταξωτά πορφυρά ή πορφυρά και πράσινα ή εξίσου πορφυρά και κίτρινα που, όπως φαίνεται, αυτό το είδος υφασμάτων ήταν μονοπώλιο των αυτοκρατορικών εργαστηρίων. Επίσης, πολλά χωρία του βιβλίου αποκαλύπτουν τον φόβο των Βυζαντινών ότι τα μυστικά της κατασκευής τους θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια ξένων. Μάλιστα, μερικές κατηγορίες υφασμάτων δεν μπορούσαν να πωληθούν πέρα από τα όρια της Κωνσταντινούπολης ή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’, ένα βιβλίο-έργο τέχνης που παρήχθη στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκουμε εικόνες με πιστές παραστάσεις βυζαντινών ενδυμασιών, ενώ μία από τις σημαντικότερες γραπτές πηγές είναι το «Βιβλίο των δώρων και των σπανιοτήτων» που μας παρέχει έναν αναλυτικό κατάλογο των διπλωματικών δώρων κυρίως ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον αραβικό κόσμο. «Χίλια μεταξωτά κατασκευής ρούμι προσφέρθηκαν στα 895 από τον Άμπρ ιμπν αλ-Λαΐθ», διαβάζουμε στο βιβλίο που γράφει ότι τα αυτοκρατορικά δώρα μεταφέρονταν με ζώα στολισμένα με πολύτιμα υφάσματα. Σε μια άλλη, πιθανώς φανταστική περιγραφή, δυο απεσταλμένοι του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου προσήλθαν να αποδώσουν λύτρα σε ένα βεζίρη, ο οποίος τους ζήτησε 38.000 υφάσματα, ανάμεσα στα οποία 12.500 σε χρυσοκέντητα μπροκάρ, μερικά διακοσμημένα με μετάλλια με παραστάσεις αλόγων, καμηλών, ελεφάντων και λιονταριών.
Στο βιβλίο «Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως» φαίνεται ότι η χρήση υφασμάτων κατά τις διάφορες στιγμές των τελετών, ιδιαίτερα των παραπετασμάτων, η κίνησή τους και ο θόρυβος που προκαλούσαν συνιστούσαν ένα στοιχείο εντυπωσιασμού, αναπόσπαστο μέρος της τελετουργίας.
Ο κ. Βρυζίδης μας υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίο το πολύτιμο ύφασμα πέρασε στη λογοτεχνία και στη λαϊκή κουλτούρα. «Υπάρχουν πολλές γραπτές πηγές, όπως καταγραφές σκευοφυλακίων και προίκες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η λογοτεχνία της εποχής, καθότι το ύφασμα χρησιμοποιείται συχνά σε μεταφορές ή σχήματα λόγου. Ένα συγκεκριμένο απόσπασμα στη "Βοσπορομαχία" του Μόμαρς, που συγκαταλέγεται στα πιο αξιοπρόσεκτα έργα της ελληνόγλωσσης φαναριώτικης λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, γράφει: "Ζερμπάσι είναι ο γυαλός σαν λάμπει η Σελήνη". Το ζερμπάσι είναι ένα πολυτελές ύφασμα, πλούσιο σε μεταλλικές κλωστές. Όλες αυτές οι εκφράσεις στα λογοτεχνικά κείμενα αποκαλύπτουν τα νοήματα που ενυφαίνονταν στα υφάσματα, τόσο ξεκάθαρα, που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από τον μορφωμένο αναγνώστη».
Στο κεφάλαιο «Βυζαντινή εκκλησιαστική κεντητική» διαβάζουμε για την τέχνη της κεντητικής στο Βυζάντιο. Η εκκλησιαστική κεντητική αποτελεί υλική μαρτυρία για την κατανόηση του βυζαντινού πολιτισμού και της εξέλιξης της ίδιας της Εκκλησίας ως ιστορικής και συλλογικής μορφής, ενώ πολυτελή και ευμεγέθη υφαντά και κεντητά προσφέρονταν ως δώρα από Βυζαντινούς αυτοκράτορες στο πλαίσιο της πολιτικής διπλωματίας. Τα σωζόμενα σήμερα είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα προϊόντα της παλαιολόγειας περιόδου. Από τον 13ο αιώνα εγκαταλείπεται η λιτή διακόσμηση των αμφίων και καθιερώνεται η εικονογράφηση. Αέρες (πέπλο που καλύπτει το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο), επιτάφιοι, αρχιερατικά φαιλόνια και σάκοι, ωμοφόρια και επιτραχήλια, κεντητές εικόνες, αριστουργήματα τέχνης και δεξιοτεχνίας αναδεικνύουν σε όλο της το μεγαλείο την ακμή, την τέχνη και το επίπεδο και τη σημασία της τέχνης αυτής στο Ύστερο Βυζάντιο, με πολλά από αυτά να φέρουν πολυπρόσωπες και σύνθετες παραστάσεις.
Ποια ήταν, όμως, τα πιο δημοφιλή θέματα στις αναπαραστάσεις και στις εικονογραφήσεις των υφασμάτων, ρωτώ τον επιμελητή, ξεφυλλίζοντας τον τόμο και παρατηρώντας σχέδια και χρώματα που επαναλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο και αντανακλούν και τις τάσεις της εποχής τους.
«Στα θρησκευτικά θέματα τα χριστολογικά και θεομητορικά, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ότι στα πρώιμα βυζαντινά υφαντά υπήρχαν και θέματα από την Παλαιά Διαθήκη. Ίσως ένα αρκετά δημοφιλές θρησκευτικό θέμα να είναι ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας, ντυμένος σαν πατριάρχης και με μίτρα στην κεφαλή, ιδιαίτερα από τον 16ο αιώνα και μετά. Αυτό πιθανόν να εκφράζει τον διττό ρόλο του ανώτατου κλήρου κατά την οθωμανική εποχή.
Στα κοσμικά πάντοτε οι φυτικές συνθέσεις είναι δημοφιλείς, με διαφορετικό στυλιζάρισμα ανάλογα με την εποχή, τα γεωμετρικά μοτίβα, ενώ πολλές φορές η επιλογή μοτίβων αποκαλύπτει και επιρροές από την Ανατολή ή άλλους πολιτισμούς. Το ύφασμα ήταν ένας καθρέφτης των εμπορικών και των πολιτισμικών ανταλλαγών και συνδέσεων που αναπτύχθηκαν στην Ευρασία. Εκτός αυτού, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μέσο στο οποίο συναντάμε περισσότερη δεκτικότητα στις έξωθεν επιρροές, καθότι δεν διέπεται από το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο της θρησκευτικής ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής
Μάλιστα, μέσω του υφάσματος μπορούμε να παρακολουθήσουμε με τον πιο ανώδυνο τρόπο την ανάδειξη των διαπολιτισμικών δυναμικών».
Ένα άλλο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα μεταξωτά της Χίου που αποτελούν ένα παράδειγμα τοπικής παραγωγής της οθωμανικής περιόδου που ξεπέρασε τα όρια της περιφέρειας και απέκτησε υπερτοπική και διεθνή απήχηση. Με ανατολίζον ύφος, εντυπωσίαζαν τους Δυτικούς ταξιδιώτες και διπλωματικούς απεσταλμένους. Η Χίος είχε δική της παραγωγή σε ακατέργαστο μετάξι, κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του και οι Χιώτες ήταν πολύ παραγωγικοί. Ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα ένας μεγάλος αριθμός μεταξωτών της Χίου εξαγόταν και ανταγωνιζόταν με επιτυχία τα γαλλικά υφάσματα στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Μαύρης Θάλασσας. Οι τεχνίτες του μεταξιού και οι βαφείς της Χίου μνημονεύονται σε γενουατικά έγγραφα του 15ου αιώνα, ενώ το χιώτικο εμπορικό δίκτυο άρχισε να επεκτείνεται αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση. Η Χίος ήταν ξακουστή σε όλη την ιστορία της για το φημισμένο προϊόν της, τη μαστίχα, αλλά η ανάπτυξη του χιώτικου εμπορίου και της ναυτιλίας οφείλεται στη βιοτεχνία του μεταξιού. Σήμερα, το μοναδικό και πιο σημαντικό χιώτικο μεταξωτό στην Ελλάδα φυλάσσεται στη Νέα Μονή Χίου, χρονολογείται στα 1742 και είναι ένα πευκί, που σημαίνει «χαλί προσευχής».
«Στην Ελλάδα», όπως σημειώνει ο κ. Βρυζίδης, «τα μεταξωτά υφάσματα της Χίου παραμένουν κατά πολύ άγνωστα και το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο σε αυτά από την Άννα Μπαλλιάν μας υπενθυμίζει ότι κάποτε υπήρχε μια πολύ σημαντική βιοτεχνία μεταξιού στο αιγαιοπελαγίτικο νησί. «Χιώτικα υφαντά υπάρχουν στα μουσεία όλου του κόσμου αλλά και σε ιστορικές συλλογές, όπως αυτή του Τοπ Καπί. Δυστυχώς, οι οθωμανικές παραγωγές που είναι περισσότερο γνωστές είναι αυτές της Κωνσταντινούπολης και της Προύσας, επισκιάζοντας στο συλλογικό υποσυνείδητο τη Χίο».
Μετά το 1204 η άλλοτε κραταιά βυζαντινή μεταξουργία μπήκε σε φθίνουσα τροχιά. Τα αυτοκρατορικά εργαστήρια μεταφέρθηκαν στη Νίκαια, ενώ άλλα περιφερειακά κέντρα συνέχισαν την παραγωγή υφαντών. Οι εισαγωγές των υφαντών εντάθηκαν ιδιαίτερα κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, λόγω και της συμβιωτικής εμπορικής σχέσης Λατίνων και Βυζαντίου. Η Κωνσταντινούπολη, ως ενδιάμεσος εμπορικός σταθμός, είχε πρόσβαση σε πληθώρα υφασμάτων που έφταναν κυρίως από τη Δύση. Στο μυθιστόρημα «Λίβιστρος και Ροδάμνη», γραμμένο πιθανώς τον 13ο αιώνα, η λατινική φορεσιά και το ανατολίτικο υφαντό οριοθετούν το δίπολο στις προτιμήσεις των αριστοκρατικών κύκλων.
«Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είναι ένα πρώτο σημαντικό χτύπημα στη βυζαντινή μεταξουργία. Η παραγωγή δεν σταμάτησε παντού ή στα σταυροφορικά κράτη, όπου υπήρχαν βυζαντινά εργαστήρια, σίγουρα όμως έχασε την πρωτοκαθεδρία. Αυτή είναι σημαντική εξέλιξη, αν αναλογιστούμε ότι κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια το Βυζάντιο πρωταγωνιστούσε στον παγκόσμιο χάρτη του υφάσματος», λέει ο κ. Βρυζίδης.
Τι σημασία έχει το ύφασμα στη σύγχρονη κοινωνία; Αναγνωρίζουμε τις ποιότητες, μας ενδιαφέρουν, ξέρουμε το λεξιλόγιο αναγνώρισής τους; Στο γλωσσάρι που παρατίθεται μαθαίνουμε έναν πλούτο λέξεων και εννοιών που σηματοδοτούν την ποιότητα και την τεχνική ύφανσης. Ο κατιφές είναι το οθωμανικό βελούδο και ο καμουχάς πολυτελές μεταξωτό υφαντό. Η δαμασκηνή είναι ύφανση διακοσμητική δύο όψεων, μπουχασί έλεγαν το βαμβακερό ή λινό ύφασμα, τσαπαρί είναι μια αρχαία τεχνική ύφανσης, ενώ το χιλάτ είναι τιμητικό ένδυμα που δωριζόταν από ηγεμόνες στον ισλαμικό κόσμο. Τιρτίρι είναι ένας τύπος μεταλλικής κλωστής και το taqueté μια σύνθετη ύφανση. Όπως παρατηρεί ο κ. Βρυζίδης: «Σήμερα το ύφασμα δεν κουβαλάει το βάρος που έφερε άλλοτε. Εξάλλου, τα όρια που υπήρχαν παλαιότερα μοιάζουν πλέον θολά. Έχει περάσει προ πολλού ακόμη και η εποχή π.χ. που ένα πιο κάζουαλ ντύσιμο θα αποτελούσε δήλωση αντίθεσης σε παραδοσιακές αξίες».
«Όπως η ίδια η θάλασσα, η οποία δεν αποτελεί μια ομοιογενή μάζα νερού αλλά διαθέτει ρεύματα θερμότερου και ψυχρότερου, πιο φρέσκου και πιο αλμυρού νερού που συνδέει τις ακτές της, έτσι ακριβώς είναι και ο κόσμος των υφασμάτων της Μεσογείου», γράφει ο Warren Woodfin. « Και, όπως και η θάλασσα, αυτός ο κόσμος αξίζει να μελετηθεί τόσο στις λεπτομέρειες των ποικιλόμορφων κυμάτων και των αντίθετα κινούμενων ρευμάτων όσο και στο σύνολο του απέραντου εύρους της. Άλλωστε, τις δε νιν κατασβέσει;».