Είναι εννιά το πρωί στη Ραβένα, περιμένουμε να ανοίξει ο ναός του Αγίου Βιταλίου και ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Είμαστε μόνο τρεις τρελοί (εμείς και μια νεαρή κοκκινομάλλα), τα πλήθη των επισκεπτών έχουν εγκλωβιστεί στα λεωφορεία από την ξαφνική αυγουστιάτικη μπόρα και στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή.
Τα ψηφιδωτά της Ραβένας, τα πιο σημαντικά που έχει η Ιταλία, κάνουν την πόλη κάτι σαν θεματικό πάρκο για τους λάτρεις της βυζαντινής τέχνης και τα πούλμαν φέρνουν όλη την ημέρα κόσμο, ασταμάτητα, για να τα θαυμάσει –όσο προλάβει, γιατί σε κάποια μέρη, π.χ. στο Μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας, επιτρέπεται να μείνεις μόνο για πέντε λεπτά!
Μπαίνουμε και κατευθυνόμαστε στο μπροστινό μέρος της εκκλησίας που χτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και χαζεύουμε τις ψηφιδωτές τοιχογραφίες που γνωρίζουμε καλά από το βιβλίο της Ιστορίας: στην αριστερή πλευρά την αυτοκράτειρα Θεοδώρα με τη συνοδεία της (δύο άντρες και επτά γυναίκες) και δεξιά τον Ιουστινιανό με τη δική του συνοδεία (δώδεκα, όλοι άντρες).
Η βροχή συνεχίζεται και έχουμε όλη την εκκλησία δική μας μέχρι να σταματήσει ‒ στο μεταξύ κάνουμε τις συστάσεις. Η κοπέλα που φωτογραφίζει με μακρύ φακό και κρατάει σημειώσεις είναι Σκωτσέζα, τη λένε Λίλι και σπουδάζει Ιστορία, κι όταν ακούει ότι είμαστε Έλληνες πιστεύει ότι έχουμε κάνει διατριβή στη βυζαντινή περίοδο. Η Λίλι κάνει το μεταπτυχιακό της στη Θεοδώρα, για την ακρίβεια προσπαθεί να αποδείξει ότι όσα γράφει ο Προκόπιος έχουν ιστορική βάση, συγκρίνοντάς τα με άλλες πηγές.
Ντρέπομαι που δεν γνωρίζω ούτε ποιος είναι ο Προκόπιος ούτε τον βίο της Θεοδώρας, το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν σύζυγος του Ιουστινιανού και ότι στο θέατρο την έχει παίξει η Μιμή Ντενίση.
Τα ψηφιδωτά της εκκλησίας είναι εκπληκτικά, ο θόλος με τον αμνό του Θεού και τους αγγέλους, οι σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, ο Χριστός με τους Δώδεκα Αποστόλους, οι τέσσερις Ευαγγελιστές και οι γιοι του Αγίου Βιτάλιου είναι αριστουργήματα του 6ου μ.Χ. αιώνα, τίποτα δεν είναι όμως σαν την τοιχογραφία με τη Θεοδώρα στον χρυσό φόντο. «Είναι εντυπωσιακό το πόσο ψηλή έχει ζητήσει να τη φτιάξουν», σχολιάζει η Λίλι, «είναι η πιο ψηλή απ’ όλους τους υπόλοιπους, ενώ όλες οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι ήταν αρκετά κοντή».
Μετά μας λέει ότι τα ψηφιδωτά με τη δική της μορφή και του συζύγου της τα παρήγγειλε και τα επιμελήθηκε η ίδια, ενώ είναι τα μοναδικά που έχουν μορφές αυτοκρατόρων και όχι αποστόλους, ευαγγελιστές, μάρτυρες ή σκηνές από τη ζωή του Χριστού.
Η Λίλι ξέρει τόσο πικάντικες λεπτομέρειες από τη ζωή της Θεοδώρας που μας κάνουν να αισθανόμαστε λίγο άβολα που τις ακούμε μέσα σε μια εκκλησία. Τύφλα να ’χει το «Game of Thrones».
Μέχρι να δούμε και τα συγκλονιστικά ψηφιδωτά του μαυσωλείου (που όπως λαμπυρίζουν στο φως που μπαίνει από τις αλαβάστρινες πλάκες των παραθύρων σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι έχεις πάρει κάποιο παραισθησιογόνο) έχουμε μάθει όλη της την πορεία από το στάτους της πιο διάσημης πόρνης της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι αυτό της συζύγου του Ιουστινιανού και της αυτοκράτειρας. Περιττό να πω ότι το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις επέστρεψα στην Αθήνα ήταν να αγοράσω το βιβλίο του Προκόπιου.
Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς, Βυζαντινός λόγιος από την Παλαιστίνη, κατέγραψε σε δύο ιστορικά έργα του τα γεγονότα της περιόδου 527-554 με μεγάλες λεπτομέρειες – στα οκτώ βιβλία του «Υπέρ των πολέμων λόγοι» περιγράφει τις νικηφόρες εκστρατείες του Βελισάριου και στα έξι βιβλία του «Περί Κτισμάτων» υμνεί τα οικοδομήματα που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Στο τρίτο του βιβλίο, «Απόκρυφη Ιστορία», που προφανώς κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, προσπαθεί να αποδομήσει την εικόνα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, περιγράφοντας περιστατικά που φτάνουν στα όρια του πορνογραφήματος, κυρίως από την πορεία της Θεοδώρας μέχρι να γίνει αυτοκράτειρα, αλλά και όλα τα σκάνδαλα και τις πλεκτάνες που έκαναν ως ζεύγος. Κατά τον ίδιο, ήταν το πιο δόλιο, διπρόσωπο και ύπουλο που κυβέρνησε ποτέ.
Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς τόσο παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή όσο αυτή. Συχνά πήγαινε σε συμπόσια μαζί με δέκα ή περισσότερους νεαρούς, όλοι τους εξαιρετικά γεροδεμένοι, που είχαν κάμει δουλειά τους τη λαγνεία, και επιδιδόταν σε ολονύκτια όργια με όλους μαζί τους συνδαιτυμόνες.
Το 330 μ.Χ. και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Α’ (του Μέγα) η Κωνσταντινούπολη έγινε η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν η μεγαλύτερή της μητρόπολη με περισσότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους, μια πόλη με πλούτο και χλιδή, μεγαλειώδη δημόσια κτίρια και εκκλησίες, αλλά και με πολλή μιζέρια και άθλιες συνθήκες στους σκοτεινούς, βρόμικους δρόμους όπου ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Η βασική αρτηρία της πόλης, η Mέση Οδός, διέσχιζε ολόκληρο το κέντρο μέχρι και το Μεγάλο Παλάτι όπου ζούσε ο αυτοκράτορας με την οικογένειά του και τους αυλικούς, ενώ πολύ κοντά ήταν η Αγία Σοφία, τα πιο σημαντικά υπουργεία της αυτοκρατορίας και ο Ιππόδρομος, ο οποίος συνδεόταν απευθείας με το παλάτι και έπαιζε σημαντικό ρόλο και σε ιδεολογικό επίπεδο, γιατί, εκτός από την ψυχαγωγία, λειτουργούσε και ως πολιτικός θεσμός. Μέσα από τα αγωνίσματα του Ιπποδρόμου και τη λαϊκή συμμετοχή δημιουργήθηκαν φατρίες (οι κυρίαρχες ήταν οι Πράσινοι, η μπουρζουαζία, και οι Βένετοι, η αριστοκρατία) που καταλάμβαναν ξεχωριστές κερκίδες στη δυτική πτέρυγα του Ιπποδρόμου και απέναντι από το κάθισμα του αυτοκράτορα. Σταδιακά απέκτησαν χαρακτηριστικά πολιτικών ή θρησκευτικών παρατάξεων, μέσα από τις οποίες ο Ιππόδρομος εξελίχθηκε σε τόπο δημόσιας έκφρασης.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά για τον βίο της Θεοδώρας; Μεγάλη, γιατί εκείνη την εποχή η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα μέρος όπου κατέφευγαν χιλιάδες φτωχοί άνθρωποι από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας με την ελπίδα να αρπάξουν μια ευκαιρία και να εξελιχθούν. Ήταν μια πόλη νεόπλουτων, οι οποίοι όφειλαν τις τιμές και τον πλούτο τους στις ίντριγκες του παλατιού.
Ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας της Θεοδώρας, ο Ακάκιος, που ήρθε με την οικογένειά του από κάποιο μέρος της Ασίας γύρω στο 500 μ.Χ. και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, δουλεύοντας ως αρκτοτρόφος της φατρίας των Πρασίνων στον Ιππόδρομο.
«Υπήρχε στο Βυζάντιο ένας κάποιος Ακάκιος, φύλακας των θηρίων στο τσίρκο (σ.σ. εννοεί τον Ιππόδρομο), οπαδός των Πράσινων, ένας άνθρωπος απ’ αυτούς τους επονομαζόμενους αρκουδιάρηδες», γράφει ο Προκόπιος.
«Αυτός ο άνθρωπος πέθανε στα χρόνια που ήταν αυτοκράτορας ο Αναστάσιος και άφησε τρεις κόρες, την Κομιτώ, τη Θεοδώρα και την Αναστασία, από τις οποίες η μεγαλύτερη δεν ήταν ακόμα εφτά χρόνων. Η γυναίκα του ξέπεσε και βρήκε άλλον άντρα με την ελπίδα ότι θα αναλάμβανε τη φροντίδα του σπιτιού, όπως και τη δουλειά στο τσίρκο. Αλλά ο πρώτος χορευτής των Πράσινων, Αστέριος το όνομα, πληρώθηκε από κάποιον άλλο για να τους διώξει από τη θέση αυτή και την έδωσε, χωρίς καμία δυσκολία, στον άνθρωπο που του είχε δώσει τα χρήματα.
Οι χορευτές, βλέπετε, μπορούσαν να κανονίζουν όπως ήθελαν κάτι τέτοιες υποθέσεις. Η γυναίκα, όμως, όταν βεβαιώθηκε πως όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στο τσίρκο, φόρεσε στεφάνι στο κεφάλι και στα χέρια των κοριτσιών της και τις έβαλε να καθίσουν ως ικέτισσες.
Οι Πράσινοι, βέβαια, αρνήθηκαν κατηγορηματικά να δεχτούν την ικεσία, οι Βένετοι όμως τους έδωσαν μια ανάλογη θέση, επειδή και ο δικός τους φροντιστής των θηρίων είχε πεθάνει πρόσφατα.
Όταν λοιπόν τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν, η μητέρα τους τα έβαλε αμέσως στη σκηνή του τσίρκου γιατί ήταν όμορφα κορίτσια. Δεν τις έβγαλε όμως συγχρόνως και τις τρεις, αλλά τη στιγμή που καθεμιά τους φάνηκε να ωριμάζει.
Η πρώτη λοιπόν, η Κομιτώ, είχε ήδη κατακτήσει διακεκριμένη θέση ανάμεσα στις εταίρες του καιρού της· η δεύτερη, η Θεοδώρα, φορώντας έναν κοντό χιτώνα με μακριά μανίκια σαν αυτούς που φοράνε οι μικρές σκλάβες, την ακολούθησε υπηρετώντας τη σε καθετί και κουβαλώντας στους ώμους της το σκαμνί, πάνω στο οποίο εκείνη συνήθιζε να κάθεται στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
Εκείνη την εποχή η Θεοδώρα δεν είχε ακόμα ωριμάσει κι έτσι δεν ήταν καθόλου σε θέση να πέσει σε κρεβάτι με έναν άνδρα και να συνευρεθεί μ’ αυτόν σαν γυναίκα, γι’ αυτό και επιδιδόταν σε ένα είδος ασέλγειας ανδρικού τύπου με κάτι πανάθλιους τύπους, και μάλιστα δούλους, που ακολουθούσαν τους αφέντες τους στο θέατρο και έβρισκαν περιστασιακά την ευκαιρία να κάνουν την ολέθρια αυτή πράξη· αλλά και στο μπορντέλο καταγινόταν αρκετές ώρες με με αυτή την παρά φύσιν σωματική ενέργεια.
Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμασε επιτέλους, άρχισε να απασχολείται στο θέατρο κι έγινε αμέσως το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν παρακατιανές. Ούτε αυλό έπαιζε, ούτε τραγουδούσε, ούτε καν έκανε τη χορεύτρια, αλλά μόνο πρόσφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα, ασκώντας το επάγγελμα μ’ όλο της το σώμα.
Αργότερα άρχισε ν’ ανακατεύεται σε όλες τις δουλειές του θεάτρου μαζί με τους κωμικούς ηθοποιούς κι έπαιρνε μέρος μαζί τους στις παραστάσεις που δίνονταν εκεί, βοηθώντας τους γελωτοποιούς με διάφορες αισχρολογίες. Ήταν πρώτη στα αστεία και στα πειράγματα και, γι’ αυτά της τα καμώματα γρήγορα έγινε περιζήτητη.
Η γυναίκα αυτή ήταν τελείως ξετσίπωτη και κανείς δεν την είδε ποτέ να κοκκινίζει, αλλά προσέφερε αναίσχυντες υπηρεσίες χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και ήταν τέτοιος τύπος που, όταν έτρωγε χαστούκια και κατακεφαλιές, χαριεντιζόταν και έσκαζε στα γέλια και, βγάζοντας τα ρούχα της, τα έδειχνε όλα θεόγυμνα στον πρώτο τυχόντα και από μπρος και από πίσω, ενώ το σωστό είναι αυτά τα πράγματα να μένουν κρυμμένα από τα μάτια των ανδρών.
Τους εραστές της τους βαριόταν και τους κορόιδευε και τα κατάφερνε πάντα να κερδίζει τις ακόλαστες ψυχές τους δείχνοντάς τους με καμάρι όλο και πιο ασυνήθιστα κόλπα στο κρεβάτι. Σε κανέναν από αυτούς που συναναστρεφόταν δεν καταδεχόταν να αφήσει την πρωτοβουλία, αντίθετα εκείνη τους ερέθιζε όλους, ακόμα και τ’ αμούστακα παιδιά, λέγοντας πρόστυχα αστεία και κουνώντας ξεδιάντροπα τον πισινό της.
Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς τόσο παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή όσο αυτή. Συχνά πήγαινε σε συμπόσια μαζί με δέκα ή περισσότερους νεαρούς, όλοι τους εξαιρετικά γεροδεμένοι, που είχαν κάμει δουλειά τους τη λαγνεία, και επιδιδόταν σε ολονύκτια όργια με όλους μαζί τους συνδαιτυμόνες. Ύστερα, όταν δεν έμενε καμία πνοή σε κανέναν από αυτούς, πήγαινε κι έβρισκε τους υπηρέτες τους, πολλές φορές καμιά τριανταριά, και ζευγάρωνε με έναν-έναν απ’ αυτούς, αλλά ούτε έτσι μπορούσε να χορτάσει τη λαγνεία της.
Μια φορά που είχε πάει στο σπίτι ενός διακεκριμένου προσώπου, κι ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες την κοίταζαν πιωμένοι, καθώς λένε, ανέβηκε στην άκρη του ανάκλιντρου πλάι στα πόδια τους και, σηκώνοντας με τον πιο αηδιαστικό τρόπο τα φουστάνια της, θεώρησε καλό να τους κάμει επιτόπου μια επίδειξη λαγνείας. Κι ενώ δούλευε και με τις τρεις τρύπες μαζί, κατηγορούσε τη φύση, παραπονούμενη που δεν της είχε κάμει πιο φαρδιές και τις τρύπες των μαστών της ώστε να μπορεί να σκαρφίζεται κι άλλα κόλπα συνουσιαζόμενη και από κει. Συχνά βέβαια έμενε έγκυος, αλλά μεταχειριζόμενη διάφορα κόλπα, τα κατάφερνε αμέσως να αποβάλλει.
Πολλές φορές μάλιστα γδυνόταν ακόμα και στο θέατρο, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και στεκόταν ανάμεσα στους θεατές γυμνή, φορώντας μόνο μια ποδίτσα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία, όχι όμως επειδή ντρεπόταν να τα δείξει ακόμα κι αυτά στον κόσμο, αλλά επειδή δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να παρουσιάζεται ολωσδιόλου γυμνός στο θέατρο· έπρεπε να φοράει τουλάχιστον ένα διάζωμα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία. Μ’ αυτό, λοιπόν, το ντύσιμο ξάπλωνε κατάχαμα και κειτόταν ανάσκελα.
Μερικοί θήτες, που έπαιζαν κατά κανόνα τον ρόλο αυτόν, της έριχναν πάνω στο αιδοίο της κριθάρι, που το έπιαναν σπυρί-σπυρί και το έτρωγαν χήνες γυμνασμένες επί τούτω. Εκείνη όχι μόνο σηκωνόταν χωρίς να κοκκινίζει, αλλά και φαινόταν να περηφανεύεται γι’ αυτή την παράσταση. […]
Αργότερα έφυγε μαζί με τον Εκηβόλο, έναν άνδρα από την Τύρο που είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πενταπόλεως, για να του προσφέρει τις πιο αισχρές υπηρεσίες, αλλά κάτι του έκαμε του ανθρώπου γιατί την έδιωξε άρον-άρον από εκεί· γι’ αυτό λοιπόν βρέθηκε χωρίς κανέναν πόρο ζωής, και από τότε τα ’βγαζε πέρα με τον συνηθισμένο της τρόπο, πουλώντας άνομα το κορμί της.
Αρχικά λοιπόν πήγε στην Αλεξάνδρεια. Έπειτα, αφού γύρισε όλη την Ανατολή, ξεκίνησε να επιστρέψει στο Βυζάντιο, ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελμά της, που αν άνθρωπος το κατονόμαζε, ποτέ, νομίζω, δεν θα το συγχωρούσε ο Θεός, σαν να μην άντεχαν οι ουράνιες δυνάμεις να μείνει τόπος κανείς που να μη γνωρίσει την ακολασία της Θεοδώρας».
Το 517, που η Θεοδώρα ακολούθησε τον Εκηβόλο στη Λιβύη, πεθαίνει ο αυτοκράτορας Αναστάσιος και ανεβαίνει στο θρόνο ο Ιουστίνος, έτσι ο ανιψιός του ο Ιουστινιανός ονομάζεται πατρίκιος. Μέχρι να επιστρέψει η Θεοδώρα στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιουστινιανός έχει γίνει κόμης των Δομεστίκων και είναι σύμβουλος του βασιλιά.
Το 520, μετά από περιπλανήσεις τριών χρόνων και μία ατζέντα που περιλάμβανε πολλά πρόσωπα της αριστοκρατίας που βρίσκονται κοντά στον Ιουστινιανό, η Θεοδώρα επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας μαζί της μια νόθα κόρη.
«Έτσι λοιπόν γεννήθηκε κι ανατράφηκε η γυναίκα αυτή κι έτσι έγινε περιβόητη ανάμεσα σε πολλές δημόσιες γυναίκες και σε όλους τους ανθρώπους», γράφει ο Προκόπιος. «Αλλά μόλις έφτασε πάλι στο Βυζάντιο, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός με παράφορο έρωτα. Στην αρχή τη συναναστρεφόταν ως ερωμένη, μολονότι την είχε εξυψώσει στο αξίωμα της πατρικίας.
Η Θεοδώρα, λοιπόν, τα κατάφερε να αποκτήσει υπέρμετρη δύναμη και τεράστια πλούτη γιατί για τον άνθρωπο αυτόν –όπως συμβαίνει συχνά με τους τρελά ερωτευμένους‒ το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο ήταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπημένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσμου.
Όσο για το κράτος, καιγόταν σαν προσάναμμα για χάρη αυτού του έρωτα. Με τη βοήθεια της Θεοδώρας εκείνος προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές στον λαό, όχι μόνο στο Βυζάντιο, αλλά σε όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Καθώς και οι δύο ανήκαν από παλιά στην παράταξη των Βένετων, έδωσαν όλο το ελεύθερο στα μέλη αυτής της φατρίας να χειρίζονται τις κρατικές υποθέσεις».
Ο Ιουστινιανός ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της και ο αγαπημένος ανιψιός του πολύ ηλικιωμένου Ιουστίνου, με προοπτικές να γίνει μια μέρα αυτοκράτορας. Η Θεοδώρα τον εντυπωσιάζει με την ομορφιά και την ευφυΐα της και αμέσως γίνονται ζευγάρι.
Στα μάτια του Ιουστινιανού η Θεοδώρα είναι περισσότερο μια πριγκίπισσα παρά μια κοπέλα της κατώτερης τάξης που πέρασε από Ιππόδρομο και πορνεία, έτσι της δίνει τον τίτλο της πατρικίας και την παρουσιάζει στο παλάτι, αλλά η ηλικιωμένη αυτοκράτειρα Ευφημία, σύζυγος του Ιουστίνου, δεν θέλει ούτε να ακούσει για το ενδεχόμενο γάμου.
«Όσο ζούσε ακόμα η αυτοκράτειρα Ευφημία, ο Ιουστινιανός με καμία δύναμη δεν μπορούσε να παντρευτεί νόμιμα τη Θεοδώρα. Γιατί μόνο σε αυτό το θέμα του αντιτάχθηκε η αυτοκράτειρα, μολονότι ποτέ δεν του έφερνε αντιρρήσεις. […] Αλλά λίγο αργότερα ήρθε η ώρα κι η αυτοκράτειρα πέθανε.
Όσο για τον αυτοκράτορα, που είχε ξεμωραθεί ολωσδιόλου και ήταν γέρος πια στα τελευταία του, οι υπήκοοί του τον περιγελούσαν. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία και τον περιφρονούσαν όλοι, μια και δεν ήξερε τι του γινόταν. Τον Ιουστινιανό, αντίθετα, τον καλόπιαναν από τον μεγάλο τους φόβο, επειδή έσπερνε παντού τη σύγχυση και την ταραχή, δημιουργώντας έναν αδιάκοπο κυκεώνα.
Τότε, λοιπόν, βάλθηκε να κάμει τους αρραβώνες του με τη Θεοδώρα. Επειδή όμως ένας άντρας που είχε φτάσει ως το αξίωμα του συγκλητικού ήταν αδύνατο να παντρευτεί μια εταίρα, πράγμα που απαγορευόταν από τους παμπάλαιους νόμους της πρώιμης εποχής, αναγκάστηκε ο αυτοκράτορας να ακυρώσει τους νόμους αυτούς με νέο νόμο και από τότε ζούσε μαζί με τη Θεοδώρα ως νόμιμη σύζυγό του κι έδωσε και στους άλλους την ευχέρεια να παντρεύονται εταίρες. Ύστερα καταχράστηκε πραξικοπηματικά την αυτοκρατορική εξουσία, κατασκευάζοντας μια πλαστή δικαιολογία για να συγκαλύψει την παραβίαση των θεσμών: τον αναγόρευσαν αυτοκράτορα των Ρωμαίων μαζί με τον θείο του οι πιο τρανοί αξιωματούχοι, οδηγημένοι στην απόφαση αυτή από υπερβολικό φόβο.
Έτσι, λοιπόν, ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα στέφθηκαν αυτοκράτορες τρεις ημέρες πριν από τη γιορτή του Πάσχα, τότε ακριβώς που δεν επιτρέπεται ούτε να ασπαστείς κανέναν ούτε να χαιρετήσεις λέγοντας “ειρήνη ημίν”. Λίγες μέρες αργότερα ο Ιουστίνος πέθανε από αρρώστια, μετά από βασιλεία εννέα ετών, και μόνος αυτοκράτορας ήταν πια ο Ιουστινιανός με τη Θεοδώρα. […]
Ούτε ένας από τους συγκλητικούς δεν τόλμησε, τη στιγμή που έβλεπε την πολιτεία να στεφανώνεται μ’ αυτό το αίσχος, να δείξει τη δυσφορία του και να απαγορεύσει την πράξη, μολονότι έμελλε στο εξής να προσκυνούν όλοι τους της Θεοδώρα σαν θεά. Ούτε όμως και κανένας ιερέας παραπονέθηκε φανερά κι ας επρόκειτο κι αυτοί επίσης να την προσφωνούν δέσποινα. Κι ο δήμος, που προηγουμένως έβλεπε τις επιδείξεις της στο θέατρο, εντελώς άπρεπα τώρα, θεώρησε καλό να υψώσει τα χέρια ικετεύοντάς τη να τον κάμει δούλο της στα λόγια και στην πράξη.
Ούτε κανείς στρατιώτης αγανάκτησε που επρόκειτο να υφίσταται τους κινδύνους των στρατοπέδων για τα συμφέροντα της Θεοδώρας ούτε κανένας άλλος στον κόσμο βρέθηκε να της αντιταχθεί, αλλά όλοι, φαντάζομαι, γονατισμένοι από τη σκέψη ότι έτσι τους ήταν γραφτό, επέτρεψαν να συντελεστεί το μίασμα αυτό, σαν να είχε κάμει επίδειξη της δύναμής της η τύχη, που, καθώς ξέρουμε, διαφεντεύει όλα τα ανθρώπινα και δεν τη νοιάζει καθόλου αν είναι φυσικά όσα γίνονται ούτε αν νομίζουν οι άνθρωποι ότι αυτά συντελούνται σύμφωνα με τη λογική. […]
Όσο για τη Θεοδώρα, είχε όμορφο πρόσωπο και ήταν γενικά χαριτωμένη, κοντή όμως και χωρίς κόκκινα μάγουλα, όχι βέβαια ολωσδιόλου κιτρινιάρα, αλλά μάλλον χλομή και είχε πάντα ένα βλέμμα έντονο και διαπεραστικό. Δεν θα έφτανε βέβαια ολόκληρη η αιωνιότητα για να αφηγηθεί κανείς τα περισσότερα απ’ όσα αυτή είχε ζήσει στο θέατρο».
Όσα περιγράφει ο Προκόπιος ακούγονται εξωφρενικά, ειδικά όταν έχεις σχηματίζει μια εντύπωση για το αυτοκρατορικό ζεύγος -για την οποία, βέβαια, φρόντισαν οι ίδιοι. Ο Ιουστινιανός πλήρωσε τον Προκόπιο με υπέρογκο ποσό για να γράψει ύμνους στο «Περί Κτισμάτων», η Θεοδώρα παρουσιαζόταν ως αγία και κανείς δεν τόλμησε να την αμφισβητήσει όσο ζούσε, αποτύπωσε μάλιστα τη μορφή της στην εκκλησία του Αγίου Βιταλίου μην τυχόν και ξεχαστεί στο χρόνο, κι άφησε το μονόγραμμά της εκατοντάδες φορές (!) σε σημεία της Αγίας Σοφίας όταν την αναστήλωσε μετά την Στάση του Νίκα, σκαλισμένο στην Αγία Τράπεζα, ενσωματωμένο στους τοίχους, πάνω στα τούβλα, στις κολώνες, στον θόλο.
Κανείς δεν ξέρει τι έγινε και ο Προκόπιος έγραψε το κρυφό βιβλίο με τους λιβέλους. Αν τον εξόργισαν και ήθελε να τους εκδικηθεί ή αποφάσισε να γράψει την αλήθεια για να την κάνει γνωστή στον κόσμο.
«Η αξιοπιστία όσων αναφέρει στην “Απόκρυφη Ιστορία” αμφισβητούνται γιατί ακούγονται υπερβολικά και κουτσομπολίστικα, αλλά όχι η ιστορική τους αλήθεια» μας λέει η Λίλι, «τα περισσότερα από τα γεγονότα αναφέρονται και σε άλλες πηγές της εποχής. Η “Απόκρυφη Ιστορία” δεν είναι ένα βιβλίο μυθοπλασίας».
Όταν η Θεοδώρα αναγκάστηκε να ικετεύσει τους Πράσινους στον Ιππόδρομο και αυτοί χλεύασαν και ταπείνωσαν δημόσια την οικογένειά της ήταν μικρό κοριτσάκι, ωστόσο ορκίστηκε ότι μια μέρα θα τους εκδικηθεί. Όταν μετά την Στάση του Νίκα μπήκε με τον στρατό στον Ιππόδρομο για να τιμωρήσει τους στασιαστές, κυρίως μέλη των Πράσινων, έδωσε την εντολή να κλειδώσουν τις πόρτες και να αποκεφαλίσουν τρεις χιλιάδες ανθρώπους χωρίς έλεος. Σχεδόν όλοι ήταν εκπρόσωποι της φατρίας που της είχαν αρνηθεί τη βοήθεια.
Το ζευγάρι, όπως το παρουσιάζει ο Προκόπιος, είναι χειρότερο από την Σέρσεϊ και τον Τζόφρι (του Game of Thrones) μαζί:
«Για μεγάλο διάστημα, είν’ αλήθεια, όλοι νόμιζαν ότι αυτοί οι δύο ήταν αντίθετοι μεταξύ τους και στις γνώμες και στα έργα, ύστερα όμως αποκαλύφθηκε ότι οι ίδιοι από κοινού είχαν καλλιεργήσει επίτηδες την εντύπωση αυτή για να μην ομονοήσουν οι υπήκοοί τους και επαναστατήσουν εναντίον τους, αλλά να είναι διχασμένες οι γνώμες όλων γι’ αυτούς.
Πρώτα λοιπόν έβαλαν τους χριστιανούς να μάχονται ο ένας τον άλλον και με το πρόσχημα ότι ακολουθούν αντίθετους δρόμους, στα αντιλεγόμενα τουλάχιστον ζητήματα, έσπειραν ανάμεσά τους τη διχόνοια.
Έπειτα δίχασαν τους στασιαστές. Η μεν Θεοδώρα καμωνόταν ότι υποστήριζε με όλες της τις δυνάμεις τους Βένετους και, παρέχοντάς τους πλήρη ελευθερία δράσεως εναντίον των αντιπάλων τους, τούς έδωσε εντελώς άπρεπα το δικαίωμα να εγκληματούν και να χρησιμοποιούν βία προξενώντας αθεράπευτα κακά.
Ο Ιουστινιανός εξάλλου έκανε τάχα πως αγανακτούσε κι οργιζόταν μυστικά, αλλά δεν ήταν σε θέση ν’ αντισταθεί ευθέως στη γυναίκα του. Συχνά οι δυο τους ακολουθούσαν αντίθετους δρόμους, δίνοντας την εντύπωση πως κυβερνάει πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Ο ένας δηλαδή πρόβαλλε την αξίωση να τιμωρηθούν οι Βένετοι ως εγκληματίες και η άλλη καμωνόταν πως αγανακτούσε και δυσφορούσε επειδή τάχα, καθώς έλεγε, είχε υποταχθεί παρά τη θέλησή της στη γνώμη του ανδρός της.
Ωστόσο οι στασιαστές Βένετοι φάνηκαν οι πιο συνετοί, κι αυτό επειδή δεν θεωρούσαν καθόλου δίκαιο να ασκούν εναντίον των γειτόνων τους όση βία τούς επιτρεπόταν· στις αντιπαραθέσεις που γίνονταν στις δίκες κάθε πλευρά έκανε τάχα πως υπερασπίζει τον έναν από τους αντιδίκους, κι ας ήταν αναπόφευκτο να κερδίσει εκείνος από τους δυο που συνηγορούσε για το άδικο, κι έτσι αυτοί καρπώνονταν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που διεκδικούσαν οι αντίδικοι.
Αυτός λοιπόν ο αυτοκράτορας, συγκαταλέγοντας πολλούς απ’ αυτούς ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους, τους έδινε το δικαίωμα να αυθαιρετούν και να διαπράττουν όσα εγκλήματα ήθελαν εις βάρος του κράτους. Μόλις όμως γινόταν γνωστό ότι είχαν συγκεντρώσει κάποια μεγάλα χρηματικά ποσά, αμέσως έρχονταν σε σύγκρουση με τη γυναίκα του, επειδή τάχα κάπως την είχαν θίξει.
Στην αρχή βέβαια αυτός παρουσιαζόταν ολοπρόθυμος να τους υποστηρίξει, αλλά ύστερα, αφήνοντας κατά μέρος την εύνοιά του προς τους ανθρώπους αυτούς, γινόταν ξαφνικά ολωσδιόλου αδιάφορος για όσα έκανε πριν με τόση προθυμία. Τότε αυτή τους κατέστρεφε ανεπανόρθωτα κι εκείνος, τάχα χωρίς να αντιλαμβάνεται τι γινόταν, άρπαζε αδιάντροπα ολόκληρη την περιουσία τους.
Μ’ όλα αυτά τα τεχνάσματα, πάντα ομονοώντας μεταξύ τους, αλλά προσποιούμενοι ενώπιον των άλλων ότι διαφωνούσαν, κατόρθωσαν, διχάζοντας τους υπηκόους τους, να ενισχύσουν και να διασφαλίσουν στο έπακρο την τυραννική τους εξουσία».
Βέβαια, αυτή είναι η κατά Προκόπιον εκδοχή για το παρελθόν της Θεοδώρας μέχρι να παντρευτεί τον Ιουστινιανό. Η Θεοδώρα δεν ήταν μόνο ξεδιάντροπη και δόλια∙ ως αυτοκράτειρα πέρασε νόμους για τα δικαιώματα των γυναικών που ακόμα και σήμερα ακούγονται πρωτοπόροι, αυτό όμως είναι άλλο στόρι, που έχει από μόνο του ενδιαφέρον.
Έμεινε στη θέση της αυτοκράτειρας μέχρι το τέλος της ζωής της και κυβέρνησε μια ολόκληρη αυτοκρατορία πολύ πετυχημένα για είκοσι ένα χρόνια. Πέθανε από καρκίνο μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου του 548. Άφησε πίσω της τρεις γιους και μία κόρη, κανένα όμως από τα παιδιά της δεν ήταν του Ιουστινιανού…