Ο κόσμος που φτάνει για το σόου του Αμερικανού σχεδιαστή Rick Owens (Ρικ Όουενς) στο Παρίσι στο Palais de Tokyo είναι πολύ διαφορετικός από αυτούς που κάθονται στην πρώτη σειρά στα σόου των άλλων σχεδιαστών. Φοράνε τα γκροτέσκα και λαμπερά ρούχα του, που εδώ και τριάντα χρόνια «δεν φεύγουν από τη μόδα», που τα λατρεύουν με θρησκευτική σχεδόν πίστη, σαν να ανήκουν σε φυλή, σαν άνθρωποι διαφορετικοί που θέλουν να εκφράζονται με τη γλώσσα που επέλεξαν και αδιαφορούν αν θα τους καταλάβουν οι άλλοι.
Πρωταγωνίστρια του σόου ακόμα και από τα παρασκήνια είναι η Michèle Lamy (Μισέλ Λαμί) που σαν σαμάνος ελέγχει τα πάντα πριν καθίσει στις ειδικές θέσεις με τους καλεσμένους της, αδιαφορώντας για το πρωτόκολλο, την κριτική και τους συντάκτες μόδας που έχουν συρρεύσει από όλο τον πλανήτη.
Ο Ρικ Όουενς είναι 62 ετών, η Μισέλ Λαμί 80. Οι δυο τους έχουν χτίσει μια αυτοκρατορία, χωρίς να έχουν πουλήσει μισή μετοχή, και ο Όουενς είναι ένας από τους λίγους ανεξάρτητους σχεδιαστές παγκοσμίως. Ενώ εξακολουθεί να βάφει μαύρα τα μακριά μαλλιά του και να βρίσκεται στην κορυφή, σκέφτεται ότι θα πρέπει να πάρει αποφάσεις για να μη γίνει καρικατούρα, σαν ανθρώπους τους οποίους θαύμαζε και έχουν καταρρεύσει, όπως λέει στους ΝΥΤ, αλλά να συνεχίσει να «διαφθείρει τον κόσμο».
Ο λόγος όμως που κεντρίζει το ενδιαφέρον των ανθρώπων είναι ότι έχει ένα μοναδικό «μάτι» που μπορεί να δει τη μεγάλη εικόνα, ενώ η ίδια τους η κοινή ζωή είναι ένας δημιουργικός τόπος και όχι με τους όρους του σύγχρονου lifestyle.
Η Μισέλ Λαμί, από την άλλη, είναι ασταμάτητη. Έχει αξιοζήλευτα επίπεδα ενέργειας. Έκανε πρόσφατα την επιμέλεια μια έκθεσης με έπιπλα και φωτιστικά στην Carpenters Workshop Gallery στο Ντουμπάι, με σχέδια των Ρικ Όουενς, Studio Drift και Nacho Carbonell, ετοιμάζει πάντα ένα επόμενο πρότζεκτ, κάνει πυγμαχία καθημερινά, γράφει τραγούδια και, όπως ο Όουενς, είναι το παράδειγμα για έναν άλλο τρόπο ύπαρξης, ως μια υπερβολική εκδοχή του πιο αληθινού εαυτού τους. Είναι μια γυναίκα που συνδέει ανθρώπους, ιδέες, επιρροές, υποκουλτούρες, με απαράμιλλη χάρη και πειθώ. Πρόκειται για μια ηγετική φιγούρα: επιχειρηματίας, οραματίστρια, style icon, αρχηγός συγκροτήματος, επιμελήτρια εκθέσεων και πρότζεκτ, εξαιρετικά πολυμαθής, μια προσωπικότητα μοναδική παγκοσμίως.
Συχνά την αποκαλούν σύζυγο του Όουενς, κάτι που η ίδια έχει συνηθίσει πλέον να ακούει, όσο και αν ο τίτλος την αδικεί. Παρά την παραδοχή ότι με τον Όουενς έχουν γίνει γνωστοί ως ένα από τα ζευγάρια με τη μεγαλύτερη επιρροή στη μόδα –τόσο για την ομώνυμη ετικέτα του Όουενς όσο και για κοινές συλλογές επίπλων που είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες στον κόσμο– και ότι αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά και εμβληματικά δίδυμα της μόδας, ο κόσμος εξακολουθεί να την αποκαλεί «μούσα». «Νομίζω ότι οι άνθρωποι το λένε μόνο όταν δεν ξέρουν τι να πουν» λέει στο Les Inrocks.
«Επειδή είμαστε τόσο καιρό μαζί, έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν κάνω τίποτα ή ότι δεν ξέρω τι κάνω. Νομίζω ότι όταν μια γυναίκα έχει έναν περίπλοκο, απροσδιόριστο ρόλο σε μια σχέση, οι άνθρωποι δεν μπορούν να το εξηγήσουν, επομένως βασίζονται σε στερεότυπα – με βλέπουν ως μια παθητική μούσα».
Ο λόγος όμως που κεντρίζει το ενδιαφέρον των ανθρώπων είναι ότι έχει ένα μοναδικό «μάτι» που μπορεί να δει τη μεγάλη εικόνα, ενώ η ίδια τους η κοινή ζωή είναι ένας δημιουργικός τόπος και όχι με τους όρους του σύγχρονου lifestyle. Φτιάχνουν ρούχα σαν τις ποιητικές τους φαντασιώσεις, σχεδιάζουν έπιπλα ανάμεσα στα οποία θα ήθελαν να ζήσουν, σχεδιάζουν το περιβάλλον των ονείρων τους.
Η όψη της Μισέλ Λαμί θυμίζει μάγισσα ή ιέρεια βγαλμένη από αρχαίους πολιτισμούς και τη μαγική της ενέργεια την ανακαλούν όλοι όσοι θέλουν να γράψουν έστω και μία λέξη για εκείνη. Κατάμαυρα μαλλιά, μάτια βαμμένα με κολ, μια γραμμή στο μέτωπο «που τη συνδέει με τη γη», μαύρα δάχτυλα βαμμένα με χένα, μεγάλα ασημένια δαχτυλίδια σε κάθε δάχτυλο, χρυσά δόντια και βερβερικά τατουάζ, εμπνευσμένα από το πρώτο ταξίδι που έκανε στην Αφρική όταν ήταν 18 ετών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι δραστηριότητές της είναι κάτω από μια ομπρέλα που λέγεται «Lamyland», τη χώρα της, που είναι απλωμένη στις ηπείρους του κόσμου, που τη βρίσκεις όταν κάνει περφόρμανς με την Αμπράμοβιτς ή σχεδιάζει τα έπιπλα του Όουενς από τεράστιες πλάκες σπάνιου μαρμάρου χωρίς φλέβες, αναπτύσσοντας ένα διακαλλιτεχνικό, διεπιστημονικό και διαπολιτισμικό έργο που λίγοι μπορούν να τολμήσουν, με συνεργασίες με τους A$AP Rocky, Christeene, Ghetto Gastro, Juergen Teller και Jordan Wolfson.
Michele Lamy: Love, Money, God
Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της «αφηγήτρια». Κοιτάζει ατρόμητα και τολμηρά το μέλλον και «ακούει» την εποχή μας. «Υπάρχει τρόπος να είσαι στο σωστό μέρος με τους σωστούς ανθρώπους την κατάλληλη στιγμή, οπότε αυτό θέλεις να ακολουθήσεις για να δημιουργήσεις μια κουλτούρα» λέει στην Betsey Johnson, μια εμβληματική μορφή της μόδας, σχεδιάστρια και μούσα πολλών σχεδιαστών σε μια συζήτηση στο CR Fashion Book.
Στην ίδια συνέντευξη λέει ότι θαυμάζει τη Rei Kawakubo ως καλλιτέχνιδα της μόδας γιατί άνθρωποι σαν αυτήν, που κάνουν τα πάντα όπως θέλουν, είναι ένα κομμάτι όχι της μόδας αλλά του πολιτισμού. Το δηλώνει γιατί η Kawakubo, σε ένα κόσμο που όλα πουλιούνται σε κάποιον εμπορικό κολοσσό, διάλεξε να έχει τη δική της γωνιά και να είναι ανεξάρτητη. «Αυτός είναι ο τρόπος που νιώθω, αυτός είναι ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα (με τον Όουενς). Και προσπαθώ να υπάρχω με τον ίδιο τρόπο και να το εκφράσω. Λέω "να κάνεις το δικό σου", αρκεί να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να λειτουργήσει και να το διατηρήσεις. Μερικές φορές σκέφτομαι "τι κάνω;". Αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να είναι αλλιώς τα πράγματα. Ελπίζω στο τέλος της ημέρας να μπορώ να χαράξω μια γραμμή που έχει νόημα και με ικανοποιεί».
Οι πολλές ζωές της Μισέλ Λαμί
Για τη Μισέλ Λαμί έχουν πει τα πάντα. Ότι είναι Αλγερινή, Τσιγγάνα, ότι γεννήθηκε σε ένα στρατόπεδο για αντιστασιακούς στην κατεχόμενη Γαλλία, ότι τη μεγάλωσαν λύκοι στις Αρδέννες, ότι είναι έμπορος όπλων, βρικόλακας, μάγισσα και ότι είναι 1.600 ετών. Γεννήθηκε στη Jura της Γαλλίας, που σημαίνει «σκοτεινό δάσος» στα λατινικά, το 1944, κατάγεται από τα βουνά και εκεί αποδίδει η ίδια το πνεύμα ελευθερίας που τη διακατέχει. Ο παππούς της έφτιαχνε αξεσουάρ για έναν από τους πιο διάσημους couturier της Γαλλίας, τον Paul Poiret. Οι γονείς της πήραν μέρος στη γαλλική Αντίσταση και εκείνη, αφού σπούδασε νομικά και λογοτεχνία στη Λυών, έφτασε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Gilles Deleuze – μια κρίσιμη συνάντηση που την οδήγησε να πηγαίνει συχνά στην κλινική La Borde με τον Γάλλο φιλόσοφο και ψυχαναλυτή Félix Guattari. «Τον Μάη του '68 το Παρίσι ήταν φανταστικό, μετά έγινε καταθλιπτικό. Διασκεδάσαμε πολύ με τα ρούχα. Σήμερα, στο Παρίσι, ο δρόμος έχει γίνει πολύ βαρετός. Υπάρχουν καλλιτέχνες στον χώρο της μόδας, φυσικά, αλλά δεν καταλαβαίνω τις ιστορίες που λένε οι περισσότεροι από αυτούς». Στη συνέχεια εργάστηκε ως χορεύτρια καμπαρέ και περιόδευσε στη Γαλλία, πριν μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979.
Η νομαδική ψυχή της έφτασε στη Νέα Υόρκη και στο Chelsea Hotel, όπου γνώρισε τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Πέρασε από το Studio 54 και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε τον πειραματικό κινηματογραφιστή Ρίτσαρντ Νιούτον, δημιούργησε μια σειρά ρούχων που την ονόμασε «Lamy» και διηύθυνε δύο καλτ εστιατόρια/νυχτερινά κέντρα, τα Café des Artistes και Les Deux Cafés. Ήταν μια εμβληματική φιγούρα της νυχτερινής ζωής του Λος Άντζελες στα μέσα της δεκαετίας του '90. Το Les Deux Cafés ήταν σημαντικό για τη σκηνή του L.A. της δεκαετίας του '90. Η Μαντόνα, η Τζόνι Μίτσελ και η Σάρον Στόουν ήταν τακτικοί θαμώνες. Η Λαμί τραγουδούσε εκεί και έκανε νούμερα με στίχους του Λάνγκστον Χιουζ, ποιητή του Χάρλεμ της δεκαετίας του '20. Εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κάνει μουσική με την κόρη της, Σκάρλετ Ρουζ, ένα είδος βιομηχανικής ηλεκτρονικής μουσικής.
«Στα είκοσί μου, ήθελα να ξεφύγω από την πλούσια επαρχιακή μου ανατροφή, οπότε εγκατέλειψα τις σπουδές μου ως δικηγόρος για να κάνω στριπτίζ. Συμμετείχα στις διαδηλώσεις του Μάη του 1968 στο Παρίσι και στις αρχές της δεκαετίας του '70 ήθελα να γίνω ο Μπομπ Ντίλαν. Τη δεκαετία των τριάντα μου χρόνων την πέρασα ζώντας το καλιφορνέζικο όνειρο, περιτριγυρισμένη από καλλιτέχνες και γεννώντας την κόρη μου, Σκάρλετ Ρουζ. Τα σαράντα μου ήταν μια επιχειρηματική περίοδος στο Λος Άντζελες, όπου γνώρισα τον Ρικ Όουενς, και θα περάσω τα πενήντα μου απολαμβάνοντας τη ζωή μαζί του», έλεγε πριν τριάντα σχεδόν χρόνια.
Ενώ θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τη Λαμί να ζει οπουδήποτε, γιατί παντού θα συγκέντρωνε μια φυλή –τους σωστούς ανθρώπους στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή–, από το 1997 ως το 2003 μπορούσε κανείς να τη βρει στο εστιατόριο και κλαμπ της στο L.A., αλλά έχει πει ότι ένιωθε το Μπρονξ και τη Νέα Υόρκη σαν το σπίτι της γιατί μπορούσαν να κάνουν εκεί τρελά πράγματα με τον Όουενς. Μετακόμισαν στο Παρίσι τελικά, σε ένα πενταόροφο οίκημα στο 7ο διαμέρισμα το 2003, όπου ζουν και εργάζονται μέχρι σήμερα, και παντρεύτηκαν το 2006, όταν εκείνη ήταν 62 ετών και εκείνος 45.
Το ζευγάρι έφερε στη μόδα τις πιο πρωτότυπες φιγούρες που είχαμε δει, με μια νεωτερικότητα που κατέληξε να επηρεάζει βαθιά την κομψότητα της αρχής αυτής της χιλιετίας.
Η ίδια, πιο αινιγματική από τον κόσμο της μόδας, ξεχωρίζει με ένα look που είναι μοναδικά δικό της και με έναν αέρα αντικομφορμισμού που πνέει στη ζωή και τη δουλειά της. Φοράει πατσουλί και έχει τη βραχνάδα της καπνίστριας, τα χέρια της κινούνται συνεχώς ενώ μιλάει για καινούργιες ιδέες. Καταλαβαίνουμε γιατί ο Ρικ Όουενς, στις συνεντεύξεις του, την αποκαλεί «προσωπική του όμορφη μάγισσα». Μάλλον μια νεράιδα που ήξερε πώς να πραγματοποιεί όλες τις επιθυμίες του δημιουργού, όπως έκανε πάντα και με τις δικές της, αψηφώντας όλα τα όρια, χρονικά, χωροταξικά και τα πιο πεζά οικονομικά: «Δεν φοβήθηκα ποτέ τίποτα. Πάντα είχα αυτοπεποίθηση», λέει στο Les inrockuptibles.
Ένα μεγάλο ταξίδι που ξεκινά από το L.A.
Το 1990 η Μισέλ Λαμί είχε μια πολύπλευρη καριέρα και ποικίλες οικογενειακές υποχρεώσεις. Διηύθυνε μια επιχείρηση μόδας αξίας 10 εκατομμυρίων δολαρίων, είχε ένα κατάστημα λιανικής, το Traction Avenue στο Beverly Center, είχε ανοίξει ένα σπιτικό, γαλλικό μπιστρό, το Cafe des Artistes, στο Χόλιγουντ. Αυτά έγραφαν τότε οι «Los Angeles Times» για τη γυναίκα που η κόρη της ήταν σε ένα rock 'n' roll συγκρότημα, το Visiting Kids, και η ίδια σχεδίαζε δημοφιλή ελαστικά πλεκτά σαν κατασκευές, φανελάκια, τουνίκ, κολάν και σακάκια με περίεργες σιλουέτες που γίνονταν ανάρπαστα. Ήταν η εποχή του Star Trek, και τα ελαστικά κολάν, τα σακάκια που αγκάλιαζαν το σώμα και όλα τα παρόμοια, σύμφωνα με τα φουτουριστικά πρότυπα, έκαναν και την αντρική της σειρά περιζήτητη. Πριν από αυτό, έφτιαχνε πλαστικά κοσμήματα.
Ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Νιούτον και παραγωγός της πρώτης του ταινίας
«Η Λαμί είναι μια μικροκαμωμένη γυναίκα με διαπεραστικά μάτια, που φοράει κουρέλια και δένει τα μπορντό μαλλιά της με κορδέλες. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα του σώματος περισσότερο από τις άμεσες λεκτικές απαντήσεις. Η φωνή της είναι καπνίστριας με βαριά γαλλική προφορά. Η Γαλλίδα επαρχιώτισσα έχει γίνει μια από τις πιο γνωστές σχεδιάστριες ρούχων στο Λος Άντζελες» γράφουν οι «LA Times». «Το είδος της μόδας που κάνω δεν προορίζεται για τις πασαρέλες» έλεγε η ίδια. «Είναι φτιαγμένο για να το ζεις. Οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα ρούχα».
Τη συνέντευξη αυτή την έχει δώσει την ίδια χρονιά που γνωρίζει τον Ρικ Όουενς. Ήταν ήδη 11 χρόνια παντρεμένη και με τον άντρα της, όταν το μοντέρνο νυχτερινό κέντρο Flaming Colossus ήταν σε λειτουργία, είχαν ένα ειδικό τραπέζι για εκείνους και τους φίλους τους. Αργότερα, στο εστιατόριό της Cafe des Artistes έκανε τα δικά της σόου μόδας που έμοιαζαν περισσότερο με χάπενινγκ, χρησιμοποιώντας τους φίλους της καλλιτέχνες για μοντέλα. «Όλα είναι εντελώς απρογραμμάτιστα, υπάρχει κάτι απροσδόκητο σε κάθε γωνία», έλεγε ο συνεργάτης της, Brian Watson. «Αλλά είναι επίσης ικανή να εμπνεύσει λυσσαλέα αφοσίωση στους ίδιους ανθρώπους που βρίσκουν το στυλ διαχείρισής της ανορθόδοξο. Αν το απρόβλεπτο του χαρακτήρα της είναι πρόβλημα, είναι πρόβλημα για εμάς, όχι για εκείνη».
Ο ρόλος της φαίνεται να ήταν αυτός του Πυγμαλίωνα και όχι της μούσας στη σχέση της με τον Όουενς. «Προσέλαβα τον Ρικ και μου σχεδίασε μια ανδρική συλλογή. Εν ολίγοις, ήμουν εγώ που τον ανακάλυψα. Στην αρχή, ήμασταν ακόμα πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον. Ήμουν παντρεμένη, είχα μια κόρη, ακόμα κι αν δεν έκανα μια τυπική ζωή. Ακολούθησα το ένστικτό μου χωρίς να ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και καταλήξαμε να ζήσουμε μαζί. Ήταν μεγάλη έκπληξη. Εγώ ήμουν η ανάξια ηλικιωμένη κυρία και εκείνος το καλό αγοράκι», λέει.
Η Λαμί συνειδητοποίησε γρήγορα ότι με τον Όουενς είχε ένα πραγματικό ταλέντο στα χέρια της και έτσι η επιχείρηση κατασκευής ρούχων Λαμί μετατράπηκε σιγά σιγά σε αυτή του Όουενς. Όπως ήταν φυσικό, η Λαμί ήταν η πρώτη γυναίκα που έντυσε. Οι θαμώνες του Les Deux Cafes σχολίασαν τα ρούχα της και το όνομα του Ρικ Όουενς διαδόθηκε. Άρχισε να ντύνει διασημότητες όπως η Κόρτνι Λοβ και έκλεισε μια αποκλειστική συμφωνία με το Maxfield, το καλύτερο κατάστημα σχεδιαστών στο Λος Άντζελες. Το 2002 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη Νέα Υόρκη, στην Εβδομάδα Μόδας υπό την αιγίδα της Άννα Γουίντουρ της «Vogue». Λίγο αργότερα, βρήκε έναν Ιταλό επενδυτή και προσκλήθηκε να σχεδιάσει για τον γαλλικό οίκο γούνας Revillon. Έτσι, μετακόμισαν στο Παρίσι. Και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Στο Les Deux Cafes, που ήταν σαν σπίτι τους, τα έπιπλα ήταν εμπνευσμένα από τα στρατιωτικά υφάσματα του Joseph Beuys και υπήρχαν μονόχρωμα ρούχα και γρατζουνισμένα παπούτσια, ένας κόσμος όπου η φθορά έχει τη δική της ακεραιότητα. Ερχόταν εκεί όλη η underground σκηνή του L.A. αλλά και παραγωγοί και καλλιτέχνες, στυλίστες και σεφ. Η Λαμί τότε ονειρευόταν να μετατρέψει τη Χριστουγεννιάτικη Παρέλαση του Χόλιγουντ, μια κουραστική παράτα από θλιβερά άρματα και δευτεροκλασάτους ηθοποιούς, σε παγκόσμιας κλάσης γεγονός, με έμπνευση από τον Jean Paul Gould και την παρέλαση που είχε κάνει για τα 200 χρόνια της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Στη ζωή της έχουν αναμειχθεί τα πάντα, ο Μικ Τζάγκερ και ο Μπόι Τζορτζ, o A$AP Rocky και ο Gareth Pugh, ο Άγγλος σχεδιαστής τον οποίο πήρε υπό την προστασία της το 2004 και τον οποίο βοήθησε να ξεκινήσει το brand του. Το στυλ που βίωνε ως ιδέα, τρόπο ζωής, ελεύθερη στάση, ήταν εμπνευσμένο από το «A bout de souffle» και το «Pierrot le Fou» του Jean-Luc Godard και την κομψότητα του πατέρα της, που πάντα φορούσε ένα ελαφρώς φθαρμένο βελούδινο παντελόνι. «Είχε αυτήν με τα ρούχα τη σχέση που έχουν οι Άγγλοι αριστοκράτες, οι οποίοι δεν το βρίσκουν κομψό να φορούν ρούχα που είναι πολύ καινούργια» λέει.
Το παράξενο ζευγάρι Μισέλ Λαμί - Ρικ Όουενς φαίνεται να είναι το πιο αρμονικό της εποχής μας. Ο Όουενς την περιγράφει ως «μια μαγευτική σφίγγα». «Είμαι τόσο γοητευμένος από κάποιον που ενεργεί απόλυτα με βάση το ένστικτο και τα συναισθήματα. Μοιάζω τόσο ρεαλιστής και λογικός και βαρετός και συντηρητικός σε σύγκριση με αυτήν», λέει.
Στην ιστορία τους ο ένας είναι «το καλύτερο μισό» του άλλου. «Κάνουμε πράγματα μαζί, τα νιώθουμε μαζί, χτίζουμε μαζί ένα σπίτι. Είμαι εγώ που οδηγώ το καράβι, αλλά η δύναμη πίσω από τα ρούχα είναι o Ρικ», λέει. «Η έμπνευση μοιάζει σαν ρεύμα που μπορεί να περάσει ανάμεσά μας, εκπλήσσοντας ο ένας τον άλλον, προκαλώντας ο ένας τον άλλον. Για να το θέσω αλλιώς, δεν είμαι η βοηθός του Ρικ Όουενς. Ό,τι συμβαίνει μεταξύ μας γίνεται χωρίς να μιλάμε. Το όμορφο είναι να ζεις μαζί».
Είναι σπάνιο φαινόμενο να βλέπεις κάποιον να δημιουργεί το δικό του σύμπαν μέσα στο σύμπαν του άλλου, αλλά έχουν κάνει ακριβώς αυτό. Το στυλ τους είναι αδιαμφισβήτητο – ένας συνδυασμός ωμότητας και κομψότητας, νομαδισμού και goth, ένα είδος δημιουργικής καταστροφής που ζηλεύει η βιομηχανία της μόδας και η τέχνη. Οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται, παρά τις ζωές τους που συχνά είναι αρκετά ξεχωριστές λόγω των απαιτήσεων των προγραμμάτων τους. Αλλά εκείνη βρίσκει χρόνο για να ασχοληθεί και με τα δυο νεαρά εγγόνια της.
Μια πολυμαθής αφηγήτρια μέσα στην τέχνη
H πολιτιστικά πολυμαθής Λαμί πιστεύει ότι «οι ράπερ είναι οι ποιητές του σήμερα» και είναι ένας από τους πιο ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Είναι ένα δημιουργικό tour de force, σχεδιάζει κοσμήματα με τη Loree Rodkin, φτιάχνει μουσική με το συγκρότημα της LAVASCAR.
Στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2016 μεταμόρφωσε ένα παλιό πλοίο κοντέινερ σε πλωτό σαλόνι. Την ίδια χρονιά, ηχογράφησε τραγούδια με τον ράπερ A$AP Rocky. Το 2018 δημιούργησε το δικό της ρινγκ πυγμαχίας «Lamyland» στο Selfridges του Λονδίνου, σε μια εγκατάσταση με τίτλο «What Are We Fighting For?», που προβλήθηκε αργότερα στο φεστιβάλ της Βενετίας.
Τον Οκτώβριο του 2018 επιμελήθηκε μια σειρά παραστάσεων του Βρετανού καλλιτέχνη της περφόρμανς David Hoyle. Την ίδια χρονιά το Pompidou κάλεσε τον Όουενς να δημιουργήσει μια εγκατάσταση και η Λαμί έβαλε κρεβάτια σε πέντε ορόφους για να ξαπλώσουν οι αγαπημένοι τους φίλοι.
«Επιμελήθηκα ένα σόου στο White Cube με τον Mathieu Paris το 2022», λέει, «με την Tracy Emin, τη Sarah Lucas και άλλους καλλιτέχνες. Ήθελα να ονομάσω την έκθεση "Slut"». Και σκεφτόμουν ότι απλά δεν μπορείς να πεις τη λέξη "τσούλα" πια. Έπρεπε λοιπόν να το ονομάσουμε "Sweet Lust". Γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπως φαίνεται, που δεν μπορούμε να πούμε τίποτα» λέει η Λαμί στην Betsey Johnson. «Σκέφτομαι ότι αυτό που συμβαίνει στον κόσμο δεν είναι χάος, είναι μια βάρβαρη ανατροπή για τον πολιτισμό μας. Το μεγάλο παράδοξο είναι ότι όλα είναι καλύτερα και χειρότερα από ποτέ. Τα καταθλιπτικά νέα δεν μπορούμε να τα σταματήσουμε και υπάρχει γενοκτονία. Δεν είναι φριχτό αυτό που συμβαίνει;»
Με πληροφορίες από Los Angeles Times, Guardian, New York Times, CRfashionbook, Centre Pompidou, Rocaille, Highsnobiety.