Ενώ επεξεργαζόμουν τα νέα ότι ο Dries Van Noten αποσύρεται από το προσωπικό του brand τον Ιούνιο, ήρθε η είδηση ότι ο Pierpaolo Piccioli εγκαταλείπει τον Valentino μετά από 25 χρόνια καλλιτεχνικής διεύθυνσης του οίκου. Ο πρώτος, ο Βέλγος πρίγκιπας της μόδας, ο ήρωάς μου από τα '90s, ράφτης τρίτης γενιάς και δάσκαλος της τεχνικής, ο προπομπός της avant-garde βελγικής σκηνής, ο σχεδιαστής που εισήγαγε την «ήσυχη πολυτέλεια. Ο δεύτερος, ένας σχεδιαστής που βρέθηκε στα 30 του (ως σχεδιαστής αξεσουάρ το 1999, δίδυμο εν συνεχεία με τη Maria Grazia Ghiuri, και μόνος του από το 2016) στον πιο εμβληματικό ιταλικό οίκο couture, και αποχωρεί θριαμβευτής, αφήνοντας μια παρακαταθήκη ανθρωπιάς και συμπεριληπτικής ομορφιάς.
Ο θαυμασμός μου για τον Dries, που πορεύτηκε ήσυχα, με μαεστρία και ήθος, σχεδιάζοντας πάντα μόνο για το όνομά του, μου γέννησε μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας αυτές τις μέρες. Η έξοδος του Pierpaolo, όμως, ήταν δημοσιογραφικά η πραγματική είδηση.
Ο μικροκαμωμένος σχεδιαστής που δεν μοιράστηκε κανένα από τα αυτοκρατορικά φερσίματα του ιδρυτή του οίκου, Valentino Garavani, αναδείχθηκε σε έναν γίγαντα της βιομηχανίας μόδας, χωρίς ποτέ να φύγει από το Νετούνο, την παραθαλάσσια πόλη όπου γεννήθηκε, μια ώρα μακριά από την αγαπημένη του Ρώμη, τη Ρώμη που «σε περιβάλλει κάθε μέρα με ομορφιά, που δεν την βλέπεις, απλά τη ζεις». Από εκεί, ο Piccioli άνοιξε τον δικό του δρόμο, με λυρική χάρη και αλάνθαστο ένστικτο, φέρνοντας στο προσκήνιο το χρώμα και την τεχνική δεξιότητα που, όπως ο ίδιος δήλωσε το 2023 στο αμερικανικό περιοδικό τέχνης The Gagosian Quarterly, υπήρξε «το DNA του οίκου».
Ο Valentino του Piccioli από οίκος αποκλειστικότητας μεταμορφώθηκε σε ένα εργοστάσιο ονείρων, όπου χωρούσαν όλοι. Couture για εκείνον σήμαινε μοναδικότητα, ποικιλομορφία, φαντασμαγορία και ελευθερία να είσαι όποιος θέλεις να είσαι.
Ο Valentino στα χέρια του βάφτηκε φούξια, στην εκτυφλωτική απόχρωση Valentino Pink PP που φτιάχτηκε σε συνεργασία με τον ίδιο και την Pantone (το 2022), κι από την πασαρέλα ξεχείλισε στα κόκκινα χαλιά κι έγινε σημαία του οίκου. «Οι μονοχρωματικοί καλλιτέχνες ζωγράφιζαν τα πάντα σε έναν τόνο, για να τονίσουν λεπτομέρειες και συναισθήματα. Με την επιλογή του ενός χρώματος, εμβαθύνεις σε άλλα στοιχεία –τα χέρια, την έκφραση, το συναίσθημα– και αποθεώνεις την ιδέα της μόδας που είναι το σχέδιο, η σιλουέτα, οι όγκοι, τα μοτίβα, οι υφές. Η μονοχρωμία σε υποχρεώνει να ανοίξεις τα μάτια σου περισσότερο», έχει πει ο ίδιος στο «AnOther Magazine».
Η πιο αποκαλυπτική μαρτυρία για το προσωπικό όραμα του Piccioli έχει καταγραφεί στο 20ό τεύχος της έκδοσης «A Magazine Curated By», που του προσφέρθηκε να επιμεληθεί ελεύθερα. «Ήθελα να είναι ένα μανιφέστο της αισθητικής μου. Να μοιάζει με ένα ρομάντζο αφιερωμένο σε όσους μοιράζονται τις αξίες μου και τις ιδέες μου για συμπερίληψη», είχε πει τότε στη «Vogue». Οργάνωσε, λοιπόν, μια φωτογράφιση που αναφερόταν σε ένα παλιό editorial του Στίβεν Μαϊζέλ της ιταλικής «Vogue» του 1992 με τον Κουέντιν Κρισπ, την Πάτι Χάνσεν και τον Λένι Κράβιτς με κυνηγετικά καρό καπέλα, να κρατούν μια καρτέλα με το όνομά τους. «Αυτές οι εικόνες άλλαξαν τη ματιά μου στη μόδα, σαν κάτι πιο προσωπικό και ανθρώπινο. Ήταν πορτρέτα που έδειχναν τους ανθρώπους, όχι την ιδιότητα ή το σταριλίκι τους. Ίσως μιλάμε για την πρώτη φορά που η μόδα μίλησε για την ομορφιά της συμπερίληψης», σχολίασε. Στα δικά του πορτρέτα, μερικοί από τους πιο στενούς φίλους του και μέλη της οικογένειας του –η κόρη του, η Μπενεντέτα, και η γυναίκα του, η Σιμόνα– πόζαραν με καπέλα του Philip Treacy από τη συλλογή υψηλής ραπτικής Valentino του 2018. «Το καπέλο αποτελεί το νήμα που τους συνδέει, αλλά την ίδια στιγμή γίνεται το στοιχείο που τονίζει τη μοναδικότητα και την προσωπικότητα του καθενός από τον τρόπο που το φορούν», εξηγούσε τότε για τα αρετουσάριστα φυσικά πορτρέτα του Έντουαρντ Ένινφουλ, της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, της Kaia Gerber και της συμπατριώτισσάς του, Mariacarla Boscono.
Με την ακλόνητη πίστη του σε μια μόδα που εμπνέει, κινητοποιεί και ανυψώνει, αλλά και σε μια υψηλή ραπτική προσαρμοσμένη στο τρέχον αξιακό σύστημα, η οποία απέχει πολύ από τη σκονισμένη αντίληψη των σιωπηλών ατελιέ όπου υλοποιείται η επιταγή του μόδιστρου στον πόντο, ο Piccioli άλλαξε τη μόδα γύρω από ένα γοητευτικό οξύμωρο: την παντοδυναμία ενός μετρ και την ευθραυστότητα ενός ρομαντικού που θέλει να μοιραστεί ομορφιά και συναίσθημα. Ο Valentino του Piccioli από οίκος αποκλειστικότητας μεταμορφώθηκε σε ένα εργοστάσιο ονείρων, όπου χωρούσαν όλοι. Couture για εκείνον σήμαινε μοναδικότητα, ποικιλομορφία, φαντασμαγορία και ελευθερία να είσαι όποιος θέλεις να είσαι. Και αυτές τις αξίες τις μετέφρασε σε κάτι πιο ευκολοφόρετο, πιο σημερινό. Γιατί πίστευε ότι το όνειρο, όταν είναι πολύ απόμακρο, γίνεται ουτοπία.
Το μέσο του να αλλάξει τον τρόπο που η μόδα αντιλαμβανόταν την υψηλή ραπτική υπήρξε η σχέση με τις μοδίστρες του. Στο πολύ κοντινό παρελθόν, ας πούμε 10 χρόνια πριν, η couture oριζόταν από το πόσες βελονιές και πόσα κεντήματα χωρούσε ένα ρούχο, τα φτερά και τα θροΐσματα των υφασμάτων. Χάρη στον Piccioli, η σημασία μετατοπίστηκε στους τεχνίτες, το ταλέντο και την αγάπη που αυτοί βάζουν σε κάθε δημιουργία. «Προσπαθώ να τους εξηγήσω τι θέλω να πετύχω με όρους αισθαντικούς, όχι τεχνικούς… τους δείχνω την κατεύθυνση προς ένα ζητούμενο, για να μπορέσουν να βάλουν το πάθος και την αγάπη τους στο ρούχο. Αλλάζει εντελώς η δυναμική όταν, αντί να υπαγορεύεις στον κόσμο τι να κάνει, τον εμπλέκεις στο όραμά σου», εξηγούσε ο ίδιος το 2019 σε μια συνέντευξή του στο «Women’s Wear Daily».
Είναι αξιοθαύμαστο πώς αυτός ο γλυκομίλητος άνθρωπος, που δεν κουραζόταν να εκφράζει τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του στον Gavaravi, κατάφερε να ξεσκονίσει τον οίκο από τη μελαγχολία της παλιάς ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που υπήρξε το κοινό του, και να αποστασιοποιηθεί από τις jet-set, ελιτίστικες μέρες του παλιού καλού καιρού. Ο Valentino ήταν το σπίτι του και οι μοδίστρες του οίκου ένα εργαστήρι ανυπέρβλητου ταλέντου. Η δόνηση, όμως, της νέας εποχής ήρθε από αλλού.
Στις αρχές του '19, σε μια πανηγυρική χειρονομία αντιρατσιστικής συμπερίληψης, ο Piccioli αναβίωσε στην πασαρέλα μια θρυλική φωτογραφία couture τελειότητας του Cecil Beaton (του 1948), επιλέγοντας μαύρα μοντέλα. «Βλέποντας όλα αυτά τα κορίτσια να φορούν κλασικές τουαλέτες υψηλής ραπτικής, ακόμα κι αν δεν γνωρίζεις τη σκέψη που οδήγησε εκεί, σου φαίνεται φυσιολογικό, δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Έτσι, με μια φωτογραφία, αλλάζεις την αντίληψη του κόσμου για την couture», σχολίασε τότε ο ίδιος.
Την επόμενη χρονιά, κι ενώ είχαν μεσολαβήσει 4 επιδείξεις μόδας που έγραψαν ιστορία και μια χωρίς προηγούμενο σεζόν στο κόκκινο χαλί, που έφερε τη Lady Gaga στις Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ και τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στο Met, ο Piccioli έδωσε ένα φιλί νεανικής ενέργειας στον Valentino με τις Di.Vas («Different Values»), μια ομάδα πρεσβευτών που έγιναν το πρόσωπο του οίκου από την πρώτη σειρά των επιδείξεων, τις καμπάνιες επικοινωνίας ή τις κινηματογραφικές πρεμιέρες, προσφέροντας αξέχαστα ενσταντανέ μόδας.
Ο άσος της Φόρμουλα 1 Λιούις Χάμιλτον, o Νοτιοκορεάτης ράπερ Suga, το σουπερμόντελ Adut Akech και ο Anwar Hadid, τους οποίους, μάλιστα, κόντρα στα στερεότυπα, επέλεξε ως πρόσωπα για το άρωμα «Born in Roma», ήταν μερικά από αυτά τα πρόσωπα. Και, φυσικά, η Ζεντάγια (πριν υπογράψει με τη Louis Vuitton), η Φλόρενς Πιου (αν μη τι άλλο, για το φούξια φόρεμα με το διάφανο κορσάζ που φόρεσε το 2022), αλλά και η (έγκυος) Ριάνα για εκείνην την κάπα με τις 30 καμέλιες στο γκαλά του Met, το '23.
«Πιστεύω πως οι νέοι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για την couture, γιατί την ταυτίζουν με μια θρασύτητα, μια χλιδάτη υπερβολή, την ελευθερία να εκφραστούν. Δεν χρειάζεται να την αποκτήσεις, με την ίδια λογική που δεν πας στο μουσείο για να αγοράσεις έναν Πικάσο. Απλά σού γεννά μια συναισθηματική εντύπωση, μια ταραχή. Σου ανήκει, λοιπόν, αυτή η μοναδική αίσθηση και όχι το φόρεμα», έχει πει ο Piccioli.
Ίσως αυτή είναι η απάντηση στο γιατί τα σόου υψηλής ραπτικής έχουν σημασία, ενώ δεν είναι προσβάσιμα, από άποψη αγοραστικής δυνατότητας, στο ευρύ κοινό. Ο Valentino, με τους 11 εκατ. followers στο Instagram, που πολλαπλασιάζονται μέσα από τα social των μοντέλων και των διάσημων πελατών του, πετυχαίνει μια online διάχυση πολυτέλειας αδιανόητης κλίμακας, που φυσικά επηρεάζει όλο το εύρος της αγοράς έως το τελευταίο κατάστημα «γρήγορης» μόδας.
Στη μόδα, ποιότητες όπως η ομορφιά ή το συναίσθημα δεν μπορούν να υπολογιστούν σε νούμερα. Το μέτρο είναι η αντίδραση του κοινού. Γνωρίζεις ότι κάτι συμβαίνει όταν το δεις ή όταν το νιώσεις. Η επιδραστικότητα είναι ίσως πιο μετρήσιμη με όρους μάρκετινγκ. Όπως και να τον μετρήσεις, ο Piccioli διέγραψε μια φωτισμένη τροχιά στον οίκο Valentino, συντονισμένη με την εποχή του. Αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του στα 56 του χρόνια…
Στο μεταξύ, κυκλοφορεί η φήμη ότι το επενδυτικό fund του Κατάρ, Mayhool, το οποίο ελέγχει ιδιοκτησιακά τον Valentino, βολιδοσκοπεί τον Αλεσάντρο Μικέλε ή ακόμα και την Κιούρι ως πιθανούς διαδόχους του.