Υπάρχουν διάφοροι ελληνικοί δίσκοι, που θα μπορούσε να εκφράζουν το «πνεύμα της Μεταπολίτευσης». Τονίζω τη λέξη «πνεύμα», γιατί στην πρώιμη Μεταπολίτευση (έως και το 1976) κυκλοφόρησαν κάποιες εκατοντάδες δίσκοι, αλλά λίγοι εξ αυτών, συγκριτικά, θα «έπιαναν» το zeitgeist της εποχής. Το πέρασμα, εννοώ, από τη χούντα στη δημοκρατία.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δίσκους κυρίαρχη θέση έχουν εκείνοι που, για τον έναν ή το άλλο λόγο, δεν θα μπορούσε να βγουν το πρώτο επτάμηνο του ’74 (ή και νωρίτερα). Φυσικά, οι δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη είναι οι πρώτοι που θα μας έρθουν αμέσως στο νου. Κομμένοι από τη δικτατορία, δημιουργούν από τον Αύγουστο του ’74 και μετά, από μόνοι τους σχεδόν, τον ήχο της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Επίσης τα «Τραγούδια του Δρόμου» (1974) του Μάνου Λοΐζου ή τα «10 Χρόνια Κομμάτια» του Διονύση Σαββόπουλου (1975) είναι τέτοιοι δίσκοι. Υπάρχουν κι άλλοι φυσικά, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, με τις «Μαρτυρίες» του Δήμου Μούτση να φέγγουν ασυζητητί ανάμεσά τους, αποτελώντας μία από τις κορυφαίες καταγραφές της περιόδου.
Πότε κυκλοφόρησαν οι «Μαρτυρίες» από την ΕΜΙΑΛ (EMI / Columbia); Η επίσημη ημερομηνία είναι 13 Νοεμβρίου 1974, με την ηχογράφηση να συμβαίνει τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, περιλαμβάνοντας τραγούδια, συντεθειμένα τους τελευταίους μήνες της χούντας ή ίσως (κάποια, λίγα) και στους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης. Σίγουρα οι «Μαρτυρίες» ήταν ένας πολιτικός δίσκος, με πολλά κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, και ο πρώτος «πολιτικός» του Δήμου Μούτση, αφού οι τρεις προηγούμενοί του, ο «Άγιος Φεβρουάριος», ο «Συνοικισμός Α» και οι «Στροφές», περιείχαν άλλου είδους τραγούδια. Όπως θα σημείωνε και ο ίδιος ο συνθέτης στο οπισθόφυλλο του LP:
«Είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα να παρουσιάσω σ’ αυτό το δίσκο τις δέκα λαϊκές μου μπαλάντες, τις Μαρτυρίες μιας δύσκολης εποχής που όλοι μας περάσαμε. Τον καιρό που τις έγραφα δεν φανταζόμουν ότι θα ’φταναν πιο πέρα από μερικούς φίλους μου, που μ’ άκουγαν σπίτι μου να τις τραγουδάω καμιά φορά. Η συμμετοχή του Μητσιά οπωσδήποτε θετική. Η Λαβίνα κι ο Χρήστος Λεττονός ήταν μαζί μου από τότε κι έζησαν τα τραγούδια αυτά σχεδόν από τη γέννησή τους. Έτσι χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, και με τη λιτότητα που τα τραγουδάνε κάθε βράδυ μαζί μου στη Λήδρα, τραγούδησαν και στον δίσκο αυτό μερικά από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια».
Το άλμπουμ ανοίγει με μια παραδοξότητα, μ’ ένα εφφέ λίγων δευτερολέπτων, που θα το άκουγες στις εισαγωγές και κάποιων ακόμη τραγουδιών. Είναι οι κουβέντες από τις δοκιμές της ηχογράφησης, τα κουρδίσματα κ.λπ., μέσα από τα οποία θα ξεπετάγονταν τα «κανονικά» κομμάτια. Και κάπως έτσι σε πιάνει σύγκρυο, καθώς σκάνε το μπουζούκι, τα κρουστά και το moog synthesizer του Μούτση, με τον Μητσιά να ερμηνεύει καθηλωτικά το «Επιστράτευση 20 Ιουλίου 74», σε στίχους του Γιάννη Λογοθέτη.
Η Λήδρα ή και Στούντιο Λήδρα, του Κώστα Μανιουδάκη, στην Κέκροπος 12 στην Πλάκα, ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς μπουάτ της εποχής. Φυσικά, επί δικτατορίας, από το τέλος του ’71 έως και τη σεζόν 1973-74, η Λήδρα ήταν το στέκι του Γιάννη Μαρκόπουλου και των συνεργατών του (Νίκος Ξυλούρης, Μέμη Σπυράτου, Θέμης Ανδρεάδης κ.ά.) και αυτό σημαίνει πολλά – υπό την έννοια πως η Λήδρα συγκέντρωνε την πιο αριστερή (παραδοσιακά) αντιδικτατορική νεολαία, που είχε μεγαλώσει με το «νέο κύμα» και το «έντεχνο» τραγούδι, το οποίο εκτιμούσε, εν αντιθέσει με το Κύτταρο ας πούμε του Σαββόπουλου, που συγκέντρωνε την αριστερή ιντελιγκέντσια και τους ροκάδες (ή όσους άκουγαν ροκ τέλος πάντων). Εντάξει, σχηματικοί είναι αυτοί οι διαχωρισμοί, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν άνθρωποι, που θα πήγαιναν και στους δύο χώρους, αλλά και τα «σχήματα» λειτουργούν σ’ ένα βαθμό και, το κυριότερο, δεν χάνουν ποτέ το νόημά τους.
Την ίδια εποχή, στο τέλος του ’73 ας πούμε, ο Δήμος Μούτσης ήταν στο Ζυγό, μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού, ενώ είχε γραφτεί (Οκτώβριος ’73) πως θα παρουσίαζαν από κοινού και τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα του Αλέκου Παναγούλη (που είχε βγει από τη φυλακή, τον Αύγουστο του ’73, λόγω της αμνηστίας και της ειδικής χάρης, που του είχε δοθεί), κάτι, όμως, που τελικά δεν θα συνέβαινε. Την επόμενη σεζόν (1974-75) ο Μούτσης θα ήταν στη Λήδρα, στο στέκι του Μαρκόπουλου, που πλέον είχε μετακομίσει στο Κύτταρο (στο στέκι του Σαββόπουλου). Σ’ ένα δίστηλο της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» (2 Νοε. 1974) διαβάζουμε, κάτω από τον τίτλο «Απαγορευμένα τραγούδια του Δ. Μούτση στη Λήδρα»:
«Στην μπουάτ Λήδρα ο Δήμος Μούτσης παρουσιάζει την καινούργια του δουλειά: τους “Αργοναύτες” σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, την “Τρύπια δεκάρα” σε στίχους ΛΟΓΟ, τις “Μαρτυρίες”, που αποτελούνται από δέκα λαϊκά τραγούδια και την “Τετραλογία” σε στίχους Καβάφη, Ρίτσου, Σεφέρη και Καρυωτάκη. Τα τραγούδια ερμηνεύουν οι νέοι τραγουδιστές Άλκηστη Πρωτοψάλτη, Βασιλική Λαβίνα, Μιχάλης Ακριβόπουλος και ο Χρήστος Λεττονός».
Πιο κάτω, στο ίδιο δίστηλο, θα μιλούσε και ο Δήμος Μούτσης, λέγοντας τα εξής:
«Τα περισσότερα από τα τραγούδια που παρουσιάζω φέτος στη Λήδρα είναι γραμμένα τα τελευταία χρόνια, κάτω από το ανελεύθερο δικτατορικό καθεστώς. Τo 90% του ρεπερτορίου ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί τότε. Όμως πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να δείχνει κανείς με τη δουλειά του αυτά που έχει να πει και όχι να περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει τι δεν μπορούσε να κάνει στην εφταετία. Όσο για τους τραγουδιστές, χρησιμοποίησα αποκλειστικά νέους, γιατί το είδος της μουσικής είναι τέτοιο, που μόνον άνθρωποι άφθαρτοι και με πρωτόγονη ευαισθησία θα μπορούσαν να παρουσιάσουν».
Οι «Μαρτυρίες» έχουν ένα παράξενο εξώφυλλο. Ο Μούτσης έχει χρησιμοποιήσει κάποιο πιστοποιητικό με ημερομηνία 13/7/1974 (επί χούντας ακόμη), που έχει εκδοθεί από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών (υπάρχει η φωτογραφία του στο πιστοποιητικό, ένα δακτυλικό αποτύπωμα και οι στρογγυλές σφραγίδες). Σίγουρα θα είχαν ενδιαφέρον οι «παρατηρήσεις», αν μπορούσαμε να τις διαβάσουμε, αλλά είναι τόσο κακογραμμένες (λέμε για ορνιθοσκαλίσματα), με αποτέλεσμα να μην μπορείς να βγάλεις άκρη. Στο πίσω μέρος υπάρχει το κείμενο του Μούτση, που αναφέρθηκε πιο πάνω, μαζί με φωτογραφία του, τις πληροφορίες πως η ενορχήστρωση και η διεύθυνση των τραγουδιών είναι δικές του και πως η παραγωγή ήταν του Γιώργου Μακράκη, με την ηχοληψία να γίνεται στα στούντιο της Columbia, από τον Τάκη Φιλιππίδη και με τους Μανώλη Μητσιά, Βασιλική Λαβίνα και Χρήστο Λεττονό να αποδίδουν τα τραγούδια του δίσκου – τα credits των οποίων συμπληρώνουν το πληροφοριακό υλικό του οπισθόφυλλου.
Το άλμπουμ ανοίγει με μια παραδοξότητα, μ’ ένα εφφέ λίγων δευτερολέπτων, που θα το άκουγες στις εισαγωγές και κάποιων ακόμη τραγουδιών. Είναι οι κουβέντες από τις δοκιμές της ηχογράφησης, τα κουρδίσματα κ.λπ., μέσα από τα οποία θα ξεπετάγονταν τα «κανονικά» κομμάτια. Και κάπως έτσι σε πιάνει σύγκρυο, καθώς σκάνε το μπουζούκι, τα κρουστά και το moog synthesizer του Μούτση, με τον Μητσιά να ερμηνεύει καθηλωτικά το «Επιστράτευση 20 Ιουλίου 74», σε στίχους του Γιάννη Λογοθέτη. Απλώς, μια συνταρακτική στιγμή του ελληνικού τραγουδιού. Σαν σήμερα. 50 χρόνια πριν...
Επιστράτευση 20 Ιουλίου 74
Ιδιότυπος λαϊκός Μούτσης και στο επόμενο κομμάτι, τις «Μαρτυρίες», με την καθαρή και δυνατή φωνή της Βασιλικής Λαβίνα σε στίχους Μάνου Ελευθερίου να σε κερδίζει από την αρχή, με το «Γιούπι-γιούπι-γεια» που ακολουθεί να κεντράρει στη συνεργασία Μούτση και Γιώργου Χρονά (στους στίχους), και με τον Χρήστο Λεττονό να τραγουδά ένα πολύ σημαδιακό και αντι-αμερικανικό τραγούδι στη βάση του, από τα πιο χαρακτηριστικά της εποχής [«χαιρετώ τη Σι-Άι-Έι (CIA) και την Άι-Τι-Τι (ITT), δες τε πόσο ευγενικά μας παρακολουθεί»]. Το τραγούδι αναφέρεται και ως «Χαιρετισμός» στο βιβλίο του Χρονά «Αρχαία Βρέφη», στις εκδόσεις Άκμων, από το 1980.
Το επόμενο κομμάτι είναι και αυτό ένα από τα εξοχότερα του δίσκου. Ο Μούτσης μελοποιεί για πρώτη φορά δικούς του στίχους, δίνοντας στην Λαβίνα να πει ένα ακόμη σπουδαίο τραγούδι. Ένα από τα σπουδαιότερα της Μεταπολίτευσης. «Τούτο το βράδυ, μέσα στους δρόμους, εργάτης είσαι ή φοιτητής / θα γνωριστούμε μ’ ένα λυπητερό τραγούδι / είμαι η γενιά η αδικημένη και τα καλύτερά μας χρόνια / μαζί περάσαμε κάτω από τις λόγχες των φρουρών»...
Τούτο το βράδυ
Η Πλευρά Α θα κλείσει με «Το γράμμα της Δευτέρας», που έχει στίχους του ΛΟΓΟ και ερμηνεία από τον Μητσιά. Το γράμμα το στέλνει ένας ναυτικός, γράφοντας για τις περιπέτειές του, ζητώντας από τη γυναίκα του να προσέχει τα παιδιά τους και να του γράφει τακτικά. Απλά μηνύματα, τραγουδισμένα αφοπλιστικά.
Η δεύτερη πλευρά, τώρα, θα ανοίξει μ’ ένα από τα πιο σύνθετα και πιο υποβλητικά τραγούδια του δίσκου, το ελεγειακό «Καταζητούνται», σε στίχους Χρονά, και με ερμηνεία από τον Λεττονό. Ο Χρονάς ουσιαστικά συντάσσει εδώ ένα προσκλητήριο για τα θύματα της δικτατορίας (εν ζωή ή όχι), μέσα από την ιστορία τριών λιποτακτών, που καταζητούνται από τις αρχές. Ανατριχιαστική ερμηνεία από τον Λεττονό, με πολλά θεατρικά στοιχεία στην απόδοση...
Καταζητούνται
Στο «Δεν έχει πια ζωή» ο Μάνος Ελευθερίου γράφει για το δυσβάσταχτο να ζεις στην επαρχία. Κάποιος θέλει να φύγει, να γίνει ναυτικός, αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, αφού, μάλλον για πολιτικούς λόγους, δεν του δίνουν ναυτικό φυλλάδιο. Θλιβερές καταστάσεις, με την Λαβίνα να είναι όπως πάντα άψογη. Το ίδιο και για τον Μητσιά, στο πιο αλέγκρο «Απ’ το κέντρο διερχομένων», με τους στίχους της Βαρβάρας Τσιμπούλη, που ανακαλούν εικόνες μετανάστευσης («τo ’χουν γραμμένο στο σταθμό με κιμωλία / το τραίνο θα ’ρθει πιο αργά / να περιμένεις, θέλω τσιγάρα και βιβλία / και μια φανέλα για τα κρύα τα βαριά»). Το «Θυμάσαι στην Ελλάδα» (στίχοι ΛΟΓΟ), που έπεται, και πάλι με την Λαβίνα, είναι επίσης ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου. Εδώ θίγεται ξανά το θέμα της μετανάστευσης. Κάποιος την έκανε για Αμερική κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του – ξεχνώντας και... όσες δεν έπρεπε να ξεχάσει («θυμάσαι στην Ελλάδα / όταν δε δούλευες εσύ / και την πορτοκαλάδα την πίναμε μισή-μισή; / τώρα βροχή και μπόρα / ένας εδώ κι άλλος εκεί / χάθηκες στην Αμερική κι ούτ’ ένα γράμμα»). Απίστευτα ανθρώπινα τραγούδια, με σπουδαίες ερμηνείες από τη Βασιλική Λαβίνα.
Οι «Μαρτυρίες» του Δήμου Μούτση θα ολοκληρωθούν μ’ ένα ακόμη πολύ δυνατό τραγούδι, το «Με ξένο διαβατήριο» σε στίχους ΛΟΓΟ και ερμηνεία από τον Μητσιά. Είναι γνωστό πως όταν ο Μούτσης αποφάσιζε να γράψει ζεϊμπέκικα τραβούσε πάντα «το δέκα το καλό». Αυτό πράττει και με το συγκεκριμένο τραγούδι, που ασχολείται με την ιστορία κάποιου κατατρεγμένου, ο οποίος, με ψεύτικο διαβατήριο, κατορθώνει να φύγει από τη χώρα, για να πάει, κάπου, εργάτης σε ορυχεία. Ούτε εκεί, όμως, θα γλίτωνε από το κυνήγι, για να χαθεί τελικά σε μιαν επανάσταση...
Τι άλλο να πεις γι’ αυτό το θεσπέσιο άλμπουμ; Απλώς το ακούς, αφήνοντας τη σκέψη σου να περιφέρεται σε ατέλειωτα μπρος-πίσω...
Με ξένο διαβατήριο