Πέθανε ο Γιώργος Σιούνας, βασικό στέλεχος και κύρια δημιουργική ορμή του ιστορικού περιοδικού Βαβέλ, γνώστης των κόμικς και της ποίησης που μαζί με την Νίκη Τζούδα έγραψαν ιστορία συμμετέχοντας σε ένα μοναδικό περιοδικό που συγκέντρωσε τις πιο δημιουργικές δυνάμεις στα γραφεία τους και τις σελίδες του.
Χάρη στην τόλμη και το πνεύμα του Γιώργου Σιούνα και της υπόλοιπης ομάδας, γενιές ολόκληρες ανατράφηκαν με τον αφρό των δημιουργών κόμικς παγκοσμίως, από τον Ταμπουρίνι και τον Μανάρα, τον Μέμπιους και τον Λιμπερατόρε και γνωρισαν την πιο μοντέρνα και ενήλικη πλευρά της καταπληκτικής αυτής τέχνης.
Ο Γιώργος Σιούνας, μια αθόρυβη παρουσία, ένας σεμνός επιστήμονας, κατάφερε και έκανε τη Βαβέλ τη φωνή ενός κοινού που αναζητούσε ένα εναλλακτικό τρόπο έκφρασης στις αρχές της δεκαετίας του 80, με σοβαρή κριτική ματιά, με πλουραλισμό και ελευθερία έκφρασης.
Η στήλη που έγραφε, το Αεροπλανάκι ήταν από τα πιο χυμώδη, ανίερα, χωρίς ταμπού κείμενα που έβρισκαν έδαφος να συζητηθούν και χώρο να γραφτούν. Η συμβολή του Σιούνα που φέρθηκε με απίστευτη γενναιοδωρία στους νέους δημιουργούς ήταν πώς δημιούργησε ένα χώρο έκφρασης που δε μπορούσε να βρεθεί σε κανένα έντυπο της εποχής.
Η εκδοτική ομάδα, μια παρέα στενά συνδεδεμένων ανθρώπων οργάνωσε επί σειρά ετών ως αντίδωρο στο κοινό που ακολουθούσε πιστά από το 1981 την έκδοση με συλλεκτικό πάθος από το 1996, την 15η επέτειο από την πρώτη κυκλοφορία της βαβέλ, το θρυλικό φεστιβάλ κόμικς Βαβέλ στην Τεχνόπολη.
Η Βαβέλ κυκλοφορούσε από το 1981 έως το 2008 και κυκλοφόρησε 246 τεύχη.
Σε ένα παλιότερο άρθρο στη LIFO ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είχε γράψει: «Στην Ελλάδα όμως ήταν κάτι ακόμα: έγινε ο πόλος έλξης των νέων παιδιών που ψαχνόντουσαν γενικώς και στο γερασμένο κόσμο των media εκείνης της εποχής δεν έβρισκαν καμία αντιστοιχία. Ακόμα κι εκείνοι που δεν κοβόντουσαν για τα κόμικς πήγαιναν στη Βαβέλ, έτσι όπως πας στην πηγή: να διαβάσουν τα μόνα κείμενα που μίλαγαν τη γλώσσα τους, να γίνουν μέρος μιας νέας ηθικής στάσης απέναντι στην κοινωνία που δεν είχε σκυφτό κεφάλι, αλλά ούτε και τον αρτηριοσκληρωτισμό της Αριστεράς.
Αυτό οφειλόταν βασικά σε δύο πρόσωπα καλής στόφας: τη Νίκη Τζούδα και τον υπέροχο, ντροπαλό Γιώργο Σιούνα. Ελάχιστοι επέδειξαν μέσα στα χρόνια ακεραιότητα σαν τη δική τους και τέτοια αρχοντική απόσταση από το αρπακτικό ήθος που εξωθεί αγχωτικά τους «πρίγκιπες του αντεργκράουντ» να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν μέχρι να γίνει κρέας η μούρη τους. Η Βαβέλ δεν ήθελε να μεγαλώσει. Μάλλον δεν ήθελε να μεγαλώσει με τους γνωστούς τρόπους της πιάτσας. Ανέκαθεν τη διέπνεε ένας ρομαντικός αέρας και εκείνο το άραγμα που χαρακτηρίζει τους ήσυχους ανθρώπους που τα 'χουν καλά με τον εαυτό τους. Άλλωστε, πάντα ήταν μέσα στα καλύτερα. Με τους καλύτερους. Κι ακόμα και σήμερα μπορεί και συγκεντρώνει στο φεστιβάλ της τα καλύτερα παιδιά της πόλης. Δεν το λέω ως σχήμα λόγου. Ο πυρήνας των φαν της Βαβέλ είναι ένας από τους καλύτερους»
Ο Γιώργος Σιούνας είναι ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους που μια ολόκληρη γενιά θα θυμάται γιατί τη φώτισαν γενναιόδωρα και γενναία με το υψηλό, το καλό και το ωραίο χωρίς να ζητήσουν ποτέ αντάλλαγμα. Η παρουσία και η πένα τους μεταμόρφωσαν το τρόπο που βλέπουμε τα γύρω μας και την τέχνη.