Το πώς μεταφέρθηκε ο μεγάλιθος του Στόουνχεντζ από τη Σκωτία στη Νότια Αγγλία, σε απόσταση 750 χιλιομέτρων, αναζητούν πλέον οι επιστήμονες.
Για περισσότερο από έναν αιώνα, οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι μερικές από τις πέτρες στο Στόουνχεντζ στη Βρετανία, προέρχονταν από την Ουαλία - είχαν μεταφερθεί δηλαδή σε μια απόσταση περίπου 200 χλμ. μέχρι την τοποθεσία του νεολιθικού μνημείου στην πεδιάδα του Σάλσμπερι.
Τώρα, μια «συναρπαστική» μελέτη αποκάλυψε ότι ένας από τους κεντρικούς μεγάλιθους του Στόουνχεντζ δεν προέρχεται από την Ουαλία – είναι στην πραγματικότητα από την Σκωτία. Η ανακάλυψη περιγράφεται από έναν από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες ως «πραγματικά σοκαριστική» και διαπίστωσε ότι ο μεγαλύτερος «μπλε λίθος» στο Στόουνχεντζ μεταφέρθηκε - από ξηράς ή διά θαλάσσης - στην τοποθεσία του μνημείου από την βορειοανατολική γωνία της Σκωτίας – σε απόσταση περίπου 750 χιλιομέτρων.
Για πολλούς, το μεγαλύτερο ερώτημα πλέον είναι το πώς οι κατασκευαστές του Στόνχετζ μετέφεραν τη γιγάντια πέτρα από τη Σκωτία στο Γουίλτσαϊρ; «Δεδομένων των μεγάλων χερσαίων φραγμών στη διαδρομή από τη βορειοανατολική Σκωτία προς το Σόλσμπερι, οι θαλάσσιες μεταφορές είναι μια πιθανή επιλογή», δήλωσε ο κύριος συγγραφέας, Άντονι Κλαρκ, του Πανεπιστημίου Κέρτιν.
Όμως ο αρχαιολόγος και συγγραφέας Μάικ Πιτς, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, αλλά το έργο του για τα νεολιθικά μνημεία περιλαμβάνει το βιβλίο How to Build Stonehenge, είπε ότι πίστευε ότι ήταν πιο πιθανό η πέτρα να σύρθηκε από τη στεριά παρά να έφτασε από τη θάλασσα. «Αν βάλεις μια πέτρα σε μια βάρκα στη θάλασσα, όχι μόνο κινδυνεύεις να χάσεις την πέτρα - αλλά και κανείς δεν μπορεί να τη δει». Αντίθετα, ένα ταξίδι στην ξηρά, ίσως να διαρκέσει πολλά χρόνια, θα προσελκύει ανθρώπους καθ' οδόν, με την πέτρα να «γίνεται όλο και πιο πολύτιμη… καθώς ταξιδεύει προς το νότο», πρόσθεσε. Όσο αδύνατο κι αν φαίνεται σήμερα, ένα χερσαίο ταξίδι «ήταν προσιτό για τη νεολιθική τεχνολογία».
«[Η μελέτη] είναι συναρπαστική και είναι τόσο σημαντική», είπε ο Πιτς. «Είναι γνωστό από καιρό ότι οι μπλε πέτρες προέρχονται από την Ουαλία, αλλά αυτό προσδιορίζει δεσμούς με ένα εντελώς διαφορετικό μέρος της Βρετανίας, και πολύ πιο μακριά από το Στόουνχεντζ. Επομένως, υποδηλώνει ότι η τοποθεσία ήταν γνωστή όχι μόνο στους ανθρώπους στο νότο, αλλά σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή – και αυτό ανοίγει προτάσεις για ολόκληρο τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τη νεολιθική Βρετανία».
Το εκπληκτικό εύρημα, ότι ο μεγαλίθος, ο οποίος είναι γνωστός ως η «πέτρα του βωμού», μεταφέρθηκε από τους προϊστορικούς ανθρώπους από τουλάχιστον το σημερινό Ινβερνές, και ενδεχομένως από τα νησιά Όρκνεϊ, «δεν αλλάζει απλώς τη γνώμη μας για το Στόουνχεντζ , αλλάζει τη γνώμη μας για το σύνολο της ύστερης νεολιθικής εποχής», δήλωσε ο Rob Ixer, επίτιμος ερευνητής στο University College του Λονδίνου (UCL) και ένας από τους ειδικούς πίσω από τη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο Nature.
«Ξαναγράφει πλήρως τις σχέσεις μεταξύ των νεολιθικών πληθυσμών ολόκληρων των Βρετανικών Νήσων», είπε ο ίδιος στον Guardian. «Η επιστήμη είναι όμορφη και αξιοσημείωτη, και θα συζητηθεί για τις επόμενες δεκαετίες… Είναι συγκλονιστικό».
Η πέτρα του βωμού δεν είναι ένας από τους διάσημους τριλίθωνες του Στόουνχεντζ – οι τεράστιες πέτρες σάρσεν με την κορυφή του ανώφυλλου, που προέρχονται από μόλις 25 χιλιόμετρα μακριά, και που σήμερα αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο του μνημείου. Αντίθετα, το τεράστιο μπλοκ ψαμμίτη, μήκους 5 μέτρων και βάρους 6 τόνων, βρίσκεται επίπεδο και είναι ημιθαμμένο στην καρδιά του μνημείου, παγιδευμένο κάτω από δύο πεσμένα σαρσέν και κατ' ελάχιστο ορατό στους σημερινούς επισκέπτες.
Φτιαγμένη από έναν ιζηματογενή βράχο που ονομάζεται παλιός κόκκινος ψαμμίτης, η πέτρα του βωμού ταξινομείται ως μη τοπικός γαλαζόλιθος και για πολύ καιρό είχε επικρατήσει η εντύπωση ότι είχε φερθεί από κάπου στην Ουαλία. Από την Ουαλία άλλωστε προέρχεται η ξεχωριστή ομάδα μπλε πετρών του Στόουνχεντζ - συγκεκριμένα, από τους λόφους Preseli στο Pembrokeshire.
Ωστόσο, η έρευνα των τελευταίων ετών για την πέτρα του βωμού οδήγησε τους αρχαιολόγους, να αμφισβητήσουν ότι η προέλευσή της ήταν ουαλική.
Η νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχαν ειδικοί από το Πανεπιστήμιο Curtin στο Περθ της Αυστραλίας, το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, το Πανεπιστήμιο Aberystwyth και το UCL, στόχευσαν στο να μάθουν περισσότερα εξετάζοντας τη χημική σύνθεση της πέτρας και την ηλικία των ορυκτών μέσα σε αυτήν.
Συνολικά, αυτά δίνουν ένα χαρακτηριστικό «δαχτυλικό αποτύπωμα ηλικίας» στον ψαμμίτη, είπε ο Nick Pearce, καθηγητής γεωγραφίας και επιστημών της γης στο Aberystwyth, ο οποίος είναι ένας άλλος από τους συν-συγγραφείς της έκθεσης. «Με αυτό το δακτυλικό αποτύπωμα ηλικίας, μπορούμε να αντιστοιχίσουμε το ίδιο είδος βράχων στο Ηνωμένο Βασίλειο - και στη συγκεκριμένη περίπτωση μάς έδειξε το Orcadian Basin στη βορειοανατολική Σκωτία», είπε. «Ήταν εντελώς απροσδόκητο για εμάς».
Ενώ ο εντοπισμός της ακριβούς τοποθεσίας θα απαιτήσει περαιτέρω εργασία, οι ειδικοί έχουν περιορίσει την πιθανή περιοχή: Ένα τρίγωνο γης γύρω από το σημερινό John o'Groats στο Caithness και μια στενή παράκτια λωρίδα που εκτείνεται νότια μέχρι το Moray Firth γύρω από το Ινβερνές και ανατολικά έως το σημερινό Ελτζίν. Μικρές περιοχές παλαιού κόκκινου ψαμμίτη στο Shetland θα μπορούσαν επίσης να είναι θεωρητικά πηγές του μεγάλιθου, αλλά θεωρήθηκαν λιγότερο πιθανές, είπε ο Ixer.
Με πληροφορίες από Guardian