Το μητρικό γάλα στον θηλασμό ρυθμίζει το μικροβίωμα του μωρού κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής του και αυτό με τη σειρά του μειώνει τον κίνδυνο να αναπτύξει το παιδί άσθμα. Αυτό διαπιστώνει μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές του NYU Langone Health και του Πανεπιστημίου της Μανιτόμπα στον Καναδά, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell.
Οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα από 3.500 παιδιά στον Καναδά, που συμμετείχαν στο μακροχρόνιο ερευνητικό πρόγραμμα «CHILD Cohort Study». Τα δεδομένα της μελέτης επέτρεψαν στους ερευνητές να αποσυνδέσουν την επίδραση του θηλασμού στο μικροβίωμα του βρέφους από μια σειρά άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η προγεννητική έκθεση σε καπνό, τα αντιβιοτικά και το ιστορικό άσθματος της μητέρας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ο θηλασμός για πάνω από τρεις μήνες υποστηρίζει τη σταδιακή ωρίμανση του μικροβιώματος στο πεπτικό σύστημα του βρέφους και στη ρινική κοιλότητα. Αντίθετα, η διακοπή του θηλασμού νωρίτερα διαταράσσει την σταδιακή ανάπτυξη του μικροβιώματος και συνδέθηκε με υψηλότερο κίνδυνο προσχολικού άσθματος.
Ορισμένα συστατικά του μητρικού γάλακτος, όπως οι ολιγοσακχαρίτες, μπορούν να διασπαστούν μόνο με τη βοήθεια ορισμένων μικροβίων. Αυτό παρέχει πλεονέκτημα στα μικρόβια που έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώσουν αυτά τα σάκχαρα. Αντίθετα, τα βρέφη που σταματούν να θηλάζουν νωρίτερα από τους τρεις μήνες φιλοξενούν ένα διαφορετικό σύνολο μικροβίων, τα οποία θα βοηθήσουν το βρέφος να χωνέψει τα συστατικά της φόρμουλας. Ενώ πολλά από αυτά τα μικρόβια καταλήγουν τελικά σε όλα τα μωρά, οι ερευνητές εντόπισαν ότι η πρώιμη άφιξή τους συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άσθματος. Επιπλέον, οι ερευνητές σημειώνουν ότι πέρα από την υποβοήθηση της πέψης, το μικροβίωμα ενός βρέφους διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη του ανοσοποιητικού του συστήματος.
«Ο θηλασμός και το ανθρώπινο γάλα ρυθμίζουν τον ρυθμό και την αλληλουχία του μικροβιακού αποικισμού στο έντερο και τη ρινική κοιλότητα του βρέφους διασφαλίζοντας ότι η διαδικασία αυτή γίνεται με ομαλό και έγκαιρο τρόπο. Η υγιής ανάπτυξη του μικροβιώματος δεν έχει να κάνει μόνο με την ύπαρξη των σωστών μικροβίων. Πρέπει επίσης να φτάνουν με τη σωστή σειρά και τη σωστή στιγμή», εξηγεί η Λιάτ Σενχάβ, κύρια ερευνήτρια της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή NYU Grossman, στο Τμήμα Μικροβιολογίας της Σχολής.