Επιτέλους, μια διαφορετική, ανορθόδοξη και συχνά ανορθόγραφη βιογραφία: το Vice σημαίνει βίτσιο, αλλά είναι και η συντομογραφία του αντιπροέδρου (vice president) και στη συγκεκριμένη περίπτωση του αινιγματικού Ντικ Τσένεϊ, δεύτερου στην ιεραρχία μετά τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο.
Ο μπαρουτοκαπνισμένος πολιτικός πέρασε από πολλά πόστα στον Λευκό Οίκο, θυσιάζοντας τις όποιες ηγετικές του φιλοδοξίες για την καλλιέργεια μιας λομπίστικης συμπεριφοράς πρακτικής επιρροής. Μάλιστα, κάποια στιγμή ήταν έτοιμος να τα παρατήσει τελείως. Οι προτάσεις για ενδιαφέρουσες θέσεις έπαψαν, χρήματα (πολλά) είχε μαζέψει, εξέτρεφε σκύλους με πεντιγκρί, κυνηγούσε πάπιες στο εξοχικό του, όταν το τηλέφωνο χτύπησε και ο «Ντάμπλιγιου», δηλαδή Μπους υιός, του έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί, αν και αρχικά κόμπιασε, και η πανταχού παρούσα σύζυγός του, η Λιν, τον πίεσε να αρνηθεί πάραυτα.
Μετά από ώριμη σκέψη, ο Τσένεϊ δέχθηκε να γίνει αντιπρόεδρος επιβάλλοντας τους όρους του. Αυτό είναι το σημείο όπου ο σκηνοθέτης, Άνταμ ΜακΚέι, μετά από περίπου 40 λεπτά καταγραφής της πρώτης φάσης του βίου και κυρίως της πολιτείας του Τσένεϊ, ρίχνει τίτλους τέλους, κανονικά, και τους διακόπτει εσπευσμένα, στο κουδούνισμα. Από εκεί κι έπειτα, ξεκινά το επώδυνο πανηγύρι της πρώτης θητείας του 43ου Προέδρου των ΗΠΑ, με την αμφισβητούμενη νίκη έναντι του Αλ Γκορ και τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, και η δεύτερη με την κλιμάκωση του πολέμου στο Ιράκ, που αποδείχθηκε αποπροσανατολιστικά άσκοπος, καμωμένος με ανείπωτη σκοπιμότητα.
Το Vice είναι πολύ πιο εύστοχο, διαφωτιστικό και ψυχαγωγικό. Αλλάζει συχνά οπτικές αφήγησης, με αποκορύφωμα την εξιστόρηση των πεπραγμένων του Τσένεϊ από έναν χαρακτήρα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιον ακριβώς ρόλο θα διαδραματίσει στη συνέχεια.
Ο θίασος που στελεχώνει το δίδυμο των ηγετών της υπερδύναμης είναι όλα τα οικεία πρόσωπα μιας κυβέρνησης που ανακάτεψε την τράπουλα της διεθνούς πολιτικής και σίγουρα άλλαξε για τα καλά τις ελευθερίες στις ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας τον νέο αιώνα με παρακολούθηση, αδιαφάνεια, και κυρίως, την αντισυνταγματική ενοποίηση των εξουσιών.
Ο Άνταμ ΜακΚέι υποθέτει πολλά για τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του Τσένεϊ, δραματοποιώντας συνομιλίες και ζυμώσεις κεκλεισμένων των θυρών, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί όλες τις κοινής λήψης πληροφορίες που έχουμε για τα γεγονότα πέριξ της συγκεκριμένης οκταετίας. Ο Τσένεϊ μαθήτευσε ως προσωπάρχης δίπλα στον συνονόματο του, τον Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, και ως άλλος tricky Dick, ξεσήκωσε κόλπα και μεθόδους για να περάσει συντηρητικά, ελάχιστα νομότυπα μέτρα και να ωφελήσει τα μεγάλα συμφέροντα που παραδοσιακά εξυπηρετούν οι Ρεπουμπλικανοί.
Μετατρέποντας τον άδοξο και συχνά άχαρο ρόλο του αντιπροέδρου, από διακοσμητικό σε ουσιώδη, χρησιμοποίησε όλα τα αστέρια της πρώτης γραμμής, με αιχμή του δόρατος τον δημοφιλή και ακέραιο Κόλιν Πάουελ, για να λυγίσει τους νόμους υπέρ του. Το παλιό του απωθημένο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν επιτέλους βρήκε δίοδο και αφορμή αντιπαράθεσης, και ο Τσένεϊ επιδίωξε και πέτυχε κινητοποίηση στρατευμάτων και οπλιτών προς Ανατολάς, σκορπώντας φόβο και φανατισμό σε μια χώρα λαβωμένη, ενώ παράλληλα παγίδευσε τους στρατηγικούς συμμάχους σε συνασπισμό, με ψεύτικα διλήμματα και καλοδουλεμένα τσιτάτα προπαγάνδας.
Στην ταινία, ο Μπους του Σαμ Ρόκγουελ είναι μια γραφική μαριονέτα με μίνιμουμ αντίληψη, επιρρεπής στη δράση (για να αποδείξει πως αξίζει πέρα από τον προφανή νεποτισμό) και θύμα εύκολου χειρισμού και κολακείας, στα χέρια ενός ικανού, αφανούς καθοδηγητή, που γνώριζε «επαγγελματικά» και τον πατέρα του. Ο Τσένεϊ του Κρίστιαν Μπέιλ φέρεται ως αθόρυβο τέρας, οπλισμένος με υπομονή και ατσάλινη αντοχή – μοναδικές οι στιγμές που παθαίνει σοβαρά καρδιακά επεισόδια και κατορθώνει να τα ελέγχει συνειδητά!
Ο Βρετανός ηθοποιός διαπρέπει για μια ακόμη φορά, εξαφανισμένος κάτω από φυσική μεταμόρφωση και τραβηγμένη προφορά. Διατρέχει μια ζωή γεμάτη αντιφάσεις, σκληρές αποφάσεις, προδοσία και λίγες τρυφερές στιγμές προς την οικογένειά του, που ο Μπέιλ αποδίδει με αφοσίωση και μια εσωστρέφεια που σιγοβράζει. Η Λιν της Έιμι Άνταμς παραμένει ο βράχος δίπλα του, η αρχετυπική γυναίκα πίσω από τον πολιτικό καριέρας – είναι και πάλι καταπληκτική, αν και η παραλλαγή της Λαίδης Μάκβεθ που ενσαρκώνει είναι ένας χαρακτήρας που έχει και πάλι υποδυθεί, δίπλα στον Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, στο Master του Πολ Τόμας Άντερσον.
Η ταινία ανήκει στον σκηνοθέτη και σεναριογράφο της, τον Άνταμ ΜακΚέι. Ακολουθεί ξανά την προσέγγιση του στο Μεγάλο Σορτάρισμα. Εκεί, είχε ξεσκίσει το χρηματιστηριακό πλιάτσικο σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο, συνδυάζοντας κωμωδία και δράμα, ρίχνοντας πολλά πρόσωπα στην αρένα της πλοκής. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, φιλόδοξο, αν και πολύ περιγραφικό, και ελάχιστα εγκάρδιο.
Ο Τσένεϊ του Κρίστιαν Μπέιλ φέρεται ως αθόρυβο τέρας, οπλισμένος με υπομονή και ατσάλινη αντοχή – μοναδικές οι στιγμές που παθαίνει σοβαρά καρδιακά επεισόδια και κατορθώνει να τα ελέγχει συνειδητά!
Το Vice είναι πολύ πιο εύστοχο, διαφωτιστικό και ψυχαγωγικό. Αλλάζει συχνά οπτικές αφήγησης, με αποκορύφωμα την εξιστόρηση των πεπραγμένων του Τσένεϊ από έναν χαρακτήρα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιον ακριβώς ρόλο θα διαδραματίσει στη συνέχεια. Μια πλειάδα από γνωστούς ηθοποιούς, που υποδύονται εξίσου γνωστούς, πραγματικούς χαρακτήρες (ο Στιβ Καρέλ είναι ο Ντον Ράμσφελντ, ο Τάιλερ Πέρι παίζει τον Κόλιν Πάουελ, ενώ ο Άλφρεντ Μολίνα και η Ναόμι Γουότς εμφανίζονται σε σύντομα, χιουμοριστικά περάσματα) περιστρέφονται γύρω από τον ορισμό της σύγχρονης πολιτικής, που ενστερνίζεται το δίπολο της γελοιότητας και της τραγωδίας, ως αξεδιάλυτα συστατικά μιας διάτρητης ομπρέλας που αντί να προστατεύει τους πολίτες, τους απειλεί και τους διαβρώνει.
Όπως ο Κώστας Γαβράς, σε μια κίνηση προφητική και διορατική, ενσωμάτωσε τους κώδικες του θρίλερ για να μιλήσει πολιτικά σε θεατές που δεν ήταν (και ίσως να μην γίνουν ποτέ) έτοιμοι να δουν κάτι καθαρόαιμα πολιτικό στο σινεμά, έτσι και ο ΜακΚέι ασπάζεται τα τρικ της αποσπασματικής, ενίοτε αναρχικής sketch comedy για να προειδοποιήσει διασκεδαστικά για την απειλητική διαταραχή που εξακολουθεί, όπως δείχνει η τωρινή διακυβέρνηση, να υφίσταται.
Γίνεται, έτσι, η μυθοπλαστική γέφυρα ανάμεσα στο είδος του υβριδικού, μονομερούς ντοκιμαντέρ όπως το θεμελίωσε ο Μάϊκλ Μουρ και της τηλεοπτικής σοβαρής, αιχμηρής σάτιρας του Στίβεν Κολμπέρ. Φυσικά γνωρίζει πως το αφήγημά του είναι «παρτιζάνικο» και φροντίζει ακόμη και να διακωμωδήσει τη liberal εκκίνηση της συλλογιστικής του, στηλιτεύοντας πονηρά τον διχασμό.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0