Με τη Δύση Ηλίου, που απέσπασε το βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά δυστυχώς καμία άλλη σημαντική διάκριση ‒δεν μπήκε καν μπήκε στην πεντάδα των Όσκαρ‒, ο Λάσλο Νέμες καταπιάνεται κι αυτός με τη διάλυση της ευρωπαϊκής ιδέας της ένωσης των λαών κάτω από κοινά συμφέροντα και ιδανικά, ταξιδεύοντας πάνω από έναν αιώνα πριν στην προπολεμική Βουδαπέστη.

 

Όπως και στον πολυβραβευμένο Γιο του Σαούλ, τοποθετεί την κάμερά του άλλοτε στον ώμο κι άλλοτε στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας, αφήνοντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες να μπαίνουν και να βγαίνουν από το οπτικό της πεδίο, επιλέγοντας την υποκειμενική άποψη.

 

Η Ίρις Λέιτερ επιστρέφει στην πόλη που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όταν ήταν παιδί γιατί κάηκε το πατρικό της και πέθαναν οι εύποροι γονείς της, ψάχνοντας επίμονα τον αδελφό της σε μια πόλη αστικής κομψότητας και καλών τρόπων.

 

Ο Νέμες είναι ένας αναμφισβήτητος τεχνίτης με όραμα, που βάζει ψηλά τον πήχη και συνεχίζει την ευρωπαϊκή παράδοση των μεγάλων δημιουργών του σινεμά: κάτι σοβαρό, πίσω και πέρα από την πλοκή, κρύβεται σε σημαντικά έργα και αποκαλύπτεται όχι με στιγμιαία επιφοίτηση αλλά σαν αργό βασανιστήριο, μέρες, ίσως και μήνες μετά την πρώτη θέαση του έργου.

 

Κάτω από τη διακοσμητική πολυτέλεια και τις αριστοκρατικές συνήθειες (η Ίρις ζητά εργασία σε ένα κατάστημα που πουλάει ακριβά καπέλα, αλλά την απορρίπτουν χωρίς προφανή αιτία) ελλοχεύουν η απορρύθμιση και η αταξία – ή, τουλάχιστον, υπονοείται το ράγισμα της φτιασιδωμένης βιτρίνας που ήταν η Κεντρική Ευρώπη στην αυγή του Μεγάλου Πολέμου.

 

Η αγωνιώδης περιήγηση της όμορφης κοπέλας στην αχλή της μνήμης της γεννά περισσότερο την αίσθηση μιας αμφισημίας: τα νοσταλγικά χρώματα της σέπιας που κυριαρχούν παραχωρούν τη θέση τους σε ένα απειλητικό ηλιοβασίλεμα μιας αυτοκρατορίας, το λυκόφως ενός γίγαντα που στέκει σε πήλινα πόδια.

 

Το διφορούμενο της υπόθεσης ενισχύεται από την αμφιβολία γύρω από την ταυτότητα της Λέιτερ: είναι όντως η γυναίκα που νομίζει πως είναι, υπάρχει ή όχι ο αδελφός που δεν είδε ποτέ ή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο; Η ίδια ψευδαίσθηση, στο μάξιμουμ, χαρακτήρισε τον εφιάλτη του Σαούλ κάτω από συγκεκριμένο πλαίσιο και με προσηλωμένη τη ματιά στον κοντινό ορίζοντα του τέλους, του θανάτου.

 

Στη Δύση Ηλίου ο Νέμες επαναλαμβάνει την τεχνική των εξαντλητικών μονοπλάνων και του βιρτουόζικου personal point of view, αν και επιχειρεί κάτι πιο σύνθετο και κρυφό στην ουσία του θέματος που θίγει.

 

Είναι ένας αναμφισβήτητος τεχνίτης με όραμα, που βάζει ψηλά τον πήχη και συνεχίζει την ευρωπαϊκή παράδοση των μεγάλων δημιουργών του σινεμά: κάτι σοβαρό, πίσω και πέρα από την πλοκή, κρύβεται σε σημαντικά έργα και αποκαλύπτεται όχι με στιγμιαία επιφοίτηση αλλά σαν αργό βασανιστήριο, μέρες, ίσως και μήνες μετά την πρώτη θέαση του έργου.

 

Ένα κορίτσι (συμβολικά ζηλευτό και σφριγηλό, σαν την promising Ευρώπη πριν γίνει Γηραιά) που ήρθε από την Τεργέστη, το θέρετρο, και πετυχαίνει τη Βουδαπέστη, το άστυ, στο χείλος του πολέμου, ρωτά συνεχώς και μονότονα το ίδιο πράγμα, ψάχνοντας μια φαντασματική ουτοπία, καφκική σαν ψυχολογικό horror και επικίνδυνη σαν πολιτικό θρίλερ, μοιάζει με κατασκευή ‒ και τελικά είναι. Αλλά, αυτό που κάνει το Sunset σημαντικό και ενδιαφέρον είναι η αίσθηση και το βάθος της φρίκης που εμπορεύεται η ωραιότητα.