Η Πορτογαλία και ο Καναδάς επανεξετάζουν την αγορά του αμερικανικού μαχητικού F-35, μελετώντας ευρωπαϊκές εναλλακτικές όπως το σουηδικό Gripen, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών τόσο για το κόστος, αλλά και την μακροπρόθεσμη εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με σουηδικά μέσα ενημέρωσης, ο διευθύνων σύμβουλος της Saab, Micael Johansson, επιβεβαίωσε ότι οι δύο χώρες βρίσκονται σε διερευνητική φάση για την πιθανή προμήθεια του Saab JAS 39 Gripen E/F. Η είδηση έρχεται σε συνέχεια δηλώσεων του Πορτογάλου υπουργού Άμυνας, Nuno Melo, ο οποίος έχει εκφράσει επιφυλάξεις για την αγορά του F-35A Lightning II, μαχητικού πέμπτης γενιάς της Lockheed Martin. Παρόμοια επιφύλαξη φαίνεται να υπάρχει και στον Καναδά, όπου αξιωματούχοι δήλωσαν στο Euronews Next ότι βρίσκεται σε εξέλιξη επανεξέταση της συμφωνίας, χωρίς να έχει ακυρωθεί επισήμως.
Μία από τις κυριότερες ανησυχίες γύρω από το F-35 αφορά τη φημολογούμενη ύπαρξη ενός «διακόπτη θανάτου», ενός μηχανισμού που, σύμφωνα με υποψίες, θα μπορούσε να ακινητοποιήσει το αεροσκάφος από απόσταση. Παρότι δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό και η Lockheed Martin το έχει διαψεύσει, η φημολογία ενισχύει τον σκεπτικισμό γύρω από την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
«Το F-35 είναι σαν Ferrari και το Gripen σαν Honda Civic»
Οι ειδικοί σημειώνουν πάντως ότι το F-35 και το Gripen δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, καθώς έχουν σχεδιαστεί με διαφορετική φιλοσοφία. «Το F-35 είναι σαν Ferrari και το Gripen σαν Honda Civic», σχολιάζει ο Walter Kowalski, πρώην στέλεχος του ΝΑΤΟ, προσθέτοντας ότι είναι πολύ πιο εύκολο να βρεθούν ανταλλακτικά για το σουηδικό αεροσκάφος.
Επιπλέον, το Gripen μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε υπάρχοντα οπλικά συστήματα και έχει χαμηλότερο κόστος συντήρησης, καθιστώντας το πρακτικό για χώρες με πιο περιορισμένο αμυντικό προϋπολογισμό.
Η Saab, κατασκευάστρια του Gripen, διαφημίζει επίσης ως πλεονέκτημα τη δυνατότητα εγχώριας συντήρησης: στη Βραζιλία, για παράδειγμα, έχει μεταφέρει τεχνογνωσία που επιτρέπει στις τοπικές εταιρείες να υποστηρίζουν τα αεροσκάφη για δεκαετίες.
F-35: Κορυφαία τεχνολογία με υψηλό κόστος
Αντίθετα, το F-35 βασίζεται σε ένα πιο κλειστό και εξειδικευμένο σύστημα. Ο ερευνητής Andrew Erskine από το Ινστιτούτο Ειρήνης και Διπλωματίας (IPD) σημειώνει ότι το F-35 έχει σχεδιαστεί με γνώμονα το αμερικανικό δόγμα για την «ιδανική» μαχητική πλατφόρμα.
Το Gripen υπερτερεί σε μέγιστη ταχύτητα (2.400 χλμ/ώρα έναντι 1.900 χλμ/ώρα του F-35), μεγαλύτερη αυτονομία και αυξημένη χωρητικότητα καυσίμων. Είναι επίσης πολύ φθηνότερο στη χρήση, με κόστος λειτουργίας μεταξύ 4.700 και 7.000 δολαρίων ανά ώρα, έναντι 33.000 έως 40.000 δολαρίων για το F-35.
Η ετοιμότητα αποστολής διαφέρει επίσης αισθητά: το Gripen χρειάζεται μόλις 20 λεπτά για να επανέλθει σε πτήσιμη κατάσταση, ενώ το F-35 απαιτεί περίπου τρεις ώρες. Ωστόσο, το Gripen έχει μικρότερο ωφέλιμο φορτίο, περιορίζοντας τη μεταφορά βαρέων όπλων.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του F-35 είναι η τεχνολογία stealth και οι δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου, με ενσωματωμένα εξελιγμένα λογισμικά, αισθητήρες και παρεμβολείς ραντάρ. Αν μια χώρα δίνει προτεραιότητα στο «stealth», τότε το F-35 υπερέχει, σύμφωνα με τον Erskine.
Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα είναι το ποσοστό αμερικανικού ελέγχου πάνω στις τεχνολογίες κάθε αεροσκάφους. Το F-35 υπόκειται σε αυστηρούς κανονισμούς εξαγωγών (ITAR), γεγονός που σημαίνει ότι η πρόσβαση σε εξαρτήματα εξαρτάται από τις πολιτικές αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης των ΗΠΑ. Αν και το Gripen κατασκευάζεται στη Σουηδία, το 30% των εξαρτημάτων του είναι αμερικανικής προέλευσης.
Τα Rafale F4 έχουν μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Ως πιο «αυτόνομη» εναλλακτική, ειδικοί προκρίνουν το γαλλικό Rafale F4 της Dassault. Πρόκειται για αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων, με δυνατότητα λειτουργίας από ξηρά και θάλασσα, σχετικά χαμηλό κόστος υποστήριξης και περιορισμένη εξάρτηση από αμερικανική τεχνολογία. Ωστόσο, χώρες που έχουν συνηθίσει σε αμερικανικά οπλικά συστήματα ενδέχεται να μην επιθυμούν να αλλάξουν προμηθευτή.
Ο Kowalski προτρέπει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μη λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τη βραχυπρόθεσμη πολιτική συγκυρία. «Δεν έχει νόημα να απορρίψουμε επενδύσεις στην εθνική ασφάλεια εξαιτίας διαφωνιών με μια τρέχουσα κυβέρνηση», είπε, καλώντας σε πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Ωστόσο, ο Kowalski υπογραμμίζει ότι είναι πιθανό το δόγμα του Τραμπισμού να συνεχίσει να κυριαρχεί στην αμερικανική πολιτική, ιδίως αν τον Τραμπ διαδεχτεί στον Λευκό Οίκο ο νυν αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς.
Από την πλευρά του, ο ερευνητής Andrew Erskine επισημαίνει ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια κοινή στρατηγική για την απόκτηση κρίσιμων τεχνολογιών και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης αμυντικής βιομηχανίας. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη στρατηγική διορατικότητα», τόνισε
Με πληροφορίες από Euronews