Τώρα που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, είναι φυσικό να εμφανίζεται το τάγμα με τα μαύρα: οι ιεροκήρυκες. Οι φωνές του θεού. Τα παιδιά της πύρινης ορθότητας. Ανεβαίνουν στο βαρέλι ανάμεσα στους κατατρεγμένους και τείνουν τον κηρυγματολογικό δείκτη στον ουρανό. Για να το κάνουν, σημαίνει ότι νοιώθουν εκλεκτοί. Θεία δοχεία. Και προφανώς ζούν σε σπίτια δίχως καθρέφτη. Εξ ού και η συχνή πυκνή ανωνυμία τους –το τι έχει πράξει κάθε ιεροκήρυκας στη ζωή του είναι μια ενοχλητική υπενθύμιση.
Τους παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό άναυδος. Σολάρουν με το μεγαλύτερο πάθος που είχαν ποτέ. Μόλις ακουστούν οι κατάλληλες «εβραικές» λέξεις, πέφτει το ανάθεμα. Συχνά, χωρίς να κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν γιατί. Δια της παλιάς καλής οχλοβοής. Tης ζέστας του παχνιού. Που τώρα ενδημεί στο ίντερνετ.
Σε ένα πρόσφατο σημείωμά μου για την Κύπρο εδώ, διαβάστε τα ανώνυμα σχόλια από κάτω. Και δείτε πώς το παρουσιάζει και το πάντα πρόθυμο για κράξιμο buzz (ευχαριστώ για τις λογοτεχνικές δάφνες). Κατά τους ανωνυμογράφους με τα ωραία ψευδώνυμα (που προδίδουν φιλομάθεια, αλλά δεν μας λένε τίποτα για το ποιόν και την ιστορία τους –ούτε καν για την φλογώδη Βlonde Elena του buzz η οποία ισχυρίζεται ακριβώς αυτό: ότι έχει σημασία ποιος μιλάει για να τον κρίνουμε –ποιά είσαι ω καλή μου ξανθιά; Πού δουλέυεις; Πώς ζείς; Με ποιούς κάνεις παρέα; Ποια έιναι η δική σου ιστορία στην πόλη;) –κατά τους ανωνυμογράφους λοιπόν είμαι ρατσιστής επειδή γράφω ότι οι αρχαιότητες της Σαλαμίνας επιθεωρούνται από « το βλέμμα ενός ανίδεου Τούρκου φρουρού» και ότι στη Κερύνεια συναντάς «άχαρους ανθρώπους και φαντάρους, φερμένους από τη στέγνια της Ανατολίας, με αντάλλαγμα ένα κατακτημένο σπίτι». Δεν έχει σημασία αν ο Τούρκος φρουρός ήταν όντως ανίδεος (όπως οι περισσότεροι από τους Ελληνες ομολόγους του). Δεν έπρεπε να ειπωθεί η κακιά λέξη, ειδικά επειδή μιλάμε για Τούρκους, διότι αυτό είναι φυλετική προκατάληψη! Αντιθέτως, εάν γιαούρτωνα τον φυλακα του Αρχαιολογικού της Αθήνας που χαριεντίζεται εκκωφαντικά στο κινητό, ίσως εισέπραττα παλαμάκια.
Από τον τρόμο της πολλής ορθότητας, ένα μεγάλο κομμάτι ευαίσθητων ανθρώπων φτάνει να εξωραίζει τα λογικά του άλματα και να υποστηρίζει υποκρισίες. Όχι, δεν είναι άχαροι οι Τούρκοι της Κερύνειας και οι φαντάροι που μαρουλιάζουν στα ίντερνετ καφέ με σαστισμένο βλέμμα. Είναι τέρατα ευγένειας, χάρης και καλλιέπειας, στεφανωμένοι με τα ρόδα μιας μπολσεβίκικης αλληλεγγύης. Οι γκαουλάιτερ της ορθότητας προτιμούν να μη πουν τίποτα, προκειμένου να πουν την ενοχλητική αλήθεια. Η οποία είναι η εξής: 'Ολοι κατά τομείς και κατά περιστάσεις τυχαίνει να είμαστε άχαροι και ανίδεοι. Δεν είναι θέμα ράτσας, αλλά συγκυρίας.
Καταλαβαίνω βέβαια τη σχετικη τσίτα. Σε μια Ελλάδα που ευνοεί όσο ποτέ άλλοτε τον ρατσισμό και ο Καρατζαφέρης καλπάζει, ευκόλως διυλίζουμε κάθε κρίση για τους ξένους –ακόμα και τους έποικους της Βόρειας Κύπρου. Εύκολα όμως χάνεις και τη μπάλα. Π.χ. αν έλεγα ότι είναι μια χαρά νοικοκύρηδες οι έποικοι της Ιερουσαλήμ, κι όχι άχαροι ψιλοεγκληματίες, θα’ ταν καλά; Αν έλεγα (όπως ο Γεωργακόπουλος του yupi ) ότι δεν έπρεπε να κράξουμε τον Watson επειδή ο καημένος "είναι ένα 83χρονο παππούδι" –λες και ο Χιτλερ ήταν στην πρώτη νιότη του- θα ταν καλά;
Θολώνω επίτηδες τα νερά για να καταλήξω εδώ: Αυτοί που τόσο έυκολα κι ανώνυμα με κρίνουν, ξέρουν πολύ καλά ότι ρατσιστής δεν είμαι. Το κάνουν έτσι εύκολα κι ανέμελα κι εξακολουθητικά γιατί δεν τους κοστίζει τίποτα. Μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε. Ποστάρουν και ποστάρουν και πόστάρουν. Ποιοί έιναι; Τι επιλογές έχουν κάνει στη ζωή τους; Γράφουν τα κείμενα του Λαζόπουλου; Χτυπάνε προσοχή σε ένα αφεντικό φασίστα; Δέρνουν τα παιδιά τους; Εχουν προδώσει τους φίλους τους; Κανείς δεν ξέρει. Μόνο η Blonde Elena και το πυρέσσον της πληκτρολόγιο.
Όμως, ιδίως σήμερα, η κριτική μας παίρνει νόημα από το σύνολο των πράξεών μας. ΄Ετσι όπως πάμε, σε λιγο θα μιλάμε σε λαλίστατους τοίχους.
(εικόνες από το Βαρώσι και τελευταία το έρημο αεροδρόμιο της Λευκωσίας)
σχόλια