Από τα Nέα online
Toυ Γιάννη Παπαδόπουλου
Στα χωριά και τις πόλεις της επαρχίας ηοικονοµική κρίση δοκιµάζει συνήθειες και σχέσεις. Τα αφεντικά καλούνται και πάλι να λερώσουν τα χέρια τους στο χωράφι, οι κάτοικοι της υπαίθρου νααναστήσουν το µποστάνι τους και οι νέοι να εργαστούν σκληρά στις οικογενειακές επιχειρήσεις
Αλλά η πιο σηµαντική δοκιµασία µπροστά τους είναι να απαλλαγούν από τη νοοτροπία που είχαν µέχρι χθες, όταν καθένας νοιαζόταν για τον εαυτό του.
Ο ήλιος ρίχνει τις τελευταίες ακτίνες του πάνω στην πλαστική πολιτεία των θερµοκηπίων που απλώνονται στις παρυφές του Γιαννιτσοχωρίου Ηλείας. Μέσα στα νάιλον η κουφόβραση σε πνίγει. Μόνο που αναπνέεις, ιδρώνεις. Ο Βασίλης Τριγύρης καθαρίζει τις καλλιέργειές του µε τη βοήθεια ενός άλλου παραγωγού, του Κυριάκου Παπακυριακόπουλου. Τα γόνατα στις φόρµες τους έχουν φαγωθεί, τα µέτωπά τους στάζουν, στα χέρια τους έχει ξεραθεί το χώµα. Υπό άλλες συνθήκες, τέτοια ώρα δεν θα βρίσκονταν εδώ. Ισως να άραζαν στο καφενείο ή στο σπίτι συντροφιά µε την τηλεόραση. Τη δουλειά θα την έκαναν εργάτες. Φθηνά χέρια – όπως συνηθίζεται στην επαρχία – από το εξωτερικό.
«Πάνε εκείνες οι εποχές», λέει ο κ. Παπακυριακόπουλος. Πριν από δύο χρόνια απασχολούσε δύο ανθρώπους στα θερµοκήπιά του µε µεροκάµατο 30 ευρώ τον καθένα. Τότε, ο ίδιος δούλευε τρεις ώρες το πρωί και δύο το απόγευµα. Σήµερα, λόγω οικονοµικής κρίσης τούς έχει απολύσει, περνά εννιά ώρες κάθε µέρα στις καλλιέργειές του και όποτε χρειάζεται βοήθεια στρέφεται σε φίλους και συγχωριανούς µε αντάλλαγµα να δουλέψει και αυτός στα δικά τους χωράφια όταν έχουν ανάγκη. Αυτή η µορφή συνεργασίας µεταξύ αγροτών είχε ριζώσει στην περιοχή όταν ο κ. Τριγύρης ήταν ακόµα παιδί. Τώρα κάποιοι την ανασύρουν από τη µνήµη τους.
«Από τη δεκαετία του ‘80 όλα άλλαξαν. Ξαφνικά γίναµε αφεντικά», λέει. «Εισέπρατταν οι αγρότες τις επιδοτήσεις, κάθονταν και καλλιεργούσαν µε τους ξένους εργάτες. Αν κάποιος είχε ένα στρέµµα, εύκολα αγόραζε και τα έκανε 25. Εκείνες οι εποχές όµως πέρασαν». ∆ίπλα του ο κ. Παπακυριακόπουλος παρακολουθεί σκεπτικός. «Ακούγαµε για οικονοµική κρίση και δεν τη βλέπαµε. Τον τελευταίο χρόνο όµως έχει φτάσει εδώ», λέει.
Οι δύο άντρες γεννήθηκαν και µεγάλωσαν στο δυτικό άκρο της Πελοποννήσου, 250 χιλιόµετρα µακριά από τις συνοικίες της Αθήνας. Ο ένας, στα 36 του, µένει µε τους γονείς του. Ο άλλος, στα 40 του, µε τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του µαζί µε τα πεθερικά του. Στο Γιαννιτσοχώρι των 500 κατοίκων δεν έχουν λουκέτα, συσσίτια και αστέγους. Ο Θόδωρος Παπακυριακόπουλος είναι – όπως µου λένε – από τους πρώτους ανέργους του χωριού. Παλιά εργαζόταν στα θερµοκήπια, όπως ο ξάδελφός του.
Τα άφησε όµως για να γίνει οδηγός σε λατοµείο. Πατέρας δύο παιδιών.
Χωρίς δουλειά εδώ και έναν µήνα.
Οι συγχωριανοί του δεν έχουν δει πορείες κατά απολύσεων, ούτε έχουν µυρίσει δακρυγόνα. Η απεργία τούς είναι άγνωστη λέξη αφού το 80% του πληθυσµού ζει από τη γη. Οδηγώντας στα µέρη τους, τα γύρω χωριά και τις πόλεις, περιµένεις ότι θα ξεφύγεις από τη µιζέρια της πρωτεύουσας, τα κιτρινισµένα ενοικιαστήρια και τις συζητήσεις για περικοπές µισθών.
Προσδοκάς ότι θα συναντήσεις µια κοινωνία µαθηµένη στην αυτάρκεια ή έστω στη συνεργασία. Σε κάθε χιλιόµετρο όµως η κρίση σε ακολουθεί.
∆εν έχει σηµασία το µέγεθος της αγοράς. Ούτε αν βρίσκεσαι σε χωριό ή πόλη. Οι ιστορίες στο Γιαννιτσοχώρι, τη Ζαχάρω και την Κυπαρισσία έχουν κοινή αφετηρία τη νοοτροπία ότι πάντα φταίει κάποιος άλλος. Θα ακούσεις τους παραγωγούς να κατηγορούν για την κρίση τους εµπόρους. Αγοράζουν, λένε, τα προϊόντα τους σε εξευτελιστικές τιµές (δέκα λεπτά το αγγούρι). Εδώ και χρόνια όµως δεν φτιάχνουν µόνοι τους αγροτικό συνεταιρισµό. Θα πιεις καφέ µε τον ηλεκτρολόγο που λέει ότι του ζητούν µερεµέτια ακόµα κι αν δεν έχουν χρήµατα. «Οταν σε ξέρουν στο χωριό και θέλουν να κάνεις δουλειά, δεν µπορείς να αρνηθείς. Ελα εδώ και θα σε φτιάξω µετά, λένε, αλλά δεν έχουν να σε πληρώσουν». Θα σου εκµυστηρευτεί τις δυσκολίες του εργαζόµενος σε ιδιωτική εταιρεία. Λόγω κόστους η έγκυος γυναίκα του πρέπει να περιορίσει τις επισκέψεις στον γυναικολόγο, ακόµα κι αν δεν επιβαρύνεται οικονοµικά ως ασφαλισµένη στο ΙΚΑ. «Στον γιατρό πρέπει πάντα να δώσεις κάτι παραπάνω», σύµφωνα µε τον σύζυγό της.
Και θα συναντήσεις στο άδειο µαγαζί του έναν εστιάτορα που έχει στην άκρη χίλιες ελιές. Θα σου πει ότι τις έχει παρατήσει. Οτι έχει ακριβύνει πολύ η συντήρησή τους. Οτι φέτος αγόρασε λάδι από ελαιοτριβείο. Ωστόσο συνεχίζει να εισπράττει ετήσια επιδότηση 4.000 ευρώ για ένα κτήµα που µαραζώνει.
ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΗ από τηγη της εδώ και χρόνια, η επαρχίαακολουθούσε έναν αστικό τρόπο ζωής. Αντί της παραγωγής ήταν προτιµότερη η παροχή υπηρεσιών. Στον Πύργο των 40.000
κατοίκων λειτουργούσαν 180 καταστήµατα ειδών ένδυσηςκαι υπόδησης, µε ενοίκια που έφταναν τα 35 ευρώ ανά τ. µ. τον µήνα. Οπως εξηγεί ο ΓιώργοςΒασιλακόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Εµπόρων, Βιοτεχνών και Επαγγελµατιών Ν. Ηλείας, «οΟΑΕ∆ έδινε χρηµατοδοτήσεις σενέους επαγγελµατίεςγια να ανοίξουν δικέςτους επιχειρήσεις. Η εύκολη λύση ήταν τα ρούχα και τα παπούτσια, γι’ αυτό υπήρχε αύξηση την τελευταία πενταετία». Τον τελευταίο χρόνοόµως έκλεισαν 35 καταστήµατα που δραστηριοποιούνταν σε αυτόν τον τοµέα. Αφού δεν µπόρεσαν να εκµεταλλευτούν τη γη τους, αρκετοί τώρα κοιτούν να την πουλήσουν. Σύµφωνα µε τον Κώστα Μπηλιώνη, µεσίτη στη Ζαχάρω, το τελευταίο εξάµηνο αυξήθηκε κατά 50% η διάθεση χωραφιών και οικοπέδων στην περιοχή. Η ζήτηση όµως είναι µειωµένη, ενώ η αγορά διψά για ρευστό. Ο Θόδωρος Γιανναράς, ιδιοκτήτης βιοτεχνίας παραδοσιακών ζυµαρικών, λέει ότι έχασε µέσα σε ένα έτος 70.000
ευρώ σε ακάλυπτες επιταγές.
Ωστόσο ο Λυµπέρης Καλογερόπουλος, προϊστάµενος στη ∆ΟΥ Ζαχάρως, παρατηρεί ότι τατελευταία είκοσιχρόνιαστην εφορία χρωστούν τα ίδια άτοµα. Η κρίση, λέει, δεν έχει προσθέσει νέα ονόµατα στηλίστα των οφειλετών.«Ο ντόπιος δεν έχει φτάσει ακόµα σε σηµείο εξαθλίωσης. ∆εν βρίσκεται στο όριοτης πείνας»,τονίζει.
Υπάρχουν πάντως και ντόπιοι που αλλάζουν τιςσυνήθειές τους. Στη λαϊκή αγορά της Ζαχάρως πωλούνται πλέον όλο και περισσότερα φυτά για µποστάνια.Ενας απότους αγοραστέςείναι οΒασίλης∆ρακόπουλος , ιδιοκτήτηςτου µπαρ «Sugar Town», κάτω από το κτίριο της τοπικής ∆ΟΥ.
Εδώ και δύο µήνες έχει φτιάξει πίσω από το µαγαζί του ένα περιβόλι µε µελιτζάνες, αγγούρια, ντοµάτες, τρεις ελιές και µια συκιά.Αγόρασε και 20 κότες για φρέσκα αυγά. «Κατάλαβαότι πρέπει να τελειώσει πλέον η αστική αντίληψη που είχαµε στην επαρχία. Τόσα χρόνια δεν ασχολιόµουν καθόλου µε τη γη. Οµως από δω και πέρα θα έχω ό,τι ζητήσω» λέει.
σχόλια