Δευτέρα πρωί. Η Α., που μας βοηθάει με τις δουλειές του σπιτιού, χτυπάει το κουδούνι, σκασμένη. «Σίσσυ, πρέπει να μου βρεις δουλειά», μου λέει. Δεν θέλει να αλλάξει δουλειά, θέλει να της βρω περισσότερα σπίτια να πηγαίνει. Εδώ και καιρό, σταδιακά ‘απολύεται’ από τους τακτικούς της πελάτες, όχι γιατί δεν είναι ευχαριστημένοι, αλλά γιατί πολλοί -όπως και εμείς- αφαιρούν πλέον την οικιακή βοηθό από τον μηνιαίο προϋπολογισμό ή περιορίζουν σημαντικά τη συχνότητά της, στα πλαίσια μιας νέας δυσκολότερης και χμ, πιο βρώμικης τάξης πραγμάτων.
Η Α. είναι 28 ετών, χήρα, με ένα παιδί 7 ετών. Ήρθε από την Αλβανία πριν από 11 χρόνια. Πριν από αυτήν είχε έρθει ο πατέρας της, αργότερα ο αδελφός της και, όταν τα πράγματα έστρωσαν, εγκαταστάθηκε και εκείνη στην Αθήνα με τη μητέρα της. Εδώ έχει ζήσει όλη την ενήλικη ζωή της. Εδώ γέννησε την κόρη της και έθαψε τον άντρα της όταν το παιδί τους ήταν μηνών. Σήμερα δουλεύουν μόνο εκείνη και η μητέρα της. Συντηρούν τη δική τους μικρή οικογένεια, αλλά και τον αδελφό της, τη γυναίκα του και το παιδί τους, καθώς εκείνος έχει μήνες να βρει δουλειά.
Αυτές τις μέρες η Α. έχει έναν ακόμη λόγο να νιώθει σκασμένη. Ο κοινός μας φίλος Δ., αυτός που μου την είχε συστήσει, της είπε ότι δεν θα τη χρειαστεί άλλο, γιατί φεύγει για το εξωτερικό. Η Α. δεν χάνει μόνο το μεροκάματο από το σπίτι του, που καθάριζε κάθε 15 ημέρες, αλλά και από το γραφείο του, όπου πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα και το οποίο ο Δ. αποφάσισε να κλείσει, μετά από σκέψη και προβληματισμό μηνών.
Όπως και η Α., ο Δ. θα γίνει σύντομα οικονομικός μετανάστης κι αυτό είναι κάτι που έχουν κοινό. Κι ας μοιάζουν κατά τα λοιπά να έρχονται από άλλη διάσταση. Έχουν διαφορετικό βιοτικό, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, άλλες ρίζες και μια πορεία που ξεκίνησε αντίστροφα για να συναντηθεί, εντελώς αιφνιδιαστικά, κάπου στη μέση και κάπου στο πουθενά. Για τον Δ. η απόφαση να φύγει δεν ήταν μονόδρομος, δεν πάρθηκε στα τυφλά, δεν έγινε από ανάγκη επιβίωσης. Έγινε πάντως από ανάγκη. Κοντεύει σαράντα, εργάζεται εδώ και χρόνια και έχει δική του επιχείρηση, η οποία έχει κατά τα φαινόμενα «πετύχει». Έχει κερδίσει βραβεία και αναγνώριση, αλλά δεν έχει βρει τρόπους να επιβιώνει ανώδυνα σε μια πραγματικότητα παρανοϊκά εξωπραγματική. Όταν, λοιπόν, ακόμη αγωνιά για το αν θα τα βγάλει πέρα τον επόμενο μήνα, όταν κάνει αυτό που αγαπά περισσότερο και δεν το χαίρεται πλέον καθόλου, τότε οι επιλογές του είναι λίγες, εκ των πραγμάτων. Η Α. έφυγε από τη χώρα της γιατί πεινούσε. Ο Δ. φεύγει γιατί σε μια άλλη χώρα του πρόσφεραν δουλειά. Με ένα μισθό αξιοπρεπή. Σ ‘ένα περιβάλλον που προσφέρει μια στοιχειώδη συνθήκη πολιτισμού. Απλώς δεν έβρισκε λόγο να αρνηθεί. Και λόγο να μείνει.
Η συνέχεια παραμένει ανοικτή. Ο Δ. θα δοκιμάσει τα χαρακτηριστικά του νέο-μετανάστη και θα τα κρίνει στην πορεία. Μαζί του και πάρα πολλοί άλλοι, που θα πάρουν την απόφαση να φύγουν ή απλώς να παραμείνουν μακριά, οριστικά. Στην Ελλάδα, η Α. πρέπει για ακόμη μια φορά να πάρει τις αποφάσεις της. «Να σου πω, Σίσσυ, κι εμείς σκεφτόμαστε να φύγουμε. Να γυρίσουμε στην Αλβανία». «Μα, θα έχετε δουλειά εκεί;». «Δεν ξέρω. Λέμε να ανοίξουμε μαγαζί. Κι αυτό, εδώ, σίγουρα δε γίνεται».
σχόλια