του Θάνου Σταθόπουλου via
Η μνήμη προβάλλει την πρώτη φορά που συνάντησα το Νίκο Αλεξίου. Παγκράτι, Άνοιξη, 1981. Ταβέρνα «Καραβίτης», συντροφιά με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Νίκος κάνει την εμφάνισή του με άσπρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο και έναν Άσσο σκέτο να εξέχει από τη μικροσκοπική τσέπη του. Ο Χατζιδάκις, με την αβρότητα που τον διέκρινε, μας συστήνει αυτομάτως. Κάθεται συνεσταλμένα. Η καλλονή του είναι εκθαμβωτική. Σχεδόν συνομήλικοι αρχίζουμε να συζητούμε. Ο Χατζιδάκις παρακολουθεί με τρόπο τη συνομιλία μας διακόπτοντάς μας πότε–πότε επιτιμητικά μ’ ένα τρυφερό μειδίαμα στα χείλη του. Γίναμε φίλοι. Δύο χρόνια πριν, ο Νίκος έχει αφιχθεί από το Ρέθυμνο. Χώνεται στην πρωτεύουσα ως το λαιμό.1 Θα περπατήσουμε άσκοπα στους δρόμους της Αθήνας, όπως αποκαλύπτονταν στα μάτια μας τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 και θα ξενυχτήσουμε ασύστολα στο μπαρ «Η Διάπλαση των Παίδων» μαζί με φίλους, φίλες, γνωστούς που αργότερα έγιναν άγνωστοι και αγνώστους που έγιναν γνωστοί ή παρέμειναν άγνωστοι. Το 1982 αποφασίζει να φύγει στη Βιέννη και να φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Θα επιστρέψει το 1984, θα περάσει για λίγο από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, θα την παρατήσει, και το 1985 θα κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Δεσμός, στρέφοντας την προσοχή του κόσμου της τέχνης σε τέσσερα έργα – τέσσερις όψεις του σεληνιακού μονόλιθου της Οδύσσειας του διαστήματος, του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Νομίζω ότι επιβλήθηκε αμέσως. Από εκεί κι έπειτα η καταξίωση έρχεται σύντομα και οπωσδήποτε υπήρξε καθολική μέχρι τέλους. Τις 28 Φεβρουαρίου 2011, μαζί με πλήθος φίλων και κόσμου, τον αποχαιρέτησα δια παντός στο Πρώτο Νεκροταφείο, αποχαιρετώντας ακριβώς την πρώτη εικόνα της γνωριμίας μας.
Ο Νίκος ανήκε σε μία μεταιχμιακή γενιά -η γενιά της μεταπολίτευσης- που άκουσε δυνατά τον απόηχο όλων των μεταπολεμικών τραυμάτων, πέρασε την παιδική της ηλικία μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, ανδρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δοκιμάστηκε από την αγοραία, καταναλωτική φρενίτιδα της δεκαετίας του ’80 και των δεκαετιών που ακολούθησαν ως το τέλος του αιώνα. Πλείστοι όσοι πυρώθηκαν (ή κάηκαν) στο μαγκάλι των κομμάτων· άλλοι -ευαίσθητοι- παραδόθηκαν στην αυτοκαταστροφή έως εσχάτων, και άλλοι -πιο λίγοι, ελάχιστοι, πιο ευαίσθητοι- μετέτρεψαν το τραύμα σε ποίηση, έκπληξη και χειρονομία ζωής. Ο Νίκος Αλεξίου ανήκε εξ αρχής σε αυτούς τους ελάχιστους ανθρώπους – έτοιμος, εξ απαλών ονύχων.
Η πρώτη ύλη του υπήρξε εξόχως ποιητική. Η παιδεία του αυτοδίδακτη, συνειρμική, όπως εξάλλου όλων όσοι ζούνε τη ζωή τους με βάση και οδηγό το ένστικτο και τη μετάλλαξη του βιώματος σε πνευματικό γεγονός, σε σπίτι, αφήγηση, θαύμα και «δοχείο ζωής», όπως δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει για την αρχιτεκτονική ο αγαπημένος του (και αγαπημένος μας) Άρης Κωνσταντινίδης. Ακριβώς όπως οι πρώτες ύλες της τέχνης του -το φως, το χαρτί, το καλάμι, το σύρμα- είναι οι πρώτες ύλες της φύσης, και όπως το νερό μεταλλάσσεται σε πάγο και υδρατμό.2
Η τέχνη του: μία συνοριακή γραμμή των μεταιχμίων: το ελληνικό προνόμιο και συγχρόνως τικ και άγχος. Η καθ’ ημάς Ανατολή και η Ορθόδοξη Παράδοση με τη νεωτερικότητα και τον δυτικό κόσμο. Το αποκαλυπτικό και ο ορθολογισμός. Υπήρξε πάντα μεταξύ αυτών· ποτέ ερήμην τους, ουδέποτε εναντίον. Αναπτύσσοντας ένα συγκινημένο, εύθραυστο ιδιόλεκτο υψηλής θερμοκρασίας, μία ατμόσφαιρα για να ζήσεις και να αισθανθείς την αδιαίρετη ενότητα των πάντων.
Πράγματι, σε μία εποχή, κατά την οποία κυριαρχούσε μάλλον μία αβαρής αναπαραγωγή ελληνικών και ξένων προτύπων στην τέχνη, ο Νίκος Αλεξίου ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες της γενιάς του που άρθρωσε ένα ανεξίθρησκο λεξιλόγιο, αμιγώς προσωπικό και πρωτότυπο, αγνοώντας οτιδήποτε δεν περιείχε το αίτημα μίας αναγωγής σε πρωτογενή στοιχεία και ιδιάζουσες λεπτότητες του βίου.
Αισθάνομαι ότι ο Νίκος μετέφερε ποιητικά στο έργο του την υπαρξιακή ταλάντωση της ζωής. Όλα είναι εδώ, όλα υπάρχουν και πλέκονται, ακολουθώντας τους αυστηρούς, προκαθορισμένους νόμους της φύσης. Τίποτα δεν αλλάζει τη ροή. Όπως οι μοναχοί υπομένουν την ταλάντωση με την πίστη τους, εκείνος με την εμμονή της σκληρής και απόλυτης χειροναξίας, δηλαδή με την αφή και το βλέμμα των δακτύλων, την εσωτερική όραση, την αναπνοή του και σύγκορμο το νευρικό του σύστημα, τη διαδικασία να ανάγεται σε θέατρο, περφόρμανς, διάρκεια, βίο, έργο τέχνης και παραμυθία, έπλεξε τη σαφή διάταξη και οργάνωση των μορφών, των αισθήσεων και της άπειρης χρονικότητας. Μοτίβα και σχήματα που επαναλαμβάνονται και διαπλέκονται αενάως, επαναλαμβάνοντας το σχήμα του κόσμου και των πραγμάτων.
Θα πρέπει φυσικά να εννοήσουμε τη χειρονομία του Νίκου Αλεξίου ως απολύτως πνευματική.
Το πλέγμα, το grid – όπως του άρεσε να το αποκαλεί αγγλιστί.
«Σκέφτομαι ότι το χαρτί από τη φύση του, ως υλικό και μόνο, είναι το απόλυτο πλέγμα. Ίνες δηλαδή που συνθέτουν μια δομή. Το καλάμι έχει μία γραμμική δομή, είναι δηλαδή ένας σωλήνας που με τη σειρά του απαρτίζεται από πολύ μικρούς παράλληλους σωλήνες. Το χαρτί είναι το απόλυτο πλέγμα και το καλάμι είναι η απόλυτη γραμμή. Τις δομές αυτές τις συναντάμε στα διαγράμματα της φυσικής. Οι γραμμές του καλαμιού είναι το φως που διαπερνά το πλέγμα του χαρτιού, όπως στη φύση υπάρχει μια ενέργεια που διαπερνά γραμμικά τα σωματίδια που κινούνται άτακτα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο κινήσεων φτιάχνει ένα πλέγμα. (…) Αν σκεφτείς ότι το DNA είναι ένα πλέγμα, ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα πλέγμα. Είναι σαν το κοχύλι που το φυσάς για ν’ ακουστεί ο ήχος. Ένα όργανο όπως εννοούμε τα όργανα του σώματος. Μου έρχεται στο νου μια καταπληκτική ιστορία. Μια μέρα στο Άγιο Όρος, μια μέρα που έβρεχε πολύ δυνατά, συναντιέμαι στο δρόμο με τον ηγούμενο του μοναστηριού. Εκείνος οδηγούσε ένα τζιπ και μου είπε να τον συνοδεύσω στη βόλτα του. Πάμε λοιπόν σε μια παραλία αρκετά μακριά από το μοναστήρι και μέσα στη συζήτηση αναρωτιέμαι τι σχέση μπορεί να έχει το στυλ, η γραφή, το μοναστήρι… Εκείνη την ώρα περνάμε από ένα σημείο που έχουν γκρεμιστεί τα χώματα, τα πρανή έχουν κατρακυλήσει παρασύροντας ένα σπιτάκι. Είμαστε μέσα στον κατακλυσμό. Και μου λέει το εξής καταπληκτικό: “Τα χώματα ανακατεύονται όλα, τα κόκαλα, οι καλοί, οι κακοί, το στυλ, οι γραφές, οι πολιτισμοί, οι ιδεολογίες”. Αυτό θα πει πλέγμα».3
Είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσεις στην ανάμειξη, αυτήν την ακριβή σύνδεση των πάντων, το πνεύμα μίας συναρμογής που ορίζεται από τη φύση και την τύχη των πραγμάτων, την πρωταρχική σύσταση και την καταγωγή του κόσμου· το ανυποχώρητο συνεχές.
Ο Νίκος Αλεξίου λέπτυνε εις το έπακρον τις αισθήσεις που τέμνουν τον χρόνο.
«Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που θυμάμαι από παιδί. Κάποιες αισθήσεις πολύ απλές, αλλά που μου φαίνονται καίριες, πολύ σημαντικές. Η καυτή πέτρα του καλοκαιριού, για παράδειγμα. Τι μπορεί να είναι αυτό; Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να μετατρέψει τέτοιου τύπου ερωτήματα σε έργο. (…) Τελικά ο καλλιτέχνης είναι το παιδάκι που παίζει στην άμμο».4
Παρομοίαζε τα έργα του -αυτά τα υψηλής συγκινησιακής υπόστασης εργόχειρα- με το κομποσκοίνι των μοναχών -το αργό πέρασμα και η κίνηση του χρόνου μέσα απ’ τα χέρια- και του άρεσε να τα αποκαλεί προσευχές.
Το pattern: το τέλος.
Αναπαύου, Νίκο. Στο φως του μαύρου.
Μία πρώτη εκδοχή αυτού του κειμένου εμφανίστηκε ως αποχαιρετισμός στην εφημερίδα Book’sJournal, τχ. 6, Απρίλιος, 2011.
- «Έκανα μια μεγάλη βόλτα στην Αθήνα. Μου είχε φανεί μαγική, ήταν τότε το μεταίχμιο της δεκαετίας του ’70, οι αρχές του ’80. Γνώρισα τόσο κόσμο. Είχα πέσει με τα μούτρα στις απολαύσεις της ζωής. Χύμα». Lifo, «Οι Αθηναίοι», 2009. [↩]
- «Δεν υπάρχει πραγματικότητα. Μαθαίνει κανείς το ποτήρι, το σπίτι, το δρόμο, τους ανθρώπους, για να φτιάξει κάποια στιγμή ένα παραμύθι στο οποίο είναι πρωταγωνιστής. Και μέσα εκεί είναι το ποτήρι, το τασάκι, οι ληστές, οι αγαπημένοι». Συνέντευξη στον Χριστόφορο Μαρίνο: «Η εικόνα στο χαλί», The End, 52nd International Art Exhibition La Biennale di Venezia, Greek Participation. [↩]
- Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Κοροξενίδη: «Μιλώντας με τον Νίκο Αλεξίου», Angel Rolling up the Heavens, 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, Ελληνική Συμμετοχή, 2005. [↩]
- ό. π. [↩]
σχόλια