Η απώλεια του Σισέ
Αν το «τελευταίο καταφύγιο των βαρετών» είναι ο καιρός σε μια κουβέντα με ανθρώπους που γνωρίζεις πρώτη φορά, τότε τα αθλητικά είναι η αναμενόμενη συνέχεια. Και είναι ανεξάντλητη. Το μυαλό του οπαδού, ακόμα και στο κρεβάτι του νοσοκομείου, δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτό. Δυο ασθενείς μιλούν για τον Σισέ καθώς η χημεία κατεβαίνει απ τον ορό στις φλέβες τους. Είναι σε απόγνωση. «Έφυγε ο Σισέ», «Όλο το παιχνίδι είχε στηθεί πάνω στον Σισέ», «Και τώρα τι;». Ο τελευταίος ντόρος για τα στημένα παιχνίδια, τους απασχολεί για ένα μόνο λεπτό και μετά η κουβέντα επιστρέφει πάλι στον Σισέ, ύστερα κάνει μια μικρή κοιλιά για τα εκατομμύρια που παίρνουν οι παίκτες ξένων ομάδων και μετά πάλι Σισέ. Μετά από μια ώρα ο ένας απ τους δυο ζητάει απ την νοσοκόμα να αλλάξει κρεβάτι. Βρίσκονται τώρα δίπλα- δίπλα. Λίγο ακόμα και ο ένας θα πιάσει το χέρι του άλλου. Ένας κόμπος θα αρχίσει να ανεβαίνει προς τα πάνω, στο λαιμό του πιο ευσυγκίνητου. «Μην στεναχωριέσαι» θα του πει ο πιο αισιόδοξος «όχι μόνο θα νικήσουμε τον καρκίνο αλλά ίσως επιστρέψει και ο Σισέ».
Βγαίνω έξω απ το θάλαμο. Μια αθλητική εφημερίδα είναι αφημένη πάνω στο τραπεζάκι. Μια πράξη μεγαλοψυχίας. Όπως το χτυπημένο εισιτήριο που συνωμοτικά δίνεις σε ένα άγνωστο που κατεβαίνει τα σκαλιά του μετρό, όπως τα βιβλία του αφήνουν οι βιβλιόφιλοι στα παγκάκια για τον επόμενο, έτσι και εδώ παίρνεις δωρεάν την «αρρώστια της ομάδας» που κάποιος πλήρωσε 1 ευρώ. Διαβάζω μια στήλη στην τελευταία σελίδα. Ο συντάκτης του άρθρου συζητά με κάποιον για την απόκτηση ενός σημαντικού παίκτη. «Γιατί συζητάτε για αυτόν όταν υπάρχει αυτός αναρωτιέται» και προσπαθεί να πείσει με τα επιχειρήματα του για την αξία του παίκτη, τον οπαδό, έναν ιδιοκτήτη καταστήματος ηλεκτρικών ειδών που «εννοείται ότι είναι το ίδιο άρρωστος με την ομάδα, δεν θα ψώνιζα από αλλού».Ότι και να διαβάσω εκεί μέσα έχω την αίσθηση ότι ξεφυλλίζω φυλλάδιο κάποιας αίρεσης. Η εικόνα ολοκληρώνεται όταν ο συντάκτης υπογράφει το άρθρο του με το ψευδώνυμο «Καθοδηγητής».
Papakaliatis rules
Τρώμε μετά το νοσοκομείο και σκεφτόμαστε πως φτάσαμε ως εδώ. Μια σειρά από συμπτώσεις μας οδήγησαν όλους στην Αθήνα την τελευταία χρονιά λες και έπρεπε να είμαστε όλοι παρόν, στην αρρώστια του φίλου μας.
«Μια θεϊκή δύναμη;» ειρωνεύομαι. Η ειρωνεία είναι το δικό μου καταφύγιο για πράγματα που δεν μπορώ να εξηγήσω.
«Είμαστε σαν να παίζουμε σε κάποια ταινία, που δεν γνωρίζουμε το φινάλε της» λέει η Μ.
«Η ζωή δεν αντιγράφει την τέχνη αλλά την κακή τηλεόραση» λέει ο Γ που έχει δει από δυο φορές τουλάχιστον, την κάθε ταινία του Woody Allen.
«Ακριβώς. Είμαστε οι ήρωες του Παπακαλιάτη. Αυτός θα αποφασίσει για το μέλλον μας»λέω και μετά κόβω ένα κομμάτι κρέας, καθώς η φωνή της Άντζελας Δημητρίου λυσσομανάει απ τα ηχεία για τις μαδημένες μαργαρίτες της.
Death Proof
Οι επισκέπτες δίνουν το beat της ζωής που συνεχίζει να τρέχει, έξω απ το νοσοκομείο. Εισβάλει η Φ απ την δουλειά του Δ. Είναι ηλιοκαμένη και αμήχανη αυτό που συμβαίνει στο Δ. Καλύπτει την αμηχανία της, εξιστορώντας τα δικά της.
Μας λέει πόσο δύσκολο ήταν να παρκάρει, για την ζέστη και για την μάνα της. Η μάνα της μια 68χρονη που συνεχίζει να οδηγεί χρόνια τώρα, χωρίς να φοράει ζώνη ασφαλείας, είχε ένα άσχημο τρακάρισμα πριν ένα μήνα. Το αυτοκίνητο πάει για απόσυρση, αλλά αυτή την γλίτωσε με «ένα μικρό σπασιματάκι στο χέρι». «Είναι ξεροκέφαλη» μας λέει η Φ «ακόμα και τώρα μετά το τρακάρισμα, στο αυτοκίνητο μου δεν φοράει ζώνη. Την πνίγει. Οδηγώ και όταν φρενάρω βάζω αντανακλαστικά το χέρι μου πάνω της. Φοβάμαι και αυτή συνεχίζει το δικό της απτόητη» μας λέει απηυδισμένη.
Αμέσως μου έρχεται μια φράση από ένα βιβλίο του Μπαλζάκ που είχα διαβάσει τελευταία: «Η τύχη δεν έχει ηθική». Μα πόσο δίκιο έχει; Σε ένα κόσμο που 70χρονες συμπεριφέρονται όπως τα κορίτσια του Death Proof και την γλιτώνουν, ενώ την ίδια στιγμή στα νοσοκομεία νέοι άνθρωποι δίνουν μάχη για την ζωή τους, είναι λογικό να σκεφτείς ότι η τύχη αρκετές φορές έχει κάτι το «ανήθικο».
σχόλια