Ήταν ένα όμορφο δειλινό, σαν αυτά που ζωγραφίζει ο Bob Ross στην ΕΤ3. Μπορεί να μην υπήρχαν σκιουράκια όμως ο ουρανός ήταν χάρμα οφθαλμών με τα τόσα χρώματα του. Τόσοι τόνοι του ροζ που ο ανθρωπινός νους δεν θα μπορούσε ούτε να λογιστεί ότι υπάρχουν.
Βγαίνω από την Πηγή των γυαλιών ο «Μίμης». Άλλη μια φόρα με άδεια χέρια. Άλλη μια φορά, χωρίς να έχω καταφέρει να βρω αυτό που πραγματικά μου ταιριάζει. Αυτό που θα με ολοκλήρωνε ως άνθρωπο. Απογοητευμένος προσχωρώ με σκυφτό το κεφάλι προσπαθώντας να μην σκουντουφλήσω πουθενά, αφού τα ματιά μου είναι πλημμυρισμένα. Πριν περάσω το διπλανό μαγαζί όμως, βλέπω μέσα αυτό που έμελε να αλλάξει μια για πάντα την μοίρα μου. Καταφέρνοντας να ανοίξω τα υγρά μου ματόκλαδα την βλέπω να μου χαμογέλα.
Ψηλή, όμορφη με πράσινα ματιά αλλά χωρίς επίγνωση της ουράνιας ομορφιάς της. Όσο πιο διστακτικό είναι το χαμόγελο (δεν) είχε πει κάποιος, τόσο πιο πολλά έχει να κρύψει. Μα αυτή το έχει τόσο μεγάλο! Το στόμα της ανοίγει τόσο πολύ όταν χαμογελά που είναι λες και ετοιμάζεται να φάει ένα μεγάλο
κομμάτι μιλφειγ (πραγματικά, αυτό το γλυκό έχει σχεδιαστεί για κροκόδειλους;). Βλέμμα αθώο αλλά και πρόστυχο συνάμα σαν να φωνάζει «μάθε μου τι είναι έρωτας». Κορμί σφιχτό και γυμνασμένο, λείο σαν το ωμό συκώτι που αγοράζει η μαμά κάθε Τετάρτη.
Αμέσως προσεγγίζω. Βγαίνουμε από το μαγαζί μαζί. Δεν νιώθει άνετα περπατώντας στην Αθήνα όμως τα συναισθήματα ανάμεσα μας είναι σαν να δημιουργούν ένα τοίχος που μας απομονώνει από όλα τα εμπαθή βλέμματα των γύρω μας. Μπαίνουμε στο μετρό και γυρίζουμε σπίτι. Είναι ήσυχη, δεν μιλάει. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, όντας Γερμανίδα. Περίεργο όμως, μοιάζει σαν να μιλάει. Μπορεί να μην χρησιμοποιεί το στόμα της αλλά τα μάτια της λένε τόσα πολλά! Γλωσσοκοπάνα…
Στο δρόμο μαθαίνω για εκείνη. Ήρθε πριν δυο μέρες στην Ελλάδα και έχει αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα λόγω εθνικότητας. Στη χώρα της υπήρξε στρατιωτικός. Αν και παρακολουθώντας την μπορείς να διακρίνεις πειθαρχία και δυναμισμό, μοιάζει ταυτόχρονα ευάλωτη σαν μικρό παιδί.
Αυτή η όμορφη παρουσία που όλοι θαυμάζουν στον δρόμο έχει τόσες ανασφάλειες και φοβίες. Πριν μπούμε στο σπίτι μου αποκάλυψε πόσο την φοβίζουν τα αιχμηρά αντικείμενα. Τελικά ακόμα και οι πιο τέλειοι φαινομενικά είναι απελπισμένα εγκλωβισμένοι στην ανθρώπινη τους οντότητα και τις αδυναμίες με τις οποίες αυτή συνάδει.
Μπαίνουμε στο σπίτι όπου διαδραματίζεται η πιο αμήχανη στιγμή που έχω ζήσει ποτέ. Η αδερφή μου χαρακτηρίζει τη Μόνικα σιχαμένη και η μαμά μου λέει να βγάλω αυτό το πράγμα από το σπίτι. Η άτυχη κοπέλα που κάλεσα σπίτι για να προστατεύσω, βάλλεται από την ίδια μου την οικογένεια.
Δεν υποχωρώ όμως! Η Μόνικα είναι επιλογή μου, είτε την δεχθούν είτε όχι. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τόσο σίγουρος και επιβεβαιώνομαι καθημερινά. Αύριο θα ανεβάσω φωτογραφίες απο την πρώτη μας έξοδο
σχόλια