Μπάνιο στις Βάτσες. Είναι ένας κόλπος καθαρής παγωμένης θάλασσας ανάμεσα σε δύο πέτρινους λόφους δίχως ίχνος φυτού. Χαράδρα του διαβόλου. 'Ενας καρόδρομος διώχνει τους πολλούς -ακόμα και σήμερα, Παναγίας, ήρθαν ελάχιστοι.
Μαθημένος από την υλήεσσα και κάπως γλυκερή Ζάκυνθο εδώ με χτυπάει κατακούτελα το ''αγγελικό και μαύρο φώς'' του ελληνικού καλοκαιριού. (Συμπτωματικά, ή όχι και τόσο, μόλις ξαναδιάβασα τους δύο τελευταίους τόμους από τα Ημερολόγια του Σεφέρη: στο Ε' , η κούραση μιας χώρας που μόλις βγαίνει από τον πόλεμο και ο αγώνας του να κρατηθεί μακρυά από την μικροπρέπεια της αθηναικής κοινωνίας, η γέννηση και οι αναβαθμοί της ''Κίχλης'' στον Πόρο, η πρώτη του καταγραφή για αυτό το φώς που μοιάζει με άσπρο σεντόνι μπροστά από το ζόφο)
Ένα ζευγαράκι φιλιότανε αδιάκοπα στο ξερό τοπίο (αγάπης αγώνας άγονος)
Το διακρίνετε;
Μετά το Σεφέρη προσπάθησα να διαβάσω Χάκκα, επειδή μου τον πρότεινε ο Τζιρτζιλάκης. Παλιά, στα αριστερά ντουζένια, είχα διαβάσει ''Το Κοινόβιο'' αλλά δεν θυμόμουν τίποτα. Όταν κάτι το κάνουμε από μόδα, σπανίως αφήνει ίχνη μέσα μας. Τώρα με απώθησε η ητταλαζονία του, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη (που δεν μπορώ): ένα είδος έπαρσης και ηδονής και θριάμβου για τους losers που χαντάκωσε μια ολόκληρη πικράντερη γενιά και την έκανε να βράζει στο ζουμί της, χωρίς τελικά να πάει ένα βήμα παραπέρα από το υπερφίαλο sleen της. Αλλά και το βιβλιαράκι με τη συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη στον Μισέλ Φάις που μόλις βγήκε, περιττό μού φάνηκε. Δεν προσθέτει κάτι στον συγγραφέα του εξαιρετικού ''Υ.Γ.'' -μάλλον του αφαιρεί.
Τα παράτησα κι έπιασα κάτι που είχα πρωτοδιαβάσει στην Ανάφη -μιά δεκαετία πριν. Η οργή που ένιωσα στο Μουσείο της Περγάμου για την ασύστολη λεηλασία των ξένων θησαυρών βρίσκει σε αυτό το ψύχραιμο βιβλιο όλα τα ιστορικά επιχειρήματα, γιατί τελικά η Μελίνα δεν ήταν μια τρελλή που έθεσε το θέμα.
Στην άκρη του μικρού κόλπου υπάρχει μια παράγκα που φτιάχνει κοκτέιλ. Παίζει συνήθως ρέγκε -περιβάλλον ιδανικό για μπάφους. Καμμιά φορά πίνουμε κι εμείς καμπάρι σε πλαστικά ποτήρια.
Μεθυσμένος, ή έστω tipsy, κάτω απ' τον ήλιο ξέρεις τι λέγανε τα χρυσά παιδιά του LSD, ή ο Σεφέρης όταν γράφει
Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ'ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι'ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν'ανηφορίζει.
Μείναμε μέχρι να πέσει ο ήλιος
Στο δρόμο σταματήσαμε για χλωρή και φασόλια στο Γεράνι.
Στην θάλασσα, μπροστά, είχαν καθίσει και ρεμβάζανε δυό γυναίκες κι ένα παιδί.
Απ' τις χειρονομίες υπέθεσα ότι είναι γιαγιά, κόρη κι εγγόνι. Κύκλος αδιάσπαστος.
Στην έβγα (στο καθεδρικό των διακοπών) παγωτά και νυχοκόπτης.
Το ήξερε κι ο μελαγχολικός Παβέζε: Το καλοκαίρι αρκεί να περάσεις στην άλλη άκρη του δρόμου για να παλαβώσεις από ευτυχία.
σχόλια