Ξεκινάω εγώ.
Η Έκτακτη Έκδοση
Ένα χρόνο νωρίτερα, είχα αφήσει το Λονδίνο κι είχα επιστρέψει για τα καλά στη Θεσσαλονίκη. Όμως μερικές συναρπαστικές, κοσμοϊστορικές προσωπικές εξελίξεις με έκαναν να ξαναγυρίσω στο Λονδίνο με την πρόφαση ενός μεταπτυχιακού.
Ένα απ’ τα πρώτα μεσημέρια εκεί αποφασίσαμε τέσσερα άτομα να πάμε σινεμά στο Picadilly Circus. Φτάναμε έξω απ’ το σινεμά για να δούμε το Hedwig and the Angry Inch, όταν μας πήρε τηλέφωνο η Κατερίνα απ’ την Ελλάδα. Άρχισε να λέει κάτι τρελά: να φύγουμε απ’ το κέντρο, να προστατευτούμε, στην Αμερική γίνονται επιθέσεις, οι ειδήσεις λένε ότι το Λονδίνο ίσως να είναι ο επόμενος στόχος λόγω της συμμαχίας Μπους-Μπλερ, στη Νέα Υόρκη άνθρωποι πηδούν έξω απ’ τους Δίδυμους Πύργους και σκοτώνονται, αεροπλάνα καταστρέφουν το Πεντάγωνο, φωτιές παντού, καταστροφή.
Δεν την πολυπιστέψαμε. Μπαίνοντας στο κτίριο για να πάρουμε τα ήδη προπληρωμένα εισιτήριά μας ρωτήσαμε έτσι εθιμοτυπικά τον ταμία: «Ακούσατε τίποτα για την Αμερική; Όχι ε;». Δεν το ρώτησα εγώ γιατί ντρεπόμουν, θα με πάρει για τρελό σκέφτηκα. Άλλωστε ποιοι θα τολμούσαν (και θα είχαν καταφέρει) να επιτεθούν στην Αμερική – οι εξωγήινοι; Δεν άκουσα την απάντησή του αλλά το βλέμμα του με φρίκαρε. Ήταν όλα αλήθεια.
Και τώρα;
Μπήκαμε να δούμε την ταινία.
Ως ο πιο φοβητσιάρης επέμεινα να καθίσουμε πίσω, ώστε αν ακουστεί κανένας θόρυβος να μπορέσουμε να βγούμε στα γρήγορα. Οι υπόλοιποι μου έκαναν τη χάρη και κάθισα στην έξω έξω θέση. Στην αρχή η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και φανταζόμουν εικόνες καταστροφής: βόμβες έπεφταν στο κέντρο του Λονδίνου, αεροπλάνα συγκρούονταν στα κτίρια με τις φωτεινές διαφημιστικές πινακίδες, ένα σινεμά κατέρρεε και οι λιγοστοί τρελοί που είχαν είχαν το θράσος να βλέπουν ταινία ενώ ο κόσμος καιγόταν ανακαλύπτονταν μερικές μέρες αργότερα στα συντρίμια του κινηματογράφου. Ήταν όμως αργά. Οι τέσσερις φίλοι ήταν πλέον απανθρακωμένοι.
Όμως το Hedwig and the Angry Inch ήταν ωραίο και διασκεδαστικό. Χρώματα, μουσική, γέλιο – σύντομα είχα ξεχάσει τα πάντα. Μέχρι που…
...στην μεγάλη σκηνή της αποκάλυψης του έργου, ο ντυμένος γυναίκα πρωταγωνιστής που είχε συνάψει δεσμό με νεαρό αποφασίζει να του εξομολογηθεί ότι δεν είναι πραγματική γυναίκα… Και το σκηνοθετικό τρυκ, μέχρι αυτός να καταφέρει να το ξεστομίσει, ήταν ο ήχος μιας βόμβας που πέφτει απ’ τον ουρανό. Ένα μακρινό «ΦΣΣΣ», που πλησίαζε, πλησίαζε, πλησίαζε και ετοιμαζόταν να προσκρούσει στο έδαφος και να προκαλέσει έκρηξη μεγατόνων. Eίπα απλά πανικόβλητος:
«Πάμε να φύγουμε! Βόμβα! Δεν ακούτε τη βόμβα που πλησιάζει;»
«Η ταινία είναι ρε Άρη, ηρέμησε», μου είπε ατάραχος ο Γιώργος.
«Κι αν δεν είναι η ταινία;»
Η βόμβα πλησίαζε. Οι εικόνες καταστροφής με τα σωστικά συνεργία να φτάνουν αργά γέμισαν ξανά το μυαλό μου. Το «ΦΣΣΣ» πλησίαζε κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο.
ΜΠΟΥΜ!
Μου πήρε ώρα για να ηρεμήσω. Το ΜΠΟΥΜ ήταν όντως απ’ την ταινία, τώρα το ήξερα, του νεαρού του είχε έρθει κεραμίδα, κι εγώ όμως χρειαζόμουν κανα ποτάκι.
Κάποτε η ταινία τελείωσε, και έξω το Picadilly ήταν τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι όταν είχαμε μπει, δυο ώρες πριν.
Τώρα ήταν σχεδόν άδειο, ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους – και όσοι λιγοστοί υπήρχαν έτρεχαν αριστερά και δεξιά σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Κοιτούσαν, όπως και μεις ψηλά. Και τρόμαζαν με το κάθε (προγραμματισμένης πτήσης) αεροπλάνο που εντόπιζαν στον ουρανό.
«Έκτακτη έκδοση», φώναζαν όσοι πωλητές εφημερίδων είχαν μείνει στη θέση τους - πουλούσαν το έκτακτο φύλλο της Evening Standard, το πρωτοσέλιδο της οποίας ούρλιαζε λέξεις όπως WAR και DISASTER και είχε τις πρώτες φωτογραφίες των κατεστραμμένων Δίδυμων Πύργων.
Την ίδια στιγμή ανοίγαμε τα κινητά μας και ακούγαμε εξωφρενικά τρομοκρατημένα μηνύματα απ’ τις μαμάδες μας που έλεγαν πάνω κάτω να τσακιστούμε να φύγουμε απ’ το κέντρο και να χωθούμε σε κανένα καταφύγιο. Ξανακοίταξα τον ουρανό. Κάθε ήχος με τρόμαζε, οι περαστικοί ούρλιαζαν στα κινητά τους συγκεχυμένες πληροφορίες περί επικείμενου βομβαρδισμού του Picadilly Circus, του μέρους όπου βρισκόμασταν.
Οι υπόλοιποι επέμειναν να πάρουμε το λεωφορείο (και όχι ένα ταξί που θα μας απομάκρυνε άμεσα απ’ το κέντρο) και επιπροσθέτωνς, λες και θέλαν να παίξουν με τα νεύρα του Υποχόνδριου Φοβητσιάρη, με πήγαν στη Shaftesbury Avenue για να βρούμε ένα McDonalds και μετά να περιμένουμε στην ουρά κιεγώδεξερωπόσηώρα. Κάποτε φτάσαμε σπίτι και βάλαμε την τηλεόραση για τα νέα -και δεν την κλείσαμε καθόλου όλη μέρα...
Ήμουν ένα μάτσο νευρώσεις τότε. Ήμουν όμως και φρεσκοερωτευμένος – ξεκινούσα μια νέα ζωή σε μια πόλη που αγαπούσα. Δεν είχα ιδέα τι θα έκανα στη ζωή μου – αν θα ήμουν ζωντανός και υγιής δέκα χρόνια αργότερα, αν θα εξασκούσα το επάγγελμα που σπούδαζα τότε, αν θα έγραφα ποτέ τα βιβλία που ονειρευόμουν, αν θα είχα μόνιμο ίντερνετ στο σπίτι (μεγάλος μου καημός τότε!), αν η φρέσκια σχέση θα άντεχε στο χρόνο.
Όλα έγιναν και όλα άντεξαν – εκτός απ’ τις νευρώσεις που με εγκατέλειψαν απηυδησμένες.
Και βρίσκομαι ακόμα στη ζωή, χαλαρός και ευτυχισμένος και γεμάτος - ακριβώς δέκα χρόνια μετά...
(Εσείς τι κάνατε τότε;)
σχόλια