Διάβασα χθες τη στήλη του Παντελή Μπουκάλα στη Καθημερινή ο οποίος επέστρεψε ύστερα από το τραγικό γεγονός της απώλειας του γιού του στα τέλη του (δυσοίωνου) καλοκαιριού.
Λένε πως ο θάνατος ή απελευθέρωνει ή παραμορφώνει όσους μένουνε πίσω καθώς επωμίζονται το βάρος του πένθους και επιχειρούν να φτιάξουν ένα καινούριο κόσμο-μπαλόνι μέσα στο κοίλωμα του οποίου μπορούν ν' αναπαυθούν πρόσκαιρα από τα δυσβάσταχτα θραύσματα της πραγματικότητας.
Το γεγονός είναι πως οι περισσότεροι σωπαίνουμε μπροστά στο θάνατο. Η ζωή δεν είναι πια ένα ρούχο. Είμαστε γυμνοί, χωρις φωνή και μόνοι. Και το κουβαλάμε μέσα μας καθώς μετεωριζόμαστε προσπαθώντας να συνέλθουμε.
(απόσπασμα από τη χθεσινή του στήλη)
Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι - και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να 'τον παρεμπρός, και να 'τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.
Ο τρόπος βέβαια που ανταποκρίνεται ο καθένας στα κελεύσματα αυτά έχει να κάνει με αυστηρώς προσωπικές δεξαμενές. Ποιοί είμαστε εμείς για να εκφέρουμε γνώμη για αυτό που εκπορεύεται κατευθείαν από την άβυσσο;
Απ' την άλλη μου κίνησε το ενδιαφέρον χθες και η περίπτωση της Joan Didion που πόσταρε ο Στάθης στα Ημερολογιά του και για την οποία γράφει ο πάσχων από καρκίνο Christopher Hitchens στο Vanity Fair που κυκλοφορεί.
Η Joan Didion ανήκει σε αυτή την προικισμένη γενιά γραφιάδων που ξεπήδησε στα 60ς και που εγκαθίδρυσε μαζί με μερικούς άλλους αυτό το είδος γραφής που ονομάζουμε new journalism (ένα υβρίδιο που ένωνε την δημοσιογραφία με τις λογοτεχνικές αφηγηματικές τακτικές).
Το 2004 με αφορμή τον θάνατο του συζύγου της John Gregory Dunne έγραψε το The Year of Magical Thinking, ένα χρονικό όσων πέρασε κατά τη διάρκεια του χρόνου μετά τον θάνατο του όπως επίσης και την αρρώστια που προκάλεσε το σοκ της απώλειας του πατέρα στη 39χρονη κόρη της η οποία πέθανε ένα χρόνο ύστερα από τον πατέρα. Το βιβλίο αργότερα διασκευάστηκ από την ίδια την Didion σε μονόλογο και ανέβηκε στο Broadway με πρωταγωνίστρια την Vanessa Redgrave.
Με αφορμή το Blue Nights που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο και στο οποίο η Didion επικεντρώνεται στην απώλεια της κόρης της ο Χίτσενς γράφει ένα κομμάτι στο VF για αυτο ακριβώς το πνιγηρά εφιαλτικό ενδεχόμενο του να χάνει ο γονιός το παιδί του.
Vanish.
Pass into nothingness: the Keats line that frightened her.
Fade as the blue nights fade, go as the brightness goes.
Go back into the blue.
I myself placed her ashes in the wall.
I myself saw the cathedral doors locked at six.
I know what it is I am now experiencing.
I know what the frailty is, I know what the fear is.
The fear is not for what is lost.
What is lost is already in the wall.
What is lost is already behind the locked doors.
The fear is for what is still to be lost.
You may see nothing still to be lost.
Yet there is no day in her life on which I do not see her.
Και ο Μπουκάλας και η Didion μείνανε πίσω προσπαθώντας να διαχειριστουν το οντολογικό αραβούργημα του πένθους. Και οι 2 έχουν βρεί ένα είδος καταφύγιου στις λέξεις, στη γραφή.
Ο τρόπος που διαβάζω τις λέξεις τους, που ακούω την ηχώ που κάνουν έχει να κάνει με την πένθιμη δημιουργικότητα του πόνου της απουσίας. Ότι έρχεται στην επιφάνεια είναι σαφώς λιγότερο από αυτόν που χάθηκε για πάντα.
Ωστόσο η μνήμη είναι το μόνο που έχουμε. Και κατά ένα παράδοξο τρόπο οι εικονικοί της κόσμοι το τελευταίο αληθινό μας καταφύγιο.
σχόλια