Καθόμουν στο κρεβάτι, διάβαζα ένα μυθιστόρημα και το ράδιο έπαιζε. Ξαφνικά ακούγεται μια μελώδία, χωρίς λόγια, που με πήγε πίσω στο χρόνο. Αυτή η μελώδία μου ήταν πολύ γνώριμη. Είχε το άρωμα των παιδικών μου χρόνων. Και των παιδικών μου ονείρων. Όσο η συγκεκριμένη μουσική έπαιζε, οι αναμνήσεις ερχόντουσαν ακάλεστες η μία μετά την άλλη, σαν έναν μουσαφίρη που χτυπάει απρόσκλητος την πόρτα. Τρύπωσαν λοιπόν χωρίς να το καταλάβω, στρογγυλοκάθησαν, άναψαν το τσιγαράκι τους και το τετράλεπτο ταξίδι (όσο δηλαδή διαρκούσε η μελωδία) ξεκίνησε.
Πρόκειται για ένα άκουσμα που με συντρόφευε τα απογεύματα στο δωμάτιό μου. Εκεί όπου έγραφα συνεχώς. Ασταμάτητα. Εκθέσεις, ημερολόγιο στο τέλος κάθε ημέρας, παραμύθια και πράγματα που ήθελα να ζήσω. Είχα μια απίστευτη αισιοδοξία για τον κόσμο και για μένα. Ήθελα θυμάμαι να γίνω συγγραφέας. Μια συγγραφέας που θα λέει αυτό που σκέφτεται και θα χαρίζει κάτι απο τον εαυτό της στους άλλους. Έγραφα για τη φύση, τα λουλούδια- αγαπούσα πολύ τα κυκλάμινα-, για τους ανθρώπους που ήθελα να κρατήσω για πάντα στη ζωή μου και για το φεγγάρι. Κάθε βράδυ θυμάμαι χαζεύαμε μαζί με τη μαμά μου το φεγγάρι πριν κλείσουμε τα παντζούρια. Με μαθε να το κοιτώ και να ονειρεύομαι, να αγναντεύω την ελπίδα. Κι όταν καμιά φορά αυτό κρυβόταν πίσω απο τα σύννεφα και στενοχωριόμουν, με καθησύχαζε λέγοτάς μου πως απλά κρύφτηκε, δε χάθηκε. Ποτέ δε χάνεται. Έκλεινα όλα αυτά τα χαρτιά σ'ένα φάκελο και τα έβαζα στο συρτάρι του γραφείου μου. Δεν ήθελα να τα δει κανένας. Όλες αυτές οι λέξεις, αραδιασμένες η μια δίπλα στην άλλη, ήταν η ψυχή μου. Θα την πρόδιδα αν τα αποκάλυπτα. Έτσι ένιωθα τότε.
Η μελωδία τελείωσε και γύρισα απότομα στην πραγματικότητα. Στο κρεβάτι μου, ξαπλωμένη, με λιγότερη αισιοδοξία για εμένα και για τον κόσμο, να διαβάζω το μυθιστόρημα που άφησα στη μέση. Τα όνειρα λιγόστεψαν, το φεγγάρι έχασε τη λάμψη του, κρύφτηκε ξανά πίσω απο τεράστια μαύρα σύννεφα αλλά ευτυχώς απέμεινε ένα ξεχασμένο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου.
σχόλια