«Αυτή? Δεν μπορεί! Ποιός της τσάκισε έτσι τα φτερά?», μονολόγησε ο Πέτρος, όπως την έβλεπε να περνά στο πεζόδρομο έξω από το Vox.
Εκείνος στα ζεστά, απολάμβανε τον αχνιστό καφέ του συντροφιά μ’ ένα βιβλίο, δικό του βέβαια, πάντα αυτάρεσκος με τα κατορθώματά του. Μάλιστα παινευόταν για το ναρκισσισμό του, αν δεν βλάπτω άλλους κι αφού δε βλάπτει εμένα, ποιόν πειράζει? Εσύ είσαι εγωπαθής, που θες να με κατεβάσεις και να με φέρεις στα μέτρα σου, έλεγε στη γυναίκα του κάθε φορά που του έκανε κήρυγμα ταπεινότητας. Αυτογνωσία λέγεται, του φώναζε αυτή, άσε μας ρε γυναίκα, τον εαυτό μου τον γνωρίζω, εσύ δεν τον έμαθες τόσα χρόνια κι ακόμα απορείς.
Στα δικά του μάτια, τα τσακισμένα φτερά ήταν ολέθριο λάθος. Ολέθριο γιατί ή που ήσουν μεμψίμοιρος ή λειψός ή με τον φόβο της γνώμης των άλλων, άρα λίγος όπως και να΄ χει.
Σήμερα πάντως κλονίστηκε για την σιγουριά της δήλωσής του. Αυτή που περνούσε μπροστά στο δρόμο ήταν η Λιδώρα. Λιδώρα! Παράξενο όνομα, παράξενη σαγήνη, την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που του χτύπησε την πόρτα. Τα δωμάτιά τους ήταν διπλανά στη φοιτητική εστία. Δεκαοχτώ και οι δύο, αυτός νησιώτης, αυτή ορεινή, αυτός όμορφος, ξανθός, επιβλητικός, αυτή μπασμένη, με στραβό χαμόγελο και πιο στραβή μύτη. Την ερωτεύτηκε για τα μάτια της. Δεν ήταν μεγάλα ούτε αμυγδαλωτά, αλλά τα πιο ανέφελα μάτια που είχε δει ποτέ. Μόνο αυτό το χάρισμα είχαν. Τα χάζευε, χανόταν στο βλέμμα τους και μετά έγραφε. Έτσι έγινε διάσημος ο Πέτρος, «τα μάτια σου, τα λόγια μου».
Η Λιδώρα χαμογελούσε. Ήξερε ότι την αγαπούσε βαθιά. Σ’ ένα νάρκισσο φέρελπι συγγραφέα χάριζε αυτό που αποζητούσε περισσότερο, την έμπνευση. Μα ήξερε κιόλας ότι όταν θα’ ρχόταν η επιτυχία, θα την έδιωχνε. Κι έτσι έγινε.
Λουσμένος από φήμη πριν τα είκοσι πέντε του, όμορφος καθώς ήταν κιόλας, ήρθε η πρόταση να παρουσιάσει εκπομπή τηλεόρασης. Του άρεσε η ιδέα και ο τίτλος, «του λόγου και του πνεύματος».
Πήγε χάλια. Όσο το πάλευε, τόσο τραύλιζε κι έχανε τη ροή των λόγων του. Στα νεύρα του επάνω, ξεσπάθωσε στη Λιδώρα και την έδιωξε. Τι στο διάολο έφταιγε? Το κατάλαβε τη μέρα που την άφησε, πώς ήταν τόσο στραβός?
Έψαξε να τη ξαναβρεί. Μάταιο. Πήγε στο χωριό της, τίποτα. Γονείς πεθαμένοι, κανένας άλλος συγγενής, δεν μπόρεσε να συνεχίσει την έρευνα.
Πέντε χρόνια έψαχνε, για να τη βρει τελικά από τύχη. Αν έχεις τύχη διάβαινε λέει η παροιμία και ο Πέτρος πάντα ήταν από τους χαρισματικούς κι ευλογημένους. Ακόμα και τα στραβοπατήματα, τύχη ήταν γι αυτόν. Στα πέντε χρόνια που έψαχνε τη Λιδώρα, βρήκε τη γυναίκα του, πλούσια με καλή ψυχή, τον στήριξε στα χρόνια που δεν έγραφε, κάνανε και δυο όμορφα κορίτσια, ξανθές σαν τον μπαμπά, καλές σαν τη μαμά, τύχη.
Τη Λιδώρα την είδε ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα στο Μοναστηράκι. Τη σκούντηξε καταλάθος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Η Λιδώρα δεν τον κατάλαβε έτσι όπως ήταν, με μούσια, είχε γκριζάρει, φορούσε και μαύρα γυαλιά με καπέλο, σας ξένος τουρίστας έμοιαζε. Αυτός την αναγνώρισε αμέσως. Όπως σκούντηξαν και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, είδε το άσχημο πρόσωπό της να γίνεται όμορφο χάρη στα μάτια της. Βύθισε το βλέμμα του στο δικό της, ρούφηξε την αθωότητά τους, δεν της μίλησε. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έκανε πως δεν την κατάλαβε, ίσως φοβήθηκε το γάμο του, ποιός ξέρει, πάντως επιτέλους την είδε.
Μετά από ένα χρόνο ο Πέτρος εξέδωσε το καλύτερο βιβλίο του. Κριτικοί και κοινό τού συγχώρεσαν την άθλια εκπομπή, τα πέντε χρόνια απουσίας, όλα χάρη στο βιβλίο που τους χάρισε. Ο Πέτρος είχε πάρει φόρα, κάθε που έκλεινε τα μάτια του και σκεφτόταν τη Λιδώρα, καινούριες ιδέες του έρχονταν.
Την ημέρα στο Vox έκανε πολύ κρύο, τυπικό πρωινό του Γενάρη. Ο Πέτρος είναι παππούς. Κοτσονάτος, χορτασμένος από δόξα, παιδιά, εγγόνια και μια καλή ζωή. Τότε βλέπει τη Λιδώρα να περνά. Στην αρχή πίστεψε πως είναι άστεγη, έτσι ταλαιπωρημένη κι άφτιαχτη που ήταν. Έσκυψε πιο κοντά στο παράθυρο. Η Λιδώρα τον κατάλαβε και περπάτησε κοντά του. Θα’ λεγες, έτσι όπως ενώθηκαν τα πρόσωπά τους με μόνο χώρισμα το τζάμι, πως τα μάτια της Λιδώρας ήταν τα μάτια του Πέτρου και η στραβή της μύτη η δική του. Κι είναι αυτοί οι δύο ένα, χρόνια τώρα. Χαμογέλασαν σαν παλιοί γνωστοί. Μόλις θάμπωσε το τζάμι από τα χνώτα, χώρισαν οριστικά.
σχόλια