Είναι τόσο δύσκολο πια, να κρατηθείς απ τον ίδιο σου τον εαυτό. Έχεις ανάγκη τους άλλους περισσότερο από ποτέ. Ήταν ένα σαββατοκύριακο με φίλους. Ευτυχώς. Ανταλλάζαμε της μαυρίλες μας πάνω απ τους καφέδες. Και γελούσαμε. Και κάθε φορά που γελούσαμε λίγο φως τρύπωνε στις ψυχές.
Ακόμα και παλιόφιλοι που είχα καιρό να ακούσω, σήκωσαν το ακουστικό. Δέκα το πρωί Κυριακή. Πέταξα το πάπλωμα από πάνω μου σαν πέπλο θλίψης. Κρατούσα ξυπόλητος το ακουστικό. Δεν είχε σημασία τι λέγαμε, αρκεί να ακούς φωνές και που και που να πέφτει ένα γέλιο.
Δεν φανταζόμουν ότι θα μου έλειπε τόσο το γέλιο. Το θεωρούσα και αυτό αυτονόητο. Σαν ένα μηχανισμό που μπορούσα να τον βάλω σε λειτουργία όποτε ήθελα. Δεν είναι έτσι τελικά
Το Σάββατο ήρθαν οι Κ απ το νησί. Πήγαμε το βράδυ στο «χαμό». Μια twilight zone το μαγαζί. Όλοι χόρευαν σαν να μην υπάρχει αύριο. Μερικά στενά πιο κάτω εκείνο το μαύρο Δεκέμβρη έσβηνε η ψυχή του Α και το ρολόι στην Αθήνα έδειχνε μηδέν. «Η κρίση δεν έχει χτυπήσει ακόμα εδώ;» με ρωτούσαν. Όταν είσαι επισκέπτης του σαββατόβραδου δεν μπορείς να καταλάβεις ότι και αυτοί που χορεύουν σφίγγουν τα δόντια.
Ξημερώματα ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι μπροστά στην οθόνη. R.I.P. Πάτησα το How will I Know? Δεν είχα έγνοιες τότε. Ήμουν άδειος. Και δεν γνώριζα τη συνέχεια
Είδα τη Β και το Θ. Έχουν θυμώσει με όλους και με όλα. Ύστερα τους άφησα να με κοροϊδέψουν όπως κάναμε φοιτητές. Τους έκανα πλάκα και εγώ. Μετά είπαμε: «Φανταζόσουν ότι η πραγματικότητα θα μας ανάγκαζε να γίνουμε σοβαροί ακόμα και τα σαββατοκύριακα;». Κουνήσαμε τα κεφάλια
Αργότερα μετρούσα, αφαιρούσα, έκοβα και πάλι δεν έβγαιναν. Άφησα το μπλοκάκι.
Σήμερα στις 7:00 περπατούσα κλαίγοντας στο Σύνταγμα. Πιαστήκαμε σαν ποντίκια στη φάκα τους. Μισή ώρα μετά ξεκλείδωνα την πόρτα. Έβαλα τη φόρμα και άνοιξα το PC. Ένταση
σχόλια