του Μάρκου Φράγκου, περιοδικό Mono
Τα παραδείγματα της Νέας Υόρκης και της Αγγλίας στα μέσα της δεκαετίας του ’70 είναι ξεκάθαρα: όταν υπογράφονται μνημόνια, γεννιούνται νέες κοινωνικές δυνάμεις που αλλάζουν τον πολιτικό, οικονομικό και αισθητικό πολιτισμό.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποια θα είναι η μορφή της αντίστασης των Ελλήνων, με δεδομένο ότι στις αντίστοιχες περιπτώσεις, πριν σαράντα χρόνια, στις μητροπόλεις του κόσμου γεννήθηκε το πανκ, ένα αυθόρμητο πολιτιστικό και κοινωνικό λάκτισμα που θέλησε να αποτινάξει από πάνω του, συλλήβδην όσα φαίνονταν καταπιεστικά και «παλιά».
Το γεγονός ότι στην ίδια χρονική και οικονομική συγκυρία οι νέοι των μεγάλων μητροπόλεων της Δύσης, σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, άρχισαν να μοιράζονται με τη δράση τους τα ίδια αυτονόητα, αφού εν πολλοίς και στις δύο πόλεις, συνέτρεχαν οι ίδιοι λόγοι να αντιδράσουν δυναμικά: ανεργία, ύφεση, περιορισμός ευκαιριών και ελευθεριών.
Το πανκ και στις δύο περιπτώσεις αναδύθηκε ως μία κάθετη αντίδραση: στην Αμερική το πανκ της Νέας Υόρκης εναντιώθηκε στους χίπις της δεκαετίας του ’60 που είχαν γίνει οι νέοι διεφθαρμένοι του νεοφιλελευθερισμού και στην Αγγλία, το πανκ του Λονδίνου πυροδοτήθηκε σε ένα πλαίσιο κατά το οποίο η βρετανική κοινωνία βρέθηκε μπλεγμένη σε κοινωνικές και φυλετικές συμπλοκές, από τις βίαιες μάχες μεταξύ αστυνομίας και μαύρων (κυρίως μεταναστών από την Καραϊβική) στο φεστιβάλ του Νότινγκ Χιλ το 1976 μέχρι τις ρατσιστικές επιθέσεις στους ασιάτες μετανάστες και την άνοδο της νεοφασιστικής πολιτικής δύναμης, το περιβόητο Εθνικό Μέτωπο.
Η καταγεγραμμένη ιστορία της δεκαετίας του ’70 στις δύο περιπτώσεις μοιάζει ανατριχιαστικά –σαν φωτοτυπία- με την πρόσφατη περίπτωση της Ελλάδας. Το μόνο που δεν έχει διαφανεί ακόμα, από την τρίχρονη, δραματική κατάβαση στην αθλιότητα που βιώνει η Ελλάδα, είναι η αντίδραση, το αντίστοιχο συμβολικό πανκ που θα πρέπει να ξεπηδήσει για να δημιουργήσει το αντίπαλο δέος σε ένα βαθιά διεφθαρμένο πολιτικό λόμπι και μία δύσοσμη κοινωνική αποσύνθεση. Δεν έχει διαφανεί πουθενά ο Φοίνικας που θα ξεπροβάλλει από τις στάχτες που ακόμα κατακάθονται σαν τοξική βροχή πάνω στην κοινωνία.
[Αμερική]
Τo 1975, η Νέα Υόρκη βρέθηκε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Το πρόβλημα εντάθηκε όταν οι χρηματοδότες του Δήμου, αρνήθηκαν να συνεχίσουν να δανείζουν χρήματα, αφού το χρέος αυξανόταν, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του τον Οκτώβριο του 1975 όταν ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ αρνήθηκε κατ’ επανάληψη τα αιτήματα της πόλης για οικονομική σωτηρία από την πολιτεία. Η εφημερίδα New York Daily News έβαλε πρωτοσέλιδο: «Φορντ προς Νέα Υόρκη: Ψοφήστε.» (Ford To New York: Drop Dead).
Η αποβιομηχάνιση της πόλης είχε οδηγήσει σε επίσημα ποσοστά ανεργίας πάνω από 10% και ο πληθυσμός της, από 7,9 εκ. ανθρώπους το 1970, έφτασε σε 7,1 εκ. το 1980: ήταν το πιο μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα «εξόδου», που γνώρισε ποτέ η Νέα Υόρκη στην ιστορία της. Καθώς τα φορολογικά έσοδα της πόλης βρίσκονταν σε ύφεση, η πόλη της Νέας Υόρκης συνέχιζε να είναι δεσμευμένη στην παροχή μίας γκάμας δημόσιων υπηρεσιών και δημοτικών θέσεων εργασίας, κεκτημένα που είχαν διασφαλιστεί από την εργατική τάξη μέσα σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Καθώς η πόλη βυθιζόταν στην εφιαλτική κρίση, ένα λόμπι χρηματοδοτών άρπαξε την ευκαιρία να χτυπήσει την πόλη εκεί που πονούσε, στην ευθύνη της δηλαδή να παρέχει εργασία στον δημόσιο τομέα. Τα οικονομικά γεράκια, κατάφεραν να πλήξουν την λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών της πόλης, μετατρέποντάς τη σε ένα κέντρο άγριου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αποκομμένου από κάθε έννοια κοινωνικής δημοκρατίας και πρόνοιας. Οι δημοτικές αρχές της πόλης και οι κυβερνήτες της πολιτείας κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε ένα δάνειο για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, αφού όμως υπογράφηκαν απάνθρωπα μέτρα λιτότητας και περικοπές δημοσίων δαπανών.
Η οικονομική κρίση της Νέας Υόρκης, έγινε ένα από τα πρώιμα παραδείγματα αυτού που η Ναόμι Κλάιν αποκάλεσε, «Στρατηγική του Σοκ» (Shock Doctrine), κατά την οποία, κοινωνικές ή φυσικές καταστροφές παρέχουν ευκαιρίες σε ελίτ τοπικών ή πολυεθνικών εταιριών, για να συνεργαστούν με τους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς και να διαλύσουν τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι. Οι ελίτ των βιομηχανιών και οι ακροδεξιοί οικονομολόγοι πάτησαν πάνω στην κρίση της πόλης για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο πλούτο και να αποσυναρμολογήσουν τη δύναμη της εργατικής τάξης. Ο Γουίλιαμ Σάιμον, Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Φορντ και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του φιλελεύθερου καπιταλισμού, επιβεβαίωσε ότι οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση της πολιτείας προς την Νέα Υόρκη, θα πρέπει να δοθεί με όρους «τόσο τιμωριτικούς και η εμπειρία αυτή να είναι τόσο επώδυνη, που καμία άλλη πόλη ή οποιοσδήποτε πολιτικός φορέας να μην ξαναέρθει σε αυτή τη θέση».
Η ανόρθωση της Νέας Υόρκης δεν αποτέλεσε μόνο ένα πλαίσιο για οικονομική αρπαγή και πλουτισμό αλλά και για μία ιδεολογική στροφή ενάντια στην εικόνα που την ήθελε ένα ασφαλές καταφύγιο για εύκολες ευκαιρίες ευημερίας, φιλελεύθερες ελίτ διανοούμενων, αντιπαραγωγικούς συνδικαλιστές και ηθικά διεφθαρμένα στοιχεία. Οι αλλαγές θεσμοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και περιλάμβαναν περικοπές και πάγωμα μισθών για χιλιάδες εργαζόμενους στις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, αύξηση των διδάκτρων στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και των εισιτηρίων στα μαζικά μέσα μεταφοράς και περικοπή δαπανών σε νοσοκομεία, σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες. Η Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έχει μείνει στην συλλογική μνήμη ως μία εποχή, «στην οποία η καθημερινότητα έγινε εξοντωτική και η ατμόσφαιρα στην πόλη, άγρια».
Αγγλία
Αντίστοιχα, ακριβώς την ίδια εποχή στην Αγγλία, τα επίπεδα ανεργίας έφταναν στα ψηλότερα ποσοστά τους από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου με δυσανάλογα δυσάρεστες συνέπειες στη νεολαία. Στο χείλος της χρεοκοπίας και με την αξία της λίρας να κάνει βουτιά, στα τέλη του 1976, η Κυβέρνηση των Εργατικών απευθύνθηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για δανεισμό. Το πλαίσιο, ξανά το ίδιο: άγρια περικοπή δημοσίων δαπανών και ανεργία. Αυτό το σκηνικό έθεσε τις βάσεις για την νεοφιλελεύθερη στροφή της βρετανικής πολιτικής οικονομίας, τη διάλυση της φιλελεύθερης κοινωνικής συνθήκης που είχε επιτευχθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο της Μάργκαρετ Θάτσερ στην εξουσία, με τους Συντηρητικούς και τις γνωστές συνέπειες που είχε στον πυρήνα της αγγλικής κοινωνίας με το άγριο, νεοφιλελεύθερο κατεστημένο που δημιούργησε, που πήγαινε χέρι χέρι με το αντίστοιχο υπερατλαντικό του ρηγκανισμού.
Ένας από τους πιο περίβλεπτους αμερικανούς διανοούμενους των τριών τελευταίων δεκαετιών, ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Ντέιβιντ Χάρβεϊ, στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου και η Κρίση του Καπιταλισμού» (2010) λέει:
«Μία από τις βασικές αρχές που αναδύθηκαν στη δεκαετία του ’80 ήταν ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να προστατεύει τους οικονομικούς θεσμούς με κάθε κόστος. Αυτή η αρχή, που πραγματοποιήθηκε με την ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού, απόρροια της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, αναδύθηκε με την οικονομική κρίση της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Αργότερα επεκτάθηκε Μεξικό με την κρίση χρέους που συγκλόνισε τη χώρα σε βάθος, το 1982. Χοντρικά, η αρχή αυτή ήταν η εξής: ιδιωτικοποίηση κερδών, κοινωνικοποίηση κινδύνων, σωτηρία των τραπεζών και μετακύλιση των συνεπειών στους ανθρώπους (στο Μεξικό, το επίπεδο διαβίωσης των ανθρώπων έπεσε κατά 25% μέσα σε τέσσερα χρόνια μετά τα οικονομικά μέτρα του 1982). Το αποτέλεσμα αυτών έμεινε γνωστό ως “η συστηματική ηθική κακοποίηση”».
Αυτή τη συστημική, ηθική κακοποίηση ισορρόπησαν με την θορυβώδη, ολομέτωπη αντίδραση που εξέφρασαν, ο Ρίτσαρντ Χελ το 1976 με το “Blank Generation” και οι Clash με τον Τζο Στράμερ που ούρλιαζε το 1977 για μία “The City Of The Dead”. Στην ελληνική κοινωνία, δεν βρίθουν τα δημιουργικά παραδείγματα μίας «Κενής Γενιάς» που ξεσηκώνονται ενάντια σε μία «Πόλη Νεκρών». Ως τώρα ήταν θέμα άγνοιας.
Από δω και στο εξής, τι;
σχόλια