του Στάθη Καλυβά
Πριν από δύο εβδομάδες βρέθηκα στην Ιταλία, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι και να συνομιλήσω με παράγοντες της χώρας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η εμφανής διάθεση της ιταλικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε βαθιές ρήξεις. Η μεταρρύθμιση π.χ. της εργατικής νομοθεσίας προχωρά με τρόπο που θα φαινόταν αδύνατος πριν από λίγο καιρό. Αντίθετα, η χώρα μας εξακολουθεί να καρκινοβατεί. Πρόσφατα, ο υπουργός Παιδείας ομολόγησε πως η κατάσταση στην τριτοβάθμια παιδεία είναι έκρυθμη, καθώς ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή δεν εφαρμόζεται: κανένα από τα είκοσι τέσσερα πανεπιστήμια της χώρας δεν έχει εκλέξει το προβλεπόμενο Συμβούλιο Διοίκησης. Ομως αντί να αδράξει την ευκαιρία αυτή για να προχωρήσει, αν όχι σε ρήξεις, τουλάχιστον στην εφαρμογή του νόμου, αποφάσισε να συμπορευτεί με τους αντιπάλους των αλλαγών.
Ο πραγματικός εχθρός των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δεν είναι ούτε ο εσμός των συντεχνιών που προσπαθεί να διατηρήσει τα προνόμιά του, ούτε ο φαιοκόκκινος συνασπισμός των άκρων που πλασάρει την ωμή δημαγωγία ως λύση. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει πως άλλα λένε και άλλα πράττουν. Αντίθετα, οι πιο ύπουλοι (και γι’ αυτό πιο επικίνδυνοι) εχθροί των αλλαγών είναι εκείνοι που ενώ τους έχει ανατεθεί η εντολή να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, τις υπονομεύουν από μέσα, είτε γιατί συμπλέουν με τις ομάδες που αντιτίθενται στην εφαρμογή τους είτε γιατί επιθυμούν πάνω απ’ όλα να αποφύγουν τη σύγκρουση. Κατά τη γνώμη μου, οι δεύτεροι είναι πιο κατάπτυστοι από τους πρώτους.
Οπως ένας ασθενής που αποφεύγει τη θεραπεία γιατί φοβάται πως θα πονέσει, έτσι και η χώρα πορεύθηκε προς την καταστροφή με σημαία την αποφυγή των συγκρούσεων, το περίφημο «κοινωνικό κόστος». Τα δημοσιονομικά μας εκτροχιάστηκαν, επειδή ο Κώστας Καραμανλής θεώρησε πως τα απαραίτητα μέτρα μπορούσαν να περιμένουν. Η Αθήνα κάηκε δύο φορές, γιατί ο Προκόπης Παυλόπουλος και ο Χρήστος Παπουτσής θεώρησαν πως η δήωση της πρωτεύουσας δεν αντιμετωπίζεται με αστυνομικά μέτρα. Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι άξιος εκπρόσωπος της νοοτροπίας και πρακτικής που οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία.
Η παιδεία αποτελεί την κατεξοχήν μικρογραφία μιας χώρας. Τα πανεπιστήμια κοστίζουν πολύ ακριβά και, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις, παράγουν χαμηλής ποιότητας έργο. Η λειτουργία τους εξυπηρετεί τρεις κυρίως κατηγορίες συμφερόντων: (α) των πολιτικών κομμάτων που τα χρησιμοποιούν ως πεδίο στρατολόγησης· (β) των πολιτικά φιλόδοξων πανεπιστημιακών και φοιτητών που τα χρησιμοποιούν ως μέθοδο πολιτικής ανέλιξης (έξοχα παραδείγματα οι Μπαμπινιώτης και Παπουτσής)· (γ) μιας σημαντικής μερίδας πανεπιστημιακών που έχει βρει μια βολική πρόσοδο και γι’ αυτό αντιστέκεται σε κάθε μορφή πραγματικής αξιολόγησης και αλλαγής.
Αντίθετα, η λειτουργία των πανεπιστημίων εξαπατά τόσο τους φοιτητές εκείνους που με τεράστιο κόπο επένδυσαν ελπίδες και όνειρα για να αποκτήσουν πτυχία περιορισμένης αξίας, όσο και τους πανεπιστημιακούς που εργάζονται σκληρά και φιλότιμα, βλέποντας στην καλύτερη περίπτωση τη δουλειά τους να μην αναγνωρίζεται και στη χειρότερη να λοιδορούνται και να καταδιώκονται από οργανωμένες ομάδες χούλιγκαν που λυμαίνονται τον χώρο.
Οι μεταρρυθμίσεις που πέρασαν με τεράστια και ασυνήθιστη πλειοψηφία, έχουν μεγάλες αδυναμίες και αποκλείεται να οδηγήσουν στη ριζική αναβάθμιση της παιδείας. Κινούνται όμως προς τη σωστή κατεύθυνση γιατί περιορίζουν τον ρόλο των κομμάτων, πράγμα που εξηγεί τα τεράστια εμπόδια που συνάντησαν και τη βία που χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό αυτό. Το συμβολικό πολιτικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σ’ αυτές, είναι επομένως τεράστιο. Αν ο νόμος δεν εφαρμοστεί, δεν θα ηττηθούν μόνο οι πανεπιστημιακοί που το στήριξαν, συχνά με μεγάλο προσωπικό κόστος. Θα υποστεί μια μεγάλη ήττα το ίδιο το εγχείρημα των μεταρρυθμίσεων.
Στη συγκυρία αυτή, επελέγη ως υπουργός Παιδείας ο Γ. Μπαμπινιώτης. Τι έκανε μπροστά στο πρόβλημα της βίαιης παρεμπόδισης της εφαρμογής του νόμου; Τρία πράγματα. Επανέλαβε το δόγμα Παπουτσή («καλύτερα σπασμένα μάρμαρα παρά σπασμένα κεφάλια»): «Οσοι γνωρίζουν πώς λειτουργούν οι χώροι πνευματικής και επιστημονικής εργασίας, ξέρουν καλά ότι τα προβλήματα δεν λύνονται με τη βία, όποιας μορφής κι απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Δεύτερο, παρέπεμψε την εφαρμογή του νόμου στις ελληνικές καλένδες, επαναλαμβάνοντας το δόγμα Καραμανλή («ασ’ τα αργότερα»): «η νέα κυβέρνηση... πρέπει να βρει εδραιωμένο ένα κλίμα εμπιστοσύνης, συνεννόησης και συνεργασίας με τα πανεπιστήμια, ώστε να εφαρμοσθεί ο νόμος, με όποιες βελτιώσεις και να επιλυθούν τα προβλήματα». Τρίτο, διαψεύδοντας όσους τον κατηγορούν για έλλειψη χιούμορ, επιβράβευσε τους πρωταγωνιστές της εκστρατείας εναντίον του νόμου, διορίζοντας μερικούς απ’ αυτούς σε επιτροπή με τίτλο «Ομάδα εργασίας για την εφαρμογή του νόμου»! Δυστυχώς, συνεργός στο εγχείρημα αυτό στάθηκε η κυβέρνηση που, εξαιρώντας τα πανεπιστήμια από τον προϋπολογισμό του 2012, αποσύνδεσε τη χρηματοδότησή τους από την εφαρμογή του νόμου. Με άλλα λόγια επιβράβευσε την παρανομία.
Η Ιταλία έγινε γνωστή ως η χώρα του περίφημου «Ιστορικού Συμβιβασμού» και η κυβέρνηση Μόντι αποτελεί μια νέα εκδοχή του. Δυστυχώς, η Ελλάδα αναδεικνύεται, στον αντίποδά της, ως η χώρα του Αισχρού Συμβιβασμού.
σχόλια