Χθες, στην πλατεία, ένα παιδάκι έφαγε μια ξεγυρισμένη τούμπα κι έπεσε με το κεφάλι στις πλάκες. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του για να πλαντάξει στο κλάμα, η μαμά του, η οποία φαίνεται ότι το είχε ξαναδεί το έργο, πετάχτηκε από το παγκάκι της και άρχισε να φωνάζει «μπράβο!» χειροκροτώντας, επευφημώντας και γενικά κάνοντας σαν να είχε δει μια πολύ ωραία παράσταση. Η κίνηση αυτή είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το παιδί δεν έβγαλε κιχ και σηκώθηκε αμέσως όρθιο. Ακόμη κι όταν ένα τεράστιο καρούμπαλο εμφανίστηκε στο μέτωπό του, εκείνο συνέχισε να παίζει σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Έτσι είναι τα παιδιά...» μου είπε η μητέρα βλέποντάς με εντυπωσιασμένο. «Αν τους πεις έναν καλό λόγο δεν σου δημιουργούν κανένα πρόβλημα».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους ενήλικους Έλληνες.
Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Ουίνστον Τσώρτσιλ. Μπορεί, παρέα με το Στάλιν, να χώρισε την Ευρώπη στα δύο σαν να ήταν πουτίγκα ή να αιματοκύλησε την Αθήνα στα Δεκεμβριανά, όμως εμείς τον θυμόμαστε για το περίφημο «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» -μέχρι και η Λιάνα Κανέλλη μνημόνευσε τη φράση του, μιλώντας τις προάλλες στην βρετανική τηλεόραση.
Συνήθως πάντως, οι υμνητές του ελληνισμού οι οποίοι έπειτα λατρεύονται εφ' όρου ζωής από το λαό μας, προέρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη. Διαβάζω για παράδειγμα ότι ο δρ Γκέμπελς είχε υμνήσει τους Έλληνες κατά την επίσκεψή του το 1936, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης και υπερηφάνειας. Ποιος ξέρει, αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα, ίσως να τον θυμόμασταν κι αυτόν με ευγνωμοσύνη.
Όμως εκείνοι που έχουν τα πρωτεία στη φιλελληνική ρητορεία είναι οι Γάλλοι. Από το Βαλερί Ζισκάρ Ντ'Εστέν μέχρι τον Τζιμπρίλ Σισέ πολλοί είναι εκείνοι που μας κολάκεψαν, μπαίνοντας αυτόματα στις καρδιές μας. Ακόμη κι ο Φρανσουά Ολάντ, αν και νέος στο κουρμπέτι, δείχνει να έχει πιάσει το νόημα και δεν χάνει την ευκαιρία να μας καλοπιάσει –κι ας τον πληγώσαμε, οι αχάριστοι, αποκαλώντας τον Ολαντρέου.
Αντίθετα, η κ. Κριστίν Λαγκάρντ, αποδείχτηκε σκράπας.
«Προτιμώ να δείξω συμπόνια στα παιδιά του Νίγηρα, παρά στους έλληνες φοροφυγάδες», είπε.
Ας προσπεράσουμε το πρώτο σκέλος της φράσης -είναι άλλωστε εξαιρετικά αμφίβολο αν όντως σκοπεύει να δείξει συμπόνια στα παιδιά του Νίγηρα- κι ας επικεντρωθούμε στο δεύτερο.
Η θύελλα ξέσπασε σχεδόν την ίδια στιγμή. Αρχικά τα άκουσε στο φέισμπουκ. «Να ψοφήσεις μωρή γριά ανώμαλη», ήταν η πιο γλυκιά φράση που γράφτηκε στον τοίχο της, συνοδευόμενη από την προτροπή «να πει σε κάποιον να της το μεταφράσει».
Τη σκυτάλη πήραν οι πολιτικοί, οι οποίοι μόλις είδαν ότι τους παίρνει, άρχισαν -δειλά στην αρχή, θαρραλέα στη συνέχεια, οργίλοι στο φινάλε- να εκφράζουν την ενόχληση και τον αποτροπιασμό τους.
Και το θαύμα έγινε. Η κ. Λαγκάρντ υποχρεώθηκε να ανασκευάσει και να ψελλίσει μια φτηνή δικαιολογία. Έπειτα, ταπεινωμένη και με το κεφάλι κάτω, παρέμεινε ακλόνητη στην ίδια ακριβώς πολιτική που ακολουθούσε και πριν από το ατυχές συμβάν.
Αυτό όμως δεν μας πειράζει καθόλου! Ο περήφανος λαός μας, στην ανάγκη μπορεί να ανεχτεί εισβολές, εμφύλιους σπαραγμούς και πολιτικές λιτότητας. Όμως τον κακό τον λόγο, όχι, δεν μπορεί να τον καταπιεί.
Η κυρία Λαγκάρντ το πήρε το μάθημά της. Έτσι, την επόμενη φορά, θα προτιμήσει να πει:
«Δεν δίνω δεκάρα τσακιστή για τα παιδιά του Νίγηρα (που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν facebook για να με βρίσουν). Η σκέψη μου είναι στους ηρωικούς Έλληνες».
Τότε όλοι θα την αγαπήσουμε και θα γίνουμε χαλί να μας πατήσει. Γιατί έτσι είναι τα παιδιά. Πες τους έναν καλό λόγο και δε θα σου δημιουργήσουν ποτέ πρόβλημα.
σχόλια