Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Πάνου Παναγιωτόπουλου τοποθετείται ως νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών ο κ. Στέφανος Τσιαλής.
Η ανάθεση των συγκεκριμένων καθηκόντων στον κ. Τσιαλή γίνεται μετά την ολοκλήρωση της θητείας στην ίδια θέση του κ. Βασίλη Χριστόπουλου. Η θητεία του κ. Χριστόπουλου λήγει την Παρασκευή 9 Μαΐου 2014
Ακολουθεί η συνέντευξη που ο κ.Τσιαλής είχε δώσει πριν από δύο χρόνια στο LIFO.gr
.
Τι κάνει τους Έλληνες να μην μπορούν να μείνουν μακριά από την Ελλάδα, να επιστρέφουν σε μια χώρα που τους έδιωξε;
Ο Νόστος, που είναι μέσα στο DNA του Έλληνα. Συχνά εξηγώ στους Γερμανούς φίλους μου την έννοια της νοσταλγίας γιατί στην γερμανική γλώσσα υπάρχει μόνο με την έννοια του πόθου. Στα ελληνικά ετυμολογικά είναι συνδυασμός των λέξεων «νόστος» το ταξίδι της επιστροφής, και του «άλγους» που είναι ο πόνος του να επιστρέφεις στην πατρίδα σου. Βέβαια την νοσταλγία την έχουν και άλλοι λαοί όπως οι σλαβικοί. Οι Ρώσοι μιλούν για τον πόνο, τον καημό της πατρίδας, όπως και οι Τσέχοι. Νομίζω ότι είναι ένα φαινόμενο που απαντάται σε συναισθηματικούς λαούς.
Οι Έλληνες πάντως συχνά φεύγουν γιατί δεν τους χωράει ο τόπος, νοιώθουν ότι η χώρα δεν τους δίνει ευκαιρίες. Τώρα περισσότερο από ποτέ…
Εγώ στον κλάδο μου στάθηκα τυχερός. Μπόρεσα να εγκατασταθώ στην Γερμανία η οποία είναι χώρα κατεξοχήν της κλασσικής μουσικής. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες κατάγονται από εκεί, και η κλασσική μουσική παράδοση είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της γερμανικής κουλτούρας. Η Γερμανία σήμερα έχει 138 επαγγελματικές ορχήστρες, απίστευτος αριθμός, εκ των οποίων οι 80 όπερες. Από την άλλη πρέπει να πω ότι και το επίπεδο των ελληνικών ορχηστρών έχει ανέβει θεαματικά τα τελευταία 15 χρόνια, ώστε τουλάχιστον οι δύο κρατικές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, να μην υστερούν από αντίστοιχες καλές ορχήστρες του εξωτερικού. Δεν εννοώ φυσικά τις ορχήστρες των μεγάλων πολιτιστικών κέντρων όπως του Βερολίνου, του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης.
Είναι η πρώτη σας συμμετοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών…
Ναι, είχα την τύχη πέρυσι το καλοκαίρι να γνωρίσω τον κ. Λούκο χάρη σε έναν κοινό φίλο και φαίνεται του προξένησα το ενδιαφέρον. Μιλήσαμε αρκετή ώρα και σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι για το Φεστιβάλ. Φέτος πραγματοποιείται και είμαι πολύ υπερήφανος. Ιδιαιτέρως που θα εμφανιστώ στο Ηρώδειο, κάτω από την Ακρόπολη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα έχουν εμφανιστεί εκεί, κάτι που ήταν και γι’ αυτούς μεγάλη τιμή.
Το πρόγραμμα είναι δική σας επιλογή;
Με την συνεννόηση του κ. Χριστόπουλου, του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Προσωπική μου επιλογή ήταν η Συμφωνία αρ. 9 του Τσέχου συνθέτη Αντονίν Ντβόρσακ , «του Νέου Κόσμου» όπως λέγεται. Ως Έλληνας του εξωτερικού νοιώθω μια βαθιά συγγένεια με την μουσική του Ντβόρζακ, ο οποίος κλήθηκε το 1892 να αναλάβει την διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας της Νέας Υόρκης και παράλληλα να διευθύνει μια σειρά έργων για την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Με το που έφτασε στην Αμερική, παρόλο που είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, τον έπιασε μεγάλη νοσταλγία για την πατρίδα του. Φυσικά εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να πάρει το αεροπλάνο και να γυρίσει πίσω σε μερικές ώρες. Υπέφερε πολύ λοιπόν, και αυτό φαίνεται στην Συμφωνία του Νέου Κόσμου, μια βαθιά τσέχικη σύνθεση. Αν και λένε ότι οι μελωδίες της είναι εμπνευσμένες από τα spirituals, αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή συμφωνία.
Πως συνδέεται με τα άλλα δύο μέρη; Την εισαγωγή της όπερας Ευρυάνθη του Βέμπερ και το Κοντσέρτο για κλαρινέτο του Μότσαρτ;
Όλα έχουν την βάση τους στην γερμανική παράδοση. Η Βοημία της εποχής του Ντβόρζακ ήταν μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με επίσημη γλώσσα τα γερμανικά. Ο ίδιος, φίλος και του Μπραμς, είχε επιρροές από τον Βάγκνερ. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι ότι ο γερμανικός ρομαντισμός ξεκινάει στα όψιμα έργα του Μότσαρτ όπως και ότι ο Βέμπερ είναι εκπρόσωπος του.
Τι άλλο θα θέλατε να διευθύνετε στην Ελλάδα;
Επειδή η παιδεία μου είναι γερμανική, νοιώθω την «υποχρέωση» να διευθύνω έργα γερμανικού ρεπερτορίου που δεν είναι δημοφιλή στην Ελλάδα. Η μουσική του Βάγκνερ, πιστεύω, δεν είναι αρκετά γνωστή στο ευρύ κοινό. Ίσως γιατί η τεχνοτροπία του είναι ξένη στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. Οι Έλληνες αγαπούν περισσότερο την ιταλική μουσική, τον Βέρντι ή τον Πουτσίνι. Πάντως ο Βάγκνερ, όπως και ο Μπρούκνερ, από το ύστερο ρομαντικό γερμανικό ρεπερτόριο, σαφώς έχουν θέση στην Ελλάδα και πιστεύω ότι οι ορχήστρες μας είναι σε θέση να λάβουν και να μεταδώσουν το πνεύμα της μουσικής τους. Επίσης θα ήθελα πολύ να διευθύνω στην Ελλάδα τις όπερες του Βάγκνερ Τριστάνος και Ιζόλδη και Παρσιφάλ.
Είστε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας της Θουριγγίας.
Ναι, που εδρεύει στην πόλη Γκότα, μια από τις πολλές μικρές πόλεις της Γερμανίας που έχουν επαγγελματική ορχήστρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι είναι μια ορχήστρα με ιστορία 361 χρόνων. Ιδρύθηκε μετά τον τριακονταετή πόλεμο το 1651 σαν σύμβολο ειρήνης. Παρόλ’ αυτά δεν είναι η αρχαιότερη ορχήστρα της Γερμανίας. Υπάρχουν εκείνες της Δρέσδης και του Κάσελ που είναι ακόμα παλιότερες.
Πώς βιώνει ένας Έλληνας σήμερα την παρουσία του στην Γερμανία;
Όπως βιώνει ένας Γερμανός την επιφυλακτικότητα πολλών Ελλήνων. Υπάρχει δυστυχώς μια αμοιβαία επιφυλακτικότητα αλλά πιστεύω ότι είμαστε δύο λαοί με πολλά κοινά σημεία, όσο και μεγάλες διαφορές νοοτροπίας. Και οι δύο λαοί έχουμε τεράστια πολιτιστική παράδοση κι επίσης, θα σας φανεί παράδοξο, οι Γερμανοί είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί αλλά δεν το δείχνουν. Το ρίχνουν στην δουλειά ενώ εμείς είμαστε πιο εκδηλωτικοί. Πάντως, βλέπω με μεγάλη ανησυχία ότι το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης κινδυνεύει. Λιγότερο λόγω οικονομικής συγκυρίας και περισσότερο από το ξύπνημα παλιών εθνικιστικών αντιλήψεων.
σχόλια