Αξιωματικά, ένα δυνατό κείμενο σώζει την πιο καταδικασμένη παρτίδα. Στο θέατρο, στην πολιτική, στην τηλεόραση (μικρή η διαφορά και η απόσταση), οι στρωτές αφηγήσεις εξηγούν τα ανεξήγητα, συμμαζεύουν τα ασυμμάζευτα, καμουφλάρουν την ανοησία ή την έλλειψη.
Αρκεί να υπάρχει προφανής, ξεκάθαρος στόχος.
Κάπως έτσι συνέβη και με τα «Φονικά Μυστικά», το πολυδιαφημισμένο comeback της Άννας Δρούζα στην τηλεόραση (σ.σ.: το οποίο ειρήσθω εν παρόδω έγινε πέρσι τον Μάρτιο στον ΣΚΑΪ, αλλά δεν το θυμάται κανείς, διότι διήρκεσε μόλις μία εβδομάδα).
Εκεί γύρω στις 23.00 χθες το βράδυ τα κείμενα – σπικαρισμένα από τη γνωστή παρουσιάστρια – «σκέπασαν» για λίγο τη βαριά υποβλητική, ωστόσο γνώριμη από τη «10η εντολή» και τις «Deadly Women» σκηνοθεσία.
Είχε προηγηθεί σχετική ειδοποίηση για το ότι η εκπομπή στηρίζεται σε μελέτες στην ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά... οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ήταν απολύτως συμπτωματική.
Είχε προηγηθεί δελτίο Τύπου, το οποίο έκανε λόγο για μία εναλλακτική τηλεοπτική πρόταση με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, της διπλανής πόρτας και βατές εξηγήσεις για το πώς κάποιος φτάνει στο έγκλημα.
Είχε προηγηθεί και ατμοσφαιρικό τρέιλερ. "Una furtiva lacrima", σκιές και κόκκινα πέπλα, μυστήριο, αγωνία και υπόσχεση για κάτι αν όχι επιστημονικά «πιασμένο», τουλάχιστον, σοβαρά ιδωμένο.
Και μετά άρχισε η εκπομπή με μαρτυρίες. Στα social media άρχισαν και οι πρώτες απορίες. Επρόκειτο για αναπαράσταση; Ήταν ηθοποιοί όσοι περιέγραφαν την ιστορία μιας οικογένειας, της οποίας ο γιος διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια; Όσο «έτρεχε» το επεισόδιο – δεν εξετάζουμε, αν κάτι θύμιζε, «Αληθινές ιστορίες», λόγου χάριν – το πράγμα διολίσθαινε επικινδύνως.
Δεν είναι ότι «αδυνάτιζε» η περιγραφή. Το εύρημα για την προσέγγιση μίας τόσο σοβαρής νόσου «ξέφτιζε».
«Σωζόταν» ενδιαμέσως από τον ήπιο, επιστημονικό, τρόπο και τη γλυκύτητα της πάντα σοβαρής Φωτεινής Τσαλίκογλου, συγγραφέως και καθηγήτριας Ψυχολογίας της Παντείου. Από τη σοβαρότητα της κλινικής ψυχολόγου, Μυρσίνης Κωστοπούλου.
Όμως, το πλέγμα, το σύνολο, η απόδοση της ιστορίας, μίας τραγικής οικογένειας, της οποίας ο πατέρας «δολοφονεί» - θυσιάζει, όπως ειπώθηκε τον σχιζοφρενή γιο – για το καλό των υπόλοιπων μελών προκαλούσε αμηχανία, ξάφνιαζε.
Ναι, η τηλεόραση είναι η αποθέωση των απαντήσεων απαγορευμένων (;) ερωτήσεων. Ναι, το πώς γίνεται κάποιος εγκληματίας και κυρίως το «γιατί» θα είναι πάντα ένας σοβαρός προβληματισμός. Αλλά, όχι, δεν είναι ανάγκη, για να απαντήσεις σε τέτοιες απορίες, να δημιουργείς ένα τέτοιο σκηνικό, χρησιμοποιώντας σοβαρές προσωπικότητες, εγκιβωτισμένες σε μια αμφίβολη και σίγουρα αντι-επιστημονική προσέγγιση.
Κάπου μεταξύ «10ης εντολής» και θολού στόχου – τι καταλάβαμε, λοιπόν, απ' όλο αυτό – χάθηκε το νόημα.
«Δεν ήταν κακός ο αδελφός μου, άρρωστος ήταν», ήταν κάπου προς το τέλος η μαρτυρία της «κόρης, Βούλας», αν και δεν χρειαζόταν. Ο τηλεθεατής το γνώριζε. Τον λόγο για τον οποίο έγινε όλο αυτό δεν κατάλαβε. Ήταν η «τελική ανάλυση» μεγάλων εγκλημάτων που συγκλόνισαν τα ελληνικά χρονικά; Θα είναι μία εμβάθυνση στα άδυτα προβλημάτων της ψυχής; Ή απλώς μια εναλλακτική τηλεοπτική πρόταση, όπως επέμενε το Δελτίο Τύπου; Μπέρδεμα. Και, δυστυχώς, με θέματα που δεν είναι ούτε για παιχνίδι ούτε για αστεία ούτε για περιπλοκές.