ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Τα Μυρμήγκια

Facebook Twitter
0

HISTORIA DE UN AMOR Ή ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ

            του Θανάση Τριαρίδη

(Ένα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού. Στο κέντρο ένα τεράστιο, παλαιικό κρεβάτι, μήκους τεσσάρων μέτρων. Ο Ν και η Ο είναι δεμένοι με χειροπέδες στις δύο άκρες του. Δεν μπορούν να αγγιχτούν μεταξύ τους. Τα κεριά στο δωμάτιο αναβοσβήνουν.)

Ο: (Με κοφτή φωνή) Εσύ το κάνεις...

Ν: Δεν το κάνω εγώ...

Ο: (Με ένταση) Εσύ το κάνεις, αρχίδι...

Ν: (Με ένταση) Δεν το κάνω εγώ...

Ο: (Ουρλιάζει.) ΕΣΥ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ, ΑΡΧΙΔΙ...

Ν: Ξέρεις πως δεν το κάνω εγώ...

Ο: (Με λυγμούς) Σταμάτα το, σε παρακαλώ...

Ν: Ξέρεις πως δεν το κάνω εγώ...

(Τα κεριά ξανανάβουν. Η σκηνή και πάλι φωτίζεται.)

Ο: Τα δόντια σου...

Ν: Τι τα δόντια μου;

Ο: Μπορείς να κάνεις κάτι με τα δόντια σου...

Ν: Τι να κάνω με τα δόντια μου;

Ο: Να ανοίξεις τις χειροπέδες με τα δόντια σου...

Ν: Τα δόντια μου είναι χαλασμένα...

Ο: Δεν με νοιάζει... Να τις μασήσεις με τα δόντια που έχεις...

Ν: Δεν μπορώ...

Ο: Τι θα πει δεν μπορείς;

Ν: Δεν θα τα καταφέρω...

Ο: Προσπάθησε, γαμώτο...

Ν: Μόνο που θα τα σπάσω... Είναι χαλασμένα τα δόντια μου...

Ο: Για δες έναν άντρα που ήθελε να γαμήσει...

Ν: Όλοι οι άνθρωποι έχουμε χαλασμένα δόντια...

Ο: (Ειρωνικά) Ο Καντ το είπε κι αυτό;

Ν: Όχι...

Ο: Είναι δικό σου;

Ν: Δεν εξυπηρετεί να χάνουμε χρόνο...

Ο: Γιατί, τι έχουμε να κάνουμε;

Ν: Έχουμε να σκεφτούμε για την αγάπη...

Ο: Δεν υπάρχει αγάπη...

Ν: Πρέπει να το πιστέψεις...

Ο: Άντε γαμήσου, αρχίδι...

(Σιωπή για λίγες στιγμές)

Ν: Κάτι μυρίζει...

Ο: Τι;

Ν: Δεν ξέρω τι – αλλά κάτι μυρίζει...

Ο: Δεν μυρίζει τίποτε... Δεν μυρίζει τίποτε...

Ν: Αυτά μυρίζουν...

Ο: Σταμάτα το αυτό, αρχίδι...

Ν: Αυτά είναι, σου λέω...

Ο: Τα μυρμήγκια, σωστά...

Ν: Ναι, τα μυρμήγκια...

Ο: Δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτε τα μυρμήγκια...

Ν: Μπορούν...

Ο: Τα μυρμήγκια είναι αγαθά πλάσματα... Δεν θα μας φάνε...

Ν: Θα μας σκεπάσουν, αγάπη μου...

Ο: Κι εγώ σου λέω πως δεν θα μας σκεπάσουν... (Ειρωνικά) Θα μας λυπηθούν...

Ν: Θα εκδικηθούν...

Ο: Ποιον;

Ν: Θα εκδικηθούν, σου λέω...

Ο: Ποιον, γαμώτο;

Ν: Εμένα...

Ο: (Ειρωνικά) Τι έχεις κάνει στα μυρμήγκια, αγάπη μου;

Ν: Είχε πολλές μέδουσες εκείνο το καλοκαίρι...

Ο: Και τι σχέση έχουν οι μέδουσες;

Ν: Και νταβανόμυγες...

Ο: Τι σχέση έχουν όλα αυτά, γαμώ την ψυχασθένειά σου;

Ν: Άμα σε τσιμπούσαν, κοκκίνιζε όλη η κοιλιά σου... Ή τα μπούτια σου... Σαν να έσκαγε μια φωτιά πάνω στο δέρμα σου...

Ο: Είσαι ένας ποιητής, σ' το είπα...

Ν: Και τότε ο πατέρας αγόρασε τρία μπουκαλάκια...

Ο: Ποιος πατέρας, βρε παλιομπάσταρδε... Με τους περαστικούς σε έκανε η μάνα σου.....

Ν: Αγόρασε τρία μπουκαλάκια αμμωνία...

Ο: Παλιομπαστάρδι...

Ν: (Με πολύ έντονο ύφος) Αγόρασε τρία μπουκαλάκια αμμωνία...

Ο: Δεν σε φοβάμαι, παλιοπούστη... (Φωνάζει.) ΔΕΝ ΣΕ ΦΟΒΑΜΑΙ...

Ν: Αν έβαζες αμμωνία στο τσίμπημα, υποχωρούσε...

Ο: Δεν σε φοβάμαι, γιατί είσαι αξιολύπητος...

Ν: Θαρρείς η αμμωνία να ρουφούσε το φαρμάκι από τις μέδουσες και τα νταβάνια...

Ο: Για τα μυρμήγκια μιλούσες, γελοίε...

Ν: Και πήγαινα στο ντουλαπάκι του μπάνιου και άνοιγα κι έπαιρνα το μπουκάλι με την αμμωνία και το μύριζα... Σαν να σου 'μπαινε ένα ηδονικό σουβλί στη μύτη...

Ο: Στον κώλο σου να το βάλεις το σουβλί...

Ν: Ένα πρωινό, είχε κύματα. Η μαμά δεν με άφησε να κατέβω στη θάλασσα...

Ο: Δεν με νοιάζουν οι ιστορίες με τη μαμά σου...

Ν: Άρχισα να περιφέρομαι στους λόφους με το κοκκινόχωμα... Κοιτούσα κάτω δίχως σκοπό...

Ο: Δεν με ενδιαφέρουν οι παιδικές σου αναμνήσεις, καριόλη...

Ν: Τότε είδα τη μυρμηγκοφωλιά. Ήταν μια σχισμή στο χώμα....

Ο: Επιτέλους, φτάσαμε στα μυρμήγκια...

Ν: Μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά... Η πιο μεγάλη που είχα δει στη ζωή μου...

Ο: Πες το τώρα, λοιπόν...

Ν: Έσκυψα από πάνω... Κοιτούσα με όλην τη δύναμη των ματιών μου... Κι ήταν όλα τόσο καθαρά...

Ο: Τι καθαρά;

Ν: Έβλεπες τα πάντα. Το σώμα των μυρμηγκιών, τα πόδια τους, τις δαγκάνες τους, το κεφάλι τους...

Ο: Το στόμα τους, το έβλεπες;

Ν: Όχι, δεν το έβλεπα... Μα έβλεπα όλα τα υπόλοιπα... Τα έβλεπα να κινούνται, να λειτουργούν μπροστά μου... Και τότε το ένιωσα...

Ο: Ποιο;

Ν: Αυτό το αίσθημα της αγάπης. Την ίδια την αγάπη. Αγάπη για όλην τούτη την καθαρότητα...

Ο: Είσαι άρρωστος...

Ν: Και τότε έτρεξα στο σπίτι. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα το ντουλαπάκι και πήρα το μπουκαλάκι...

Ο: Μην συνεχίζεις, κατάλαβα...

Ν: Γύρισα στο λόφο με το κοκκινόχωμα... Κανονικά θα έπρεπε να μην ξαναβρώ τη μυρμηγκοφωλιά – δεν είχα βάλει σημάδια... Μα τη βρήκα με την πρώτη... Με τραβούσε... Σαν να 'ταν ο δρόμος μου...

Ο: Μην συνεχίζεις, σου λέω..

Ν: Κι όπως έσκυψα από πάνω, ένιωσα την καθαρότητα της αγάπης ακόμη δυνατότερη... Ακατανίκητη...

Ο: Γαμώ τη μάνα σου...

Ν: Έβγαλα το μπουκαλάκι της αμμωνίας, το μύρισα...

Ο: (Ουρλιάζει.) ΜΗΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙΣ, ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ...

Ν: Πρώτα έσταξα μια σταγόνα σε ένα μυρμήγκι – έτσι, για δοκιμή. Έμεινε ακίνητο... Σαν να βαλσαμώθηκε μονομιάς...

Ο: (Ξεψυχισμένη) Μην συνεχίζεις...

Ν: Μετά έσταξα σε ένα άλλο... Κι έπειτα σε άλλα δύο.... Κι αυτά ακινητούσαν... Σαν να γίνονταν πλαστικά εκθέματα ενός μουσείου φυσικής ιστορίας...

Ο: Βούλωσ' το, αρχίδι...

Ν: Σαν να κατανοούσαν την αγάπη...

Ο: Σκάσε... (Ουρλιάζει και πάλι.) ΣΚΑΣΕ...

Ν: Μετά έκανα μια γραμμή με την αμμωνία... Όσα μυρμήγκια βρέθηκαν πάνω σε αυτήν, έμειναν ακίνητα. Και όποιο πήγαινε να περάσει από πάνω της, έμενε ακίνητο κι αυτό...

Ο: Το κάνεις για να με τρελάνεις...

Ν: Ήμουνα έτοιμος να αρχίσω μια καλλιτεχνία... Να ραντίσω στα μυρμήγκια την αμμωνία – όπως ο παπάς τον αγιασμό... Να κάνω τυχαία σχήματα στο χώμα και να βαλσαμώνονται τα μυρμήγκια... Και τότε ήρθε η καλή ιδέα...

Ο: Σκάσε, γαμημένε...

Ν: Κι εγώ δεν ξέρω πώς ήρθε... Μα με το μπουκαλάκι έκανα έναν κύκλο γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά. Σαν κλοιό. Σαν βρόχο...

Ο: (Κλαίγοντας) Σταμάτα, σε παρακαλώ.

Ν: Τα μυρμήγκια φυλακίστηκαν εκεί μέσα... Και άρχισα τότε να ραντίζω σαν αγιασμό...

Ο: (Κλαίγοντας) Σε παρακαλώ...

Ν: Και μετά τα έκαψα όλα...Μέσα σ' ένα μεσημέρι τα έκαψα όλα... Και όση αμμωνία απέμενε στο μπουκαλάκι, την έχωσα στη σχισμή και την άδειασα όλη...

Ο: (Κλαίγοντας) Είσαι άρρωστος...

Ν: Κι έπειτα κοίταξα τη σχισμή... Τα μυρμήγκια κείτονταν σαν χυμένο ρύζι... Σαν χυμένο μαύρο ρύζι...

Ο: Τίποτε από αυτά δεν συνέβη... Όλα τα επινόησες...

Ν: Ο αέρας μύριζε αμμωνία.

Ο: Θέλεις να με τρελάνεις...

Ν: Ήταν η αιώνια αγάπη εμπρός μου... Μια υπερκόσμια γαλήνη...

Ο: Είσαι ο διάβολος...

Ν: Δεν θυμάμαι πώς έφυγα από εκείνον το λόφο... Το μόνο που θυμάμαι ήταν η ησυχία. Και η καθαρότητα του κόσμου...

Ο: (Κλαίει.) Δεν πιστεύω τίποτε...

Ν: Για την ακρίβεια, δεν έφυγα ποτέ από εκεί... Απλώς κάποτε άλλαξε γύρω μου το περιβάλλον... Μα δεν έφυγα ποτέ...

Ο: Δεν θα με φοβίσεις με όλες αυτές τις ψευτιές...

Ν: Θυμάσαι πριν, που με ρώτησες γιατί βρισκόμαστε εδώ;

Ο: Δεν θα με φοβίσεις...

Ν: (Εμφατικά) Δεν βρισκόμαστε εδώ...

Ο: (Ουρλιάζει.) Δεν θα με φοβίσεις, Παλιοαρχίδι...

Ν: (Εμφατικά) Βρισκόμαστε εκεί, αγάπη μου... Στο λόφο με το κοκκινόχωμα...

Υ.Γ. Ήταν ένα απόσπασμα (η ένατη σκηνή) από το θεατρικό έργο HISTORIA DE UN AMOR Ή ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ του Θανάση Τριαρίδη, το οποίο ανεβαίνει στην θεατρική σκηνή την επόμενη εβδομάδα. Παίζουν και σκηνοθετούν η Πέμη Ζούνη και ο Κώστας Φιλίππογλου. Καλλιτεχνική συνεργασία & κίνηση: Φρόσω Κορρού. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Φωτισμοί Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Παραγωγός: Ρούλα Νικολάου.

Θέατρο OLVIO (Ιεράς οδού 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, τηλ 210 3414118) από 18-1-2013 (Πέμπτη 20.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 18.30)

Το έργο κυκλοφορεί σε βιβλίο στη σειρά δήγμα από τις Εκδόσεις Ευρασία.

0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ