Tο περασμένο Σάββατο ήταν Ψυχοσάββατο και είχε ήλιο στη Ζάκυνθο. Πήγα να πάρω τη μάνα μου από το νεκροταφείο - ήταν εκεί να πλύνει τον τάφο του μπαμπά και να φάει ένα σάντουιτς στη χλόη. Όταν έφτασα, το πικνίκ εμαίνετο. Τα γνωστά. Οι γριές καλοπερνάνε μέσα από τα σχήματα του πένθους. Ξεχορτάριαζαν πέντε λεπτά, έστρωναν το χαλίκι άλλα τόσα και μισή ώρα έπιαναν το ψιλό, όρθιες πάνω από τους ξαπλωμένους.
O τάφος του πατέρα μου είναι στα βορεινά - εκεί που θάβουν τους φτωχούς. Μετά αρχίζει το Γήπεδον Ζακύνθου, πίσω από τα κυπαρίσσια. Ακριβώς πλάι του θάψανε τον περασμένο μήνα έναν Αλβανό, 17 χρόνων, που πήγε από τροχαίο. Πάνω στην πλάκα του έχουν ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο μισό μέτρο μέσα σε πλέξιγκλας. «Δεν σου ταιριάζουν εσένα θρήνοι» γράφουν. Και έχουν δίκιο. Ο Πεντζίκης μου είχε πει ότι τα ασφαλέστερα συμπεράσματα για μια κοινωνία τα βγάζεις παρατηρώντας το νεκροταφείο της. Έχει δίκιο. Οι flashy τάφοι με αλβανικά ονόματα, δίπλα στα ντόπια κηπάκια με τα μελοδραματικά τετράστιχα, δείχνουν το βαθύ μετασχηματισμό της κοινωνίας του νησιού «μου» - προς μια δριμύτητα που τελικά μου αρέσει.
Βρήκα τη μαμά εξημμένη. «Πάγωσαν τα χεράκια μου να πλένω». Ωραία κρίνα σε πλαστικό βάζο. Κλαψ. Από τους δυτικούς τάφους, η Κλέλια, χούφταλο πλην κουτσομπόλα, με ρωτούσε φωνάζοντας αν παντρεύτηκα - της απάντησα: «Τον Ιησού Χριστό».
Πριν μια βδομάδα έκλεισα τα πενήντα, συνεπώς έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τα χούγια των γραιών. Και τον εντελώς αντιδραματικό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τα πένθη τους (και τα πάθη τους - που ομοσταυλίζονται). Κάτι που σε τυφλώνει το κοιτάς λοξά. Και οι απώλειες συσσωρεύονται τόσες πολλές, που δεν παλεύονται. Αφού μια ψυχή που είναι να βγει θα βγει, και τόνοι δάκρυα πριν τα δικά σου φούσκωσαν τις όχθες του ποταμού Λεμάν (τις όχθες της Βίβλου και των προφητών), αυτό που σώζοι είναι η δύναμη του DJ.
Kαι όντως εκείνο το βράδυ διαδραματίστηκε ένα πάρτι reunion της τάξης των eighties στο πρώτο εκείνο μπαρ που βγάζαμε τα μάτια μας μικροί. Τον Αυριακό - μέσα στις ελιές του κάμπου. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πάω, να δω τις σφαλιάρες του Χρόνου επί δικαίων και αδίκων, αλλά, εκεί που ήταν να στρίψω αριστερά, συνέχισα ευθεία και πήγα στο αγρόκτημα του παιδικού μου φίλου, λίγο πιο κάτω, που έκαιγε το φούρνο για να ψήσει ψωμί. Η γενειάδα του έφτανε ως τις θηλές του στήθους του (εάν τον έγδυνες), το μικρό παιδί του μου θύμισε τον Χάρυ Πότερ στο βουκολικό του. Συνεχίσαμε την κουβέντα εκεί που την αφήσαμε πριν τρία χρόνια -τόσα είχα να τον δω- και μπορούσες να διακρίνεις το ντάμπα ντούμπα του πάρτι πάνω από την ομίχλη και τα νοτισμένα χωράφια. Για έναν περίεργο λόγο μου άρεσε πάντα ο απόηχος της γιορτής περισσότερο από τη γιορτή την ίδια. Αφού λειτουργεί, δεν το πειράζω.
Πάντως, όλα πάνω στα γενέθλια των 50 έχουν την αίσθηση του μισού. Του φίφτι-φίφτι. Ξινό και γλυκό μαζί. Κορύφωση και πτώση. «Τα μισά της ζωής» του Χέλντερλιν. Ωριμότητα - και διάθεση για σαχλαμάρες. Κοινωνική συνείδηση και μια άγρια ανάγκη να ιδιωτεύσεις - στα λίγα με τους λίγους. Κυρίως μια σαρωτική αίσθηση ημιτελούς, που βεβαιώνεσαι ότι ουδέποτε θα αλλάξει, αφού αδιάβαστοι ερχόμαστε κι αδιάβαστοι φεύγουμε - τουλάχιστον οι άνθρωποι σαν και μένα, που δεν έχουν την κλίση να διαιωνίζουν το είδος, αμφισβητούν συνέχεια τον εαυτό τους και μέσα από μικροπράγματα ζουν το όλον (έτσι όπως στα φυλλαράκια της χλόης οι ταντριστές βλέπουν τον θεό - ας πούμε).
Οπότε, πολλά είπα - κύριε Ντι Τζέι, ο λόγος σε 'σας. (χειροκροτήματα)
σχόλια