Χειμωνιάτικο πρωινό και στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη τα παιδιά πανηγυρίζουν γιατί είναι Παρασκευή. Αστικά διαμερίσματα που διατηρούν ακόμη την γοητεία τους, παλιά μικροκαταστήματα βγαλμένα από άλλη εποχή και ηλικιωμένοι κύριοι που απολαμβάνουν ατελείωτες παρτίδες ταβλιού. Στο νούμερο 39ένας ψηλός φράκτης και διάσπαρτα κτίρια μαρτυρούν ότι υπάρχουν ακόμη εκτάσεις στην Αθήνα όπου ο χρόνος παραμένει αναλλοίωτος. Για να μπεις πρέπει να χτυπήσεις το κουδούνι. Στην αρχή βλέπεις κάποια λιγοστά παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ στο βάθος να προβάλλουν όμορφοι κήποι. Στο Διοικητήριο παντού ωραία παλιά έπιπλα, κορνίζες, πράσινες καρέκλες και αντικείμενα που προορίζονται για το Χριστουγεννιάτικο Bazaar.
Συζητώ με την υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων, Δήμητρα Πιπιλή η οποία διηγείται πώς ξεκίνησαν όλα. «Το 1893 είκοσι γυναίκες αποφασίζουν ότι δεν θέλουν να στηριχθούν στην Αμερικανική βοήθεια και επιδιώκουν να κάνουν κάτι μόνες τους. Τότε βρίσκουν κάποια που την λένε Μόσχα -δεν γνωρίζουμε το επίθετο της- η οποία δεν έχει άκρα και την βάζουν σε ένα δωμάτιο στο Κουκάκι. Και αυτή τους λέει με την σειρά της για μια άλλη γυναίκα που έχει παρόμοιο πρόβλημα και κάπως έτσι γίνεται η αρχή του Άσυλου Ανιάτων. Η μια γυναίκα έγινε περισσότερες και το δωμάτιο μετεξελίχθηκε σε σπίτι. Έτσι ήρθαν εδώ με σκοπό να αγοράσουν το οίκημα, αλλά δεν τα κατάφερναν. Το 1905, εκεί που είχαν απογοητευτεί έρχεται ο Μάρκος Δραγούμης με δύο σακούλες κοσμήματα της γυναίκας του, η οποία όταν πέθανε έδωσε εντολή να τα πάνε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Επέλεξε το Άσυλο και από τότε λειτουργεί ανελλιπώς -σε συνδυασμό με το ίδρυμα Περιθάλψεως Χρόνιων Πασχόντων- παρέχοντας τις υπηρεσίες του σε άπορους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νοσήματα». Προσγειωνόμαστε στο σήμερα και αυτό που επισημαίνει από την αρχή της συνομιλίας είναι το γεγονός πως «πληρώνουμε κανονικά ΕΝΦΙΑ για όλη την περιουσία που διαθέτει το Άσυλο και χρωστάμε περίπου 7 εκατομμύρια ευρώ. Μιλάμε για ποινικό αδίκημα, δηλαδή η Πρόεδρος μας, κα Ηλιάδη, που δουλεύει εθελοντικά, ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπει φυλακή», υποστηρίζει.
Εδώ λέμε κουβέντες, έχουμε παρέα, στο σπίτι τι θα έκανα; Μόνη μου θα ήμουν και θα κοιτούσα το ταβάνι. Να θυμάσαι ότι την ευτυχία του ο καθένας, την καθορίζει μόνος του.
Στην συνέχεια την ρωτώ για την κατάσταση που επικρατεί, πόσοι μένουν, καθώς και τι έμαθε από την μέχρι τώρα εμπειρία της. «Στο Άσυλο απασχολούνται 110 εργαζόμενοι και φιλοξενούνται περίπου 180 ασθενείς. Σε πληροφορώ ότι υπάρχουν πολλοί που παίρνουν ακόμη τηλέφωνο ζητώντας ρουσφέτι για να μπει κάποιος άνθρωπός τους. Αυτή η λογική είναι λίγο δημόσιο, όπως και το ότι θα δεις διάφορους να βάζουν στο Άσυλο ηλικιωμένους που μπορεί να έχουν κινητικά προβλήματα αλλά σκοπεύουν στην υφαρπαγή της σύνταξής τους. Εμείς δεν παίρνουμε τίποτα και παρέχουμε φαγητό και πλήρη φαρμακευτική περίθαλψη. Μακάρι να μπορούσαμε ακόμη περισσότερα», συμπληρώνει.
«Η βασική φιλοσοφία μας στηρίζεται σε δύο λέξεις: ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Υπάρχουν πολλοί που έρχονται μόνο για να φάνε ή να τους ‘αλλάξουμε’ αν έχουν κάποιο πρόβλημα και στην συνέχεια μπορούν να φύγουν. Οι κουβέντες που έχω ακούσει είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί… Θυμάμαι μια ωραία φράση που μου είχε πει η Πρόεδρος και την διαπιστώνω καθημερινά. Ότι έχω την αίσθηση πως κλέβω αυτούς τους ανθρώπους. Είναι τόσα πολλά αυτά που παίρνω από αυτούς, σε σχέση με αυτά που δίνω… Για παράδειγμα, το γιο μου τον λένε Μιχάλη και κάθε πρωί τον αφήνω στον παιδικό σταθμό. Όταν έρχομαι μετά εδώ κάθε πρωί, με περιμένει ένας άλλος Μιχάλης στην είσοδο για να μου πει ‘καλημέρα’. Είναι ένας άνθρωπος σαράντα ετών, οποίος είναι εντελώς παρατημένος από την οικογένειά του, δεν έρχονται καθόλου να τον δουν και κάποια μέρα, πιστεύοντας ότι είναι συμπτωματικό, αποφασίζω να έρθω λίγο νωρίτερα και τον βλέπω να τρέχει με το αναπηρικό καροτσάκι, να κοιτάζει το ρολόι του ώστε να προλάβει να έρθει στην είσοδο απλά για να μου πει καλημέρα… (συγκινείται και σταματάμε για λίγο). Αυτό λοιπόν εισπράττω μέσα στο Άσυλο, μια υπόγεια τρυφερότητα και μια ανίκητη αξιοπρέπεια που σου μεταδίδουν αυτοί οι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να σου πουν ‘σ’ αγαπάω’, αλλά θα σου στείλουν στην γιορτή σου μια γλάστρα και θα σου γράφουν ‘να είσαι καλά να μας φροντίζεις’. Επίσης, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι από την συναυλία που είχε δώσει η Μαίρη Λίντα στο Άσυλο. Τότε, μια πανέμορφη γυναίκα που είχε έρθει σχετικά πρόσφατα, παρακολουθούσε μαζί με την κόρη της την συναυλία. Η κόρη έκλαιγε συνεχώς με αποτέλεσμα να κλαίει και η μητέρα. Την πιάνω και της λέω, μην το κάνεις αυτό στην μαμά σου, είναι εδώ και περνάει καλά. Τότε μου λέει ότι η μητέρα της ήταν κομμώτρια και της άρεσε να γλεντάει, να χορεύει, πήγαινε στα μπουζούκια και είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που την βλέπει να χορεύει έστω και με τα δάχτυλα της… (δακρύζει). Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Είναι χαρά για μένα, είναι τιμή που δουλεύω για αυτούς τους ανθρώπους. Όταν δεν μπορώ να κλείσω χορηγία, δεν μπορείς να φανταστείς την στενοχώρια μου. Να πηγαίνεις να εξασφαλίσεις λίγα γλυκά και επώνυμο ζαχαροπλαστείο να σου απαντά ότι δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε. Εδώ δεν είμαστε παρκινγκ ανθρώπων και δεν θέλουμε να μας αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο», τονίζει η Δήμητρα.
Στην συνέχεια πηγαίνουμε στο διπλανό κτίριο που στεγάζεται το Νοσοκομείο. Μας υποδέχεται η Διευθύνουσα κ. Ελένη Μαριέλλη. Σε κάθε γωνία είναι τοποθετημένο ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ οι τηλεοράσεις είναι όλες ανοικτές. Περπατάμε στους χώρους και συνεχώς η συζήτηση μας διακόπτεται επειδή, όλοι σπεύδουν να χαιρετίσουν την Ελένη ή την ‘Διευθύνουσα’, (έτσι την φωνάζουν). «Εδώ μένουν άνθρωποι όλων των ηλικιών, κινητικά ανάπηροι ή που δεν αυτοεξυπηρετούνται. Τα κριτήρια για να έρθεις είναι να κάνεις πρώτα από όλα ένα αίτημα και βασική προϋπόθεση να είναι χαμηλό το εισόδημα, για αυτό έχουμε και αρκετούς άπορους», λέει. Το βλέμμα της μετακινείται διαρκώς στους ασθενείς, μήπως και χρειαστούν κάτι. «Όποιος εργάζεται εδώ βλέπει την δύναμη των ανθρώπων αυτών όπου ένα άγγιγμα, μια καλή κουβέντα είναι αρκετά για να τους κάνουν ευτυχισμένους. Πραγματικά, εδώ συναντάς το αληθινό νόημα της ζωής».
Στην διαδρομή μας περνάμε από αρκετούς θαλάμους αλλά και διάφορους άλλους χώρους, γραφεία, τουαλέτες και λουτρά. Στεκόμαστε στο δωμάτιο δύο υπέροχων γυναικών που συμπεριφέρονται σαν να σε προσκαλούν σπίτι τους. Η κυρία Λόλα βρίσκεται στο Άσυλο εδώ και πολλά χρόνια. Ήρθε στα δεκαεπτά της «για εξυπηρέτηση», όπως θα μου πει. Οι μόνοι άνθρωποι που έχει στην ζωή είναι η αδελφή της και τα ανίψια της. «Από την μία μέρα στην άλλη η ζωή μου άλλαξε. Στο σπίτι δεν μπορούσα να έχω τις ανέσεις που έχω εδώ, για αυτό και τα χαρτιά μου τα έκανα μόνη, χωρίς να πω τίποτα ακόμη και στην μητέρα μου. Της το είπα τελευταία στιγμή και φυσικά όταν το έμαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Συνεχώς, μου έλεγε ‘μα και εγώ μπορώ να σε φροντίζω, γύρνα σπίτι’. Έκλαιγε, αλλά της εξηγούσα ότι όλα είναι μια χαρά. Δεν με πίστευε. Μέχρι να φύγει από την ζωή, ερχόταν πολλές φορές και με έβλεπε αλλά αρρώσταινε και θυμάμαι να μου λέει πάντα ότι το καλύτερο παιδί εδώ μέσα, είμαι εγώ. Όλες οι μανάδες το ίδιο, δεν λένε;», λέει. Είναι μια γυναίκα που το πρόσωπο της λάμπει και η φωνή της εκπέμπει μια γλυκύτητα που σε ηρεμεί. Έχει τακτοποιημένα τα πράγματα της στο κρεβάτι και μου δείχνει μια παλιά της φωτογραφία. «Είναι από τα νιάτα μου, κοίτα τι όμορφη που ήμουν», λέει. «Εμένα μου αρέσει η μοναξιά, για αυτό κεντάω με τις ώρες. Η ζωή είναι πάντα γεμάτη βάσανα και στενοχώριες και το μόνο που με έχει μάθει είναι ότι αυτό που χρειάζεται είναι να κάνεις υπομονή», καταλήγει και με αποχαιρετά σκορπώντας συνεχώς ευχές.
Στο διπλανό κρεβάτι βρίσκεται η κυρία Βάσω Μπουραζανίδου, γνωστή και ως «η μασκότ του Ασύλου», όπως θα μου πουν αστειευόμενοι. Το κομοδίνο της είναι γεμάτο φωτογραφίες, χαρτιά κολλημένα στο τοίχο και ωραία χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια. Έχει δημιουργήσει την δική της γωνιά αφού κατοικεί εκεί ακριβώς σαράντα χρόνια. Έχει γυρίσει όλη την Ευρώπη, η μητέρα της έχει πεθάνει και ζει μόνο η αδερφή της, η οποία μένει μόνιμα στην Γερμανία. «Έρχονται μια φορά τον χρόνο και με βλέπουν, αλλά πάω και εγώ, τι νομίζεις; Είχα τα πάντα, έχω κάνει πολλά ταξίδια, είχα τα μπουζούκια μου, τις διακοπές μου, τους άνδρες μου, είμαι γυναίκα με τα όλα μου (γέλια)», σπεύδει να μου πει με το λεβέντικο βλέμμα της. «Είμαι ευτυχισμένη που ο Θεός με έβαλε στο καρότσι. Άκου να δεις αγόρι μου, εγώ την ζωή μου την έζησα στο καρότσι όσο πιο γεμάτα μπορούσα και πολύ καλύτερα από εσάς που μπορείτε και περπατάτε. Αν θες να ξέρεις, αν ήμουν τελείως καλά και είχα τα πόδια μου, τώρα θα ήμουν παντρεμένη με το φούρναρη του χωριού μου και θα ήμουν αγρότισσα σε χωράφια ή φουρνάρισσα. Για αυτό, και τα άσχημα και τα καλά, όλα μου αρέσουν. Εδώ λέμε κουβέντες, έχουμε παρέα, στο σπίτι τι θα έκανα; Μόνη μου θα ήμουν και θα κοιτούσα το ταβάνι. Να θυμάσαι ότι την ευτυχία του ο καθένας, την καθορίζει μόνος του», λέει με ένα γλυκό χαμόγελο και μια φινέτσα που σίγουρα θα την θυμάσαι για πολύ καιρό.
Σε ένα παγκάκι στο διάδρομο συναντώ την κυρία Μαρία η οποία έχει έρθει για να δει την κόρη της, την Βάσω. «Εικοσιπέντε χρόνια καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο», λέει. Κρατά στο χέρι της ένα μανταρίνι και λίγα κριτσίνια, τα οποία δίνει στην Βάσω. «Δεν μπορεί να περάσει μέρα χωρίς να δω την κόρη μου. Κάποιες φορές την παίρνω σπίτι αλλά πιο σπάνια, όπως πέρυσι στις γιορτές των Χριστουγέννων. Τρελαίνεται όταν έρχεται σπίτι, της αρέσει πολύ. Πάμε βόλτες, βγαίνουμε και περνάμε ωραία. Υπήρχαν στιγμές στην αρχή που όταν συνέβη στην κόρη μου η εγκεφαλική και σωματική παράλυση, δεν ήθελα να βλέπω τον κόσμο. Ούτε να με ρωτούν ήθελα, κουραζόμουν να λέω συνεχώς τα ίδια. Ξέρετε, αυτό που με λυπεί είναι η κακία που κρύβει αρκετός κόσμος. Δουλεύω σε δημόσια υπηρεσία και δεν έχω πει τίποτα για το παιδί μου και αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ότι υποφέρω να λέω τα ίδια. Οι περισσότεροι ρωτούν όχι από ενδιαφέρον αλλά για να αισθανθούν αυτοί καλύτερα που δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Το ίδιο και οι συγγενείς, έρχονται και το μόνο που κάνουν είναι να σου δώσουν λίγα ευρώ νομίζοντας ότι έτσι κάνουν το καθήκον τους ή ξεπληρώνουν κάτι. Δεν τα δέχτηκα ποτέ γιατί το θεωρώ μεγάλη προσβολή. Φανταστείτε, μια φορά είπα σε κάτι φίλες μου ότι θέλω να κάνω δίαιτα και μου απάντησαν δεν κοιτάς το παιδί που έβγαλες, η δίαιτα σε μάρανε».
Λίγο πιο πέρα υπάρχει το δωμάτιο του κυρίου Θανάση που συστήνεται ως ‘η εξαίρεση του Ασύλου’. Ο κ. Θανάσης μένει στο ίδρυμα με τον γιό του. Πριν από λίγους μήνες μπροστά στα μάτια του τον είδε να διασχίζει την Λεωφόρο Βουλιαγμένης και «το κακό δεν άργησε να γίνει, αφού ένα αυτοκίνητο ήταν η αιτία που τον έφερε εδώ», θα πει. «Ζήτησα να μου δώσουν την δυνατότητα να μένω και εγώ εδώ, γιατί φοβάμαι και δεν μπορώ να αποχωριστώ το παιδί μου ούτε να επιβαρύνω τους ανθρώπους του Ασύλου, για αυτό όπως μπορώ βοηθάω».
Στον πάνω όροφο η κυρία Ρούλη Μπούα έχει έρθει από την Σχολή Καλών Τεχνών για να ομορφύνει τους τοίχους. «Ο εθελοντισμός είναι η μόνη απάντηση στην κρίση. Περιέχει ουσία και αισθάνεσαι ότι κάνεις κάτι όμορφο. Βοηθάς ουσιαστικά τους άλλους», επισημαίνει. Σχεδιάζει στο τοίχο ένα καραβοφάναρο και διηγείται την ιστορία του. «Πρόκειται για ένα πλοίο, που όταν σβήσει ένα φάρος καταπλέει στο λιμάνι με το δικό του φάρο και έτσι μέχρι να αποκατασταθεί η ζημιά δίνει στο λιμάνι το φως, την λύση και την ελπίδα. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι πάντα θα υπάρχει το φως», λέει.
Στην συνέχεια δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια επίσκεψη στα μαγειρεία, όπου δοκιμάζουμε υπέροχο ζυμωτό ψωμί, αλλά και την εκκλησία. Είναι ίσως το πιο ήσυχο σημείο και αντιλαμβάνομαι απόλυτα γιατί το έχει επιλέξει ένας κύριος με αναπηρικό αμαξίδιο έχοντας συντροφιά τσιγάρα και το ραδιοφωνάκι του, που παίζει ασταμάτητα λαϊκά τραγούδια. Επόμενη στάση στο εντευκτήριο όπου μας υποδέχεται η κυρία Γεωργία Λιότσου, η οποία εργάζεται εκεί περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ανάμεσα σε κεντήματα και εργόχειρα θα μου πει «για μένα το να έρχομαι εδώ δεν είναι δουλειά. Συναναστρέφεσαι με ανθρώπους που κρύβουν ένα μεγαλείο ψυχής. Μαθαίνεις να αγαπάς τον διπλανό σου και αν δεν μάθεις να αγαπάς, δεν μπορείς να σταθείς. Όταν τελειώσεις, φεύγεις για το σπίτι σου γεμάτη εικόνες και συναισθήματα και καταλαβαίνεις απόλυτα τι θα πει ‘Άνθρωπος’. Για κάποιους μια καλημέρα είναι απλά μια λέξη, όμως για πολλούς εδώ είναι αυτό που θα τους κάνει να χαμογελάσουν».
Έχοντας περάσει την πύλη της εξόδου πολλές σκέψεις σε ακολουθούν. Αναρωτιέσαι τι ωραίοι άνθρωποι υπάρχουν και πως μικρές στιγμές είναι αρκετές για να τους κάνουν ευτυχισμένους. Έχουν απόλυτο δίκιο όταν θα μου πουν πολλές φορές πως «η δύναμη δεν μετριέται στο σώμα, αλλά στην ψυχή».
https://www.facebook.com/asylonaniaton/?fref=ts