Τετάρτη πρωί στο σπίτι, 11:30
Οι Τετάρτες είναι τα μόνα πρωινά που δεν δουλεύω. Συνήθως σέρνομαι με τις πιτζάμες και κοιτάω το Τwitter την ώρα που σχεδίαζα να κάνω χιλιάδες πράγματα, όπως το να πληρώσω λογαριασμούς και να γράψω το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Σήμερα το πρωί άλλος ένας φίλος μού ανακοίνωσε ότι φεύγει από την Ελλάδα. «Δεν ξέρω τι θα κάνω, έχω απελπιστεί πια με την Αθήνα, δεν αντέχω άλλο», μου έλεγε τα τελευταία δυο χρόνια, οπότε μάλλον έπρεπε να το περιμένω. Ούτε καν έχει βρει άλλη δουλειά, απλώς θεωρεί ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να ζήσει ωραία στη Βυρητό από ό,τι στην Αθήνα. Την ώρα που ετοιμάζομαι να φύγω, καταχωνιάζοντας ρούχα σε τσάντες και ισιώνοντας ματαίως τα μαλλιά μου που πλέον θυμίζουν σφουγγαρόπανο, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο αδερφός μου που μου λέει ότι χτες το βράδυ τού σπάσανε το αυτοκίνητο. Το πάρκαρε στον κεντρικότερο δρόμο του Παγκρατίου και κατέβηκε να φάει κάτι. Όταν γύρισε, η πόρτα ήταν παραβιασμένη και το τζάμι σπασμένο. Φεύγω γι' άγνωστο προορισμό: βρέχει καταρρακτωδώς και περνάω μέσα από μια στοά κοντά στο Σύνταγμα - εφτά στα δέκα μαγαζιά έχουν κλείσει. Κάποια, ομολογουμένως, ήταν εντελώς παράξενα. Πάντα, όταν περνούσα, απορούσα ποιος ψώνιζε από αυτά: υπήρχε εκείνο το μαγαζί που πουλούσε αποκλειστικά καρφίτσες φο-μπιζού τοποθετημένες ανάμεσα σε κακότεχνα πορτρέτα της Μαντόνα, ζωγραφισμένα με λάδι, ή ένα άλλο που πούλαγε τον μοναδικό συνδυασμό κοσμήματα-είδη καπνιστού - στη βιτρίνα οι πίπες συνυπήρχαν με κολιέ από ελεφαντόδοντο.
Πέμπτη απόγευμα, σε κατάστημα μανικιούρ - πεντικιούρ
Τα μέρη που κάνουν μανικιούρ - πεντικιούρ, όπως και τα κομμωτήρια, με απωθούν και με ελκύουν ταυτόχρονα. Από τη μία βαριέμαι, από την άλλη ψοφάω να διαβάζω άθλια περιοδικά και να κρυφακούω τις συζητήσεις των γύρω μου («Η μόνη με καλά εξτέ είναι η Σίσσυ Χρηστίδου», «Η Μενεγάκη κάνει μάσκα με βλαστοκύτταρα»). Μπήκα εδώ μέσα τυχαία - δεν το συνηθίζω, το θεωρώ κάπως πολυτέλεια, αλλά, οk, σήμερα ήθελα και μπήκα. Ίσως θα έπρεπε να το είχα ξανασκεφτεί. Για κάποιον λόγο οι υπάλληλοι είναι πιθανώς οι πιο βλοσυρές εργαζόμενες που υπάρχουν σε ινστιτούτο. Εάν χαμογελάσουν, μπορεί να συμβεί κάτι κακό - κάποιος κάπου θα βασανίσει ένα κουταβάκι και τα Φιλιππινεζάκια που δουλεύουν στα sweatshops θα κόψουν τα μικρά τους δαχτυλάκια στις ραπτομηχανές τους. Στα αριστερά μου μια κοπέλα με μούσκουλα (ονειρεύομαι ότι είναι πρωταθλήτρια στίβου από τη Λάρισα) κοιτάει αφηρημένα από το παράθυρο, ενώ μια άλλη με πλατινέ ξασμένο μαλλί και piercings της τοποθετεί ακρυλικά νύχια - τα περιεργάζομαι με νοσηρή περιέργεια. «Χαλάρωσε τα χέρια σου, σε παρακαλώ», μου λέει με αυστηρό ύφος η κοπέλα που μου βάφει τα νύχια. Στα δεξιά μου μια κυρία με βυσσινί νύχια μόλις έχει τελειώσει το μανικιούρ της. Η κοπέλα που την περιποιείται φέρνει ένα ντοσιέ και της λέει, «Υπογράψτε εδώ!». Υπογράφει, αλλά η χαρούμενη μανικιουρίστ το επεξεργάζεται λίγο καλύτερα. «Κλείσατε ραντεβού και δεν ήρθατε;». «Ναι», απαντάει η κυρία. «Λυπάμαι, θα το χρεωθείτε. Εμείς εκείνη την ώρα θα μπορούσαμε να 'χαμε βάλει πελάτισσα», της λέει η γκαουλάιτερ των νυχιών, που έχει πιασμένα τα άλουστα μαλλιά της σε δυο σφιχτές κοτσίδες. Κοιτάζω γύρω μου το άδειο μαγαζί: αμφιβάλλω αν την ώρα που κλείνουν τα μαγαζιά πέντε-πέντε οι Αθηναίες συνωστίζονται ποια θα πρωτοπάει να φτιάξει τα νύχια της. «Τα χέρια σας!», μου ξαναλέει η γκαουλάιτερ και μου τραβάει τα δάχτυλα. «Ξέρετε, εγώ ήρθα εδώ με μια προσφορά για όλη τη χρονιά και μας έχουν στο πυρ το εξώτερο», μου εκμυστηρεύεται ψιθυριστά η κυρία με την ξανθιά άφρο. «Μας μισούν». Α, μάλιστα, της λέω. Κοιτάμε για λίγο και οι δυο την πλατεία Κολωνακίου από κάτω. Σκέφτομαι ότι ζούμε στην εποχή της παράνοιας: κλείνουν τα μαγαζιά πέντε-πέντε και ακόμα θεωρείται ντροπή ή ταμπού να πας κάπου με εκπτωτικό κουπόνι.
σχόλια