Περπατώντας στη Φιλελλήνων.
Όταν περπατάω εδώ, πάντα αναρωτιέμαι γιατί έχει τόσο πολλές τσίχλες κολλημένες στο πεζοδρόμιο. Μαζεύονται όλοι, μασάνε την τσίχλα τους και τη φτύνουν με φόντο την πλατεία Συντάγματος; Στην πραγματικότητα, απορώ συνέχεια για ένα σωρό τέτοια πράγματα Γιατί το οδόστρωμα στην Όθωνος θυμίζει πατατάκι Raffles; Ποιανού ήταν η ιδέα να πεζοδρομηθεί η Ερμού με αυτά τα άβολα τουβλάκια, έτσι ώστε να κουτσαίνεσαι όταν περπατάς με τακούνια; Γιατί έχει τόσες κατσαρίδες η πλατεία Κοτζιά - υπάρχει κάποια αποικία κατσαρίδων που ζει σε οργανωμένες πολιτείες κάτω απ’ το σιντριβάνι; Ο σκύλος που κάθεται στη διάβαση της πλατείας Συντάγματος τρέφεται αποκλειστικά με καυσαέρια; Πώς είναι να δουλεύεις σε ενεχυροδανειστήριο; Υπάρχουν και χειρότερα. Ένα βράδυ καλοκαιριού, όταν ήμουν μικρή, στην κατασκήνωση, το κοριτσάκι δίπλα μου ξύπνησε και με βρήκε κι εμένα ξύπνια. «Έχω μια απορία», μου ψιθύρισε. «Θα σου πω τι είναι, αλλά δεν θα γελάσεις». «Όχι», της υποσχέθηκα. «Πού πηγαίνουν τα ψυγεία όταν χαλάσουν;».
Στο πάρκινγκ της πλατείας Κλαυθμώνος.
Μπαίνουμε, τρέχοντας, στο αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο στο τρομακτικό υπόγειο πάρκιννγκ της πλατείας Κλαυθμώνος - εδώ μέσα είναι ό,τι πρέπει για να έρθει το «Βαθύ Λαρύγγι» να σου πει κρατικά μυστικά. Με το που γυρνάει το κλειδί, το αυτοκίνητο γεμίζει με τη φωνή του Γιάννη Πλούταρχου. «Να με σκοτώσεις δεύτερη φορά διαλέγεις / δεν έφτανε να είμαι μια φορά νεκρός;». «Οι Chromatics τι απέγιναν, Κάτια;», ρωτάω δειλά-δειλά. «Ε, δεν θ’ ακούσω Chromatics για να μου φύγει η καψούρα. Έχω πιο ποταπό σάουντρακ». Όταν πια διασχίζουμε τη Σταδίου, ακούμε το «Μυστικέ μου έρωτα» της Στανίση («μια φωτιά μου καίει τα στήθια / μια φωτιά / την αλήθεια δεν τη λέω πουθενά»). Μάλιστα, σκέφτομαι. Από τότε που χώρισε η Κάτια περνάει τα βράδια της πίνοντας και καπνίζοντας σαν ηρωίδα κακής σαπουνόπερας: ξερνάει στις τουαλέτες των μπουζουκιών και κλαίει στο μετρό για τον χαμένο της έρωτα. Προχτές περίμενε τον τύπο που την παράτησε έξω απ’ το σπίτι του και τον παρακάλαγε να τα ξαναφτιάξουν. «Γιατί το κάνεις αυτό το πράγμα;» της ρωτάω, ενώ από πίσω η Βανδή τσιρίζει για το νυχτολούλουδο που ζωντανεύει κάθε σούρουπο. Έχουμε ήδη φτάσει στη Συγγρού. «Τι άλλο θα κάνεις; Θα ψάχνεις τα σκουπίδια του, κλαίγοντας υστερικά, με το eye liner να σου τρέχει ποτάμι απ’ τα μάτια; Είναι ξεφτίλα όλα αυτά». Δεν απαντάει αρχικά, αλλά μετά μου λέει: «Δεν καταλαβαίνεις» («μάλιστα», σκέφτομαι, «τι θα μου ’λεγες;»). Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι βαθιά μέσα της τής αρέσει όλο αυτό το μελοδραματικό πράγμα. Δεν θέλει να συνέλθει. Γιατί αν συνέλθει, θα ξέρει ότι πρέπει να παραδεχτεί αυτό που δεν θέλει: ότι όλα τέλειωσαν.
σχόλια