Στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, τρέχοντας στον διάδρομο.
Δεν ξέρω πώς κατάφερα να χάσω την πύλη μου (σημείωση: η Β1 είναι από την πλευρά Α του αεροδρομίου, πάντα κάτι μαθαίνεις τελικά), ξέρω μόνο πως είμαι στον έλεγχο αποσκευών ασθμαίνοντας - η πτήση μου φεύγει σε δέκα λεπτά και από πίσω μου είναι δύο κυρίες που συζητούν για αποτυχημένες πλαστικές (με ονόματα) και πόσο κοστίζει η διαμονή κοντά στο ελικοδρόμιο του Μόντε Κάρλο.
Μου φαίνεται ότι η ουρά προχωράει βασανιστικά αργά, ενώ ανοίγουν τη βαλίτσα μου και κοιτάνε ένα-ένα τα μπουκαλάκια μου. «Μήπως έχετε κάποιο ipad εδώ μέσα;», με ρωτάει ο κύριος στο μηχάνημα. «Ισιωτή μαλλιών; Πιστολάκι;». Σιγά μην έχω και τη θεία μου τη χίπισσα, σκέφτομαι, για 48 ώρες πάω. Τρέχω σαν την τρελή - ευτυχώς, ακόμα υπάρχουν τρεις άνθρωποι που επιβιβάζονται στο αεροπλάνο. Περιμένω στην ουρά, όταν η αεροσυνοδός κοιτάει το διαβατήριο του μπροστινού μου. «Πλαστό», λέει ξερά και το δίνει σε έναν αστυνομικό. Κοιτάω τον αστυνομικό δεξιά μου. Σαστίζω όταν βλέπω ότι ακριβώς από πίσω του βρίσκονται καθισμένοι 10 άνθρωποι: άντρες, γυναίκες παιδιά, μαύροι στην πλειονότητά τους. Moιάζουν να περιμένουν κάτι, μια κυρία με μοβ πουλόβερ κρατάει μάλιστα τη βαλίτσα της. Δίνω το διαβατήριό μου στην αεροσυνοδό. «Καλό ταξίδι», μου λέει. Την ίδια ώρα ο αστυνομικός στέκεται μπροστά στους μαζεμένους ανθρώπους. «Follow me», τους λέει και εκείνοι σηκώνονται και τον ακολουθούν πειθήνια.
Περπατώντας στο Μετς.
Το Μετς, ή Μεζ στα γερμανικά, είναι μια πόλη της Λωρραίνης στην ανατολική Γαλλία (έχω χάσει το μέτρημα από όλες τις φορές που άκουσα «Α, πας από το Μετς της Αθήνας στο Μετς της Γαλλίας»). Έφτασα εδώ απ’ το Παρίσι μ’ ένα εξαιρετικά γρήγορο τρένο, τόσο γρήγορο που τα δέντρα έμοιαζαν να χοροπηδάνε μέσα στην ομίχλη. Έχω έρθει για δουλειά, αλλά μου περισσεύουν δυο ολόκληρες ώρες. Χαζεύω έναν πύργο, το ποταμάκι που διασχίζει την πόλη, περπατάω λίγο στο κέντρο της πόλης - ναι, υπάρχουν ακόμα Virgin Megastore! Aγοράζω μαρέγκες με μέντα (αν ήμουν ο Ηomer Simpson θα έλεγα «Μmm, weird French food»), μπαγιάτικες φλορεντίνες και κρουασάν από μια στριμμένη κυρία που με κοιτάζει σαν παραδείσιο πουλί. Την ώρα που παραγγέλνω σκέφτομαι ότι τα γαλλικά μου θυμίζουν τα αγγλικά του Πίτερ Σέλερς στην ταινία Το Πάρτι, αλλά ευτυχώς που τα μιλάω κι αυτά, γιατί κανείς δεν μιλάει αγγλικά σ’ αυτή την πόλη. Το βράδυ μετά τη δουλειά μιλάω με μια Γαλλίδα στο μπαρ του θεάτρου της πόλης, που είναι ξύλινο, ορθογώνιο και παράξενα ψηλοτάβανο. Λέμε διάφορα, μέχρι που με ρωτάει με συγκαταβατικό τόνο πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα. Της απαντάω όσο καλύτερα μπορώ. «Και η Αθήνα; Τι απασχολεί τους Αθηναίους;
Πώς είναι τα πράγματα στην Αθήνα;». Δεν ξέρω τι να της απαντήσω. Νιώθω φοβερή αμηχανία όταν καταλαβαίνω ότι με κοιτάει με οίκτο.
σχόλια