Εναντίον κάθε εκδοτικής συνήθειας των free press, σήμερα δημοσιεύουμε ένα άρθρο 7.000 λέξεων για τον θάνατο, μετά από πολύμηνη έρευνα και τεκμηρίωση. Το κάναμε, αρχικά, διότι θέλουμε να διαβάσουμε εμείς κάτι ουσιώδες για ένα δεσποτικό θέμα που θεωρείται ταμπού.
Αργά ή γρήγορα όλοι μαθαίνουν τη δύναμη του θανάτου. Χάνουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο, το αίμα τους. Για πάντα. Και νιώθουν στην πλάτη τους έναν καγχασμό και μια απειλή. Όλα όσα ζουν, πάγος λεπτός, ξαφνικά κάτω απ' τα πόδια τους. Μια αδιανόητη μπλόφα.
Δεν πενθούμε πια όπως παλιά. Ειδικά στις πόλεις. Το ξέρω από μένα. Δεν πάω στους τάφους των δικών μου, ούτε στα μνημόσυνα. Απεχθάνομαι τις εκκλησίες, με αγριεύει το ξενύχτι του νεκρού -- αλλά εκεί που τρώω μια τυρόπιτα στην κουζίνα, ένα βράδυ, όλως απροειδοποίητα, μπορεί να με πιάσει το παράπονο για μια απουσία, χρόνια πριν. Ένα πυκνό πένθος, αδιαπέραστο. Όχι κατ’ ανάγκην με δάκρυα και στεναγμούς. Το πένθος έχει γίνει πια ένας πεζός ιστός, ημιδιάφανος, που όλα τα τυλίγει και πουθενά δεν δηλώνεται.
Αλλά ο θάνατος υπάρχει, όπως και η γιγαντιαία, μάλλον κυνική μπίζνα του. Και θέλαμε να το ψάξουμε.
Θέλαμε, επίσης, να πάμε λίγο παρακάτω τη συνταγή μας, μετά την πρώτη δοκιμή με το τεύχος «Η Ιστορία μιας πόλης». Καλώς ή κακώς, είμαστε ένα από τα ελάχιστα έντυπα που απόμειναν στην Αθήνα. Είτε είμαστε δωρεάν είτε όχι, πρέπει να προσπαθήσουμε για μια καλύτερη δημοσιογραφία. Πιστεύουμε ότι ο κόσμος διψά και επικροτεί κάθε τέτοια προσπάθεια. Τόσο στα έντυπα, όσο και στο Ίντερνετ.
Όλοι όσοι διδάσκουν δημοσιογραφία στις ελεεινές σχολές των τηλεαστέρων λένε ότι στη γενιά του τουίτερ οφείλεις να απευθύνεσαι με σύντομα κείμενα, γλώσσα διάστικτη από ευφυολογήματα και μεγάλες φωτογραφίες.
Βρίσκω την άποψη βλακώδη. Τα έντυπα που μιμούνται το τουίτερ αυτοκτονούν, απλώς διότι δεν έχουν μπαταρία. Τα έντυπα (όπως και τα καλά σάιτ) οφείλουν να γίνουν το αντίθετο του τουίτερ: να έχουν περιεχόμενο. Και αισθητική. Τέλος.
Διαβάζοντας, βέβαια, το εξαιρετικό, απέριττο γραπτό του Ηλία Μαγκλίνη, δεν απέφυγα τους συνειρμούς. Για τα δικά μου. Θανάτους της οικογένειας, απερίγραπτους και άδικους, παιδιά, φίλους – σκόνη όλα. Ποτέ καμμία θρησκεία ή σκέψη δεν μπόρεσε να καταλαγιάσει την οργή μου γι’ αυτή την κωμωδία, ούτε να με παρηγορήσει για ό,τι θα συμβεί και σε μένα.
Πεθαίνουμε σαν τις μύγες – εμείς, που τρώμε το μέλι της ζωής με το κουτάλι. Τι γελοία κατάληξη!
Σας εύχομαι Καλό Πάσχα. Τώρα που ζείτε, ζήσετε!
σχόλια