Του Βασίλη Γεώργα, από την Εφημερίδα των συντακτών
Επιχειρηματίες από απόγνωση γίνονται οι Έλληνες με την προσδοκία ότι θα «ξορκίσουν» έτσι την πρωτοφανή έλλειψη θέσεων εργασίας σε μια χώρα όπου σχεδόν ένας στους τρεις πολίτες έχει μείνει άνεργος, οι μισθοί και οι συλλογικές συμβάσεις καταρρέουν και η ύφεση διαλύει κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Η ετήσια έκθεση του ΙΟΒΕ για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης (2011-2012) αποτυπώνει μια παράδοξη πραγματικότητα: Όσο βαθαίνουν η ύφεση και η ανεργία τόσο περισσότεροι προσπαθούν να γίνουν αφεντικά του εαυτού τους και να ανοίξουν μικρές επιχειρήσεις για να ορθοποδήσουν.
Η «επιχειρηματικότητα ανάγκης» κάνει θραύση τα τελευταία χρόνια, με την Ελλάδα ειδικά το 2011-2012 να σκαρφαλώνει στην 4η θέση παγκοσμίως ανάμεσα στις πλούσιες χώρες σε ό,τι αφορά την ίδρυση νέων επιχειρήσεων. Οκτώ στους εκατό Έλληνες ηλικίας 18-64 ετών βρίσκονταν μέχρι το καλοκαίρι του 2011 σε αρχικό στάδιο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το ποσοστό αυτό (8%) είναι χαμηλότερο μόνο από τις ΗΠΑ (12,3%), την Αυστραλία (10,5%) και την Ολλανδία (8,2%), ενώ έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 5,3% που είχε καταγραφεί το 2010.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, από τις νέες επιχειρήσεις ένα ποσοστό 25,4% αποτελεί «επιχειρηματικότητα ανάγκης», δηλαδή διέξοδο απασχόλησης για όσους δεν έχουν άλλες επιλογές ικανοποιητικών απολαβών, ενώ το 36,8% των προσπαθειών αφορά προσπάθειες νέων επιχειρηματιών που θεωρούν ότι προέκυψε κάποια ευκαιρία και σπεύδουν να την εκμεταλλευτούν. Συγκριτικά με την περίοδο πριν από την κρίση (2003-2007) η επιχειρηματικότητα ανάγκης έχει γνωρίσει δραματική αύξηση, ακριβώς λόγω της έλλειψης ευκαιριών για ικανοποιητική μισθωτή απασχόληση.
Η άλλη όψη του νομίσματος όμως δείχνει ότι αφενός ένα μεγάλο μέρος των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών εγκαταλείπεται γρήγορα, αφετέρου -το κυριότερο- λόγω μικρού μεγέθους οι νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις δεν συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης. Έτσι στη χώρα μας καταγράφεται ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά εγκατάλειψης της επιχειρηματικής δράσης (3%) με βασικότερο λόγο την έλλειψη κερδοφορίας (επτά στους δέκα) και πολύ λιγότερο την έλλειψη χρηματοδότησης.
Παράλληλα, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην οποία άμεσα ή έμμεσα απασχολούνται πάνω από 1,5 εκατ. άτομα, οι προσδοκίες για τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων εργασίας είναι πολύ χαμηλές. Μόλις 2,8% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων προσδοκούσαν το 2011 ότι το εγχείρημά τους θα δημιουργήσει περισσότερες από 20 νέες θέσεις εργασίας σε βάθος πενταετίας, ενώ τρεις στους τέσσερις προσδοκούσαν ότι θα απασχολήσουν το πολύ 5 νέους εργαζομένους.
Ένα μεγάλο μειονέκτημα της επιχειρηματικότητας ανάγκης είναι ότι οι περισσότεροι από τους νέους επιχειρηματίες ακολουθούν την πεπατημένη. Ξεκινούν δηλαδή τη δραστηριότητά τους σε κορεσμένους τομείς, όπως ένα κομμωτήριο, μια καφετέρια, ένα ταχυφαγείο ή ένα κατάστημα ρούχων κ.ά. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, το 49,4% των νέων επιχειρήσεων δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών προς τους τελικούς καταναλωτές, το 27,4% στη μεταποίηση και το 20,6% στην παροχή υπηρεσιών.
Η συντριπτική υπεροχή των επιχειρήσεων που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή έχει ωστόσο αρχίσει να φθίνει λόγω της μείωσης στην κατανάλωση και είναι ενδεικτικό πως από 70% το 2005, σήμερα κινούνται κάτω από το 50%, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι σε ηλικία και καλύτερα καταρτισμένοι επιχειρηματίες ανακαλύπτουν νέες και πιο καινοτόμες δραστηριότητες. Το 2011, ένα στα τρία νέα εγχειρήματα είχε να κάνει με κάποια μικρή ή μεγαλύτερη καινοτομία ή αφορούσε νέες δραστηριότητες στην αγορά.
σχόλια