Μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο να γράψει κανείς. Ειδικά άρθρα. Γιατί πρέπει να είσαι σύντομος και περιεκτικός. Και να μην κουράσεις τον αναγνώστη. Είναι δύσκολο όχι γιατί δεν έχεις αρκετά ερεθίσματα. Αλλά γιατί, αντιθέτως, έχεις πάρα πολλά.
Και έρχεται ξαφνικά εκείνη η μαγική στιγμή που ξέρεις για τι θέλεις να μιλήσεις. Που ξέρεις για ποιον θέλεις να γράψεις. Σήμερα ο κλήρος πέφτει σε έναν «ξένο». Σήμερα θα μιλήσω για τον Ραϊντέλ.
Ο Ραϊντέλ είναι ένας ξένος. Είναι από την Κούβα.
Δεν είναι αυτός ο λόγος όμως γιατί «είναι» ξένος.
Είναι ξένος γιατί πάντα θα βρει κάποιο λόγο να γελάσει. Είναι ξένος γιατί χορεύει ακόμα και όταν ακούει κουτάλια να χτυπούν μεταξύ τους. Είναι ξένος γιατί έχει το ρυθμό στο αίμα του, πριν ακόμα γεννηθεί. Είναι ξένος γιατί παρόλα τα δεινά που έχει περάσει στέκεται ακόμα όρθιος. Ξυπόλυτος. Είναι ξένος γιατί έχει μια καταγωγή και μια ιστορία. Είναι ξένος γιατί ..δεν ξέρει από...γεωγραφία. Είναι ξένος γιατί είναι αισθησιακός. Είναι ξένος γιατί δεν μιλάει καλά τα Ελληνικά που έμαθε μόνος του. Είναι ξένος γιατί θέλει όλη η βδομάδα του να έχει κέφι. Είναι ξένος γιατί δεν ξέρει τι θα πει μιζέρια. Είναι ξένος γιατί η δικτατορία του Μπατίστα «δεν ήταν σαν τη δικιά μας». Είναι ξένος γιατί δεν πιστεύει στον ίδιο θεό με εμάς. Είναι ξένος γιατί Κούβα είναι η Αβάνα, τα κοκτέιλς και τα πούρα.
Το «Χορεύοντας με τον Ραϊντέλ» είναι μια ταινία – ντοκιμαντέρ του Αλέξη Τσάφα. Είναι γνωστή και με τον τίτλο «Ο Κουβανός Γείτονας» (El vecino cubano). Γυρίστηκε πριν από 10 χρόνια περίπου, και το 2002 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, αφού είχε πρώτα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εγώ είχα την τύχη να το δω σε προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης της περιοχής μου πριν από λίγες μέρες. Και είναι από αυτές τις περιπτώσεις που βλέπεις ένα παράγωγο τέχνης που μοιάζει «πολυκαιρισμένο» σαν παλτό και είναι ξαφνικά και ευχάριστα επίκαιρο.
Ο Ραϊντέλ είναι ένας μετανάστης που ζει στην Αθήνα και σε ρόλο ξεναγού «συνοδεύει» τους θεατές σε ένα ταξίδι στην πατρίδα του, την Κούβα. Στην Κούβα του 2002 που όμως δεν διαφέρει πολύ από το πώς είναι σήμερα. Ενεργά μέλη της Κουβανικής κοινότητας στην Αθήνα συμπληρώνουν το πάζλ των διηγήσεων με πάθος, αγάπη για την χώρα που είναι τώρα το σπίτι τους αλλά και την πατρίδα που άφησαν πίσω. Οι Κουβανοί της Ελλάδας δεν θεωρούνται οικονομικοί μετανάστες. Ήρθαν στη χώρας μας οι περισσότεροι λόγω οικογενειακών δεσμών. Κουβανές είχαν παντρευτεί Έλληνες ναυτικούς. Αυτούς ακολούθησαν μέχρι εδώ. Το ντοκιμαντέρ αυτό και ο Αλέξης Τσάφας μας βάζει μέσα στο σπίτι τους. Κυριολεκτικά. Παρουσιάζουν έτσι γλαφυρά τη νοοτροπία και την κουλτούρα του λαού αυτού, που ξεχωρίζει για το ταμπεραμέντο του.
Κι Έλληνες κάποτε ήξεραν τι θα πει ταμπεραμέντο, όπως λένε και Κουβανοί στο ντοκιμαντέρ. Μόνο που δεν το χρησιμοποιούμε όπως πρέπει.
Κι αυτό που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση από το υλικό αυτό που παρουσιάστηκε ήταν το καθάριο και ζεστό βλέμμα των ανθρώπων που μιλούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν, μεταφέροντας μια αυθεντική παρουσίαση της Κούβας.
Και παρόλο που ήμουν στο κάθισμά μου, ένιωσα κι εγώ το ρυθμό που τους κάνει να ξεχνιούνται. Που τους κάνει να ζουν.
ΥΓ. Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της φίλης μου Δανάης Θεοδωροπούλου που τράβηξε με τη χαλασμένη της μηχανή 3 χρόνια πριν. Όταν της ζήτησα τις φωτογραφίες μου είπε: «...αχ μακάρι να μπορούσα να 'βγαζα φωτογραφίες απ' τα μάτια μου για να σου δείξω την Κούβα που έζησα».
σχόλια