Πριν από 20 χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφόρησε το Μην Πετάξεις Τίποτα.
Ήταν η επιστροφή του μετά το καταστροφικό Κούρεμα, και ήταν ένας δίσκος που αγάπησα πολύ.
Τα θέματά του: η παλιά αριστερά, τα Βαλκάνια, ο έρωτας, η Θεσσαλονίκη. Ήταν ελαφρώς ποτισμένος στην ελληνορθόδοξη φάση του Σαββόπουλου - συνέπεσε και με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.
Έκανα ότι δεν άκουγα όσα, λίγα, με ξενέρωναν -Βυζάντιο, Βορράς, Πατριάρχης- κυρίως επειδή όλα τα υπόλοιπα με ταρακουνούσαν συθέμελα.
Μέχρι πριν λίγες μέρες που εδώ στο μπλογκ έβαλα την Κακή -και κατόπιν την Καλή- κριτική για τη συναυλία του, είχα σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή του. Ήμουν 15 ετών όταν τον αγόρασα σε βινύλιο και τον άκουγα ξανά και ξανά - τώρα που είμαι σχεδόν 35 όμως κατανοώ το μεγαλείο του, και την υπερεαλιστική, ποιητική του γλώσσα.
Από το κομμάτι που ανοίγει το δίσκο - για τους παλιούς, νεκρούς ήρωες της άλλης Αριστεράς, που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης
μέχρι το κομμάτι που έδωσε τον τίτλο του δίσκου, το σπαρακτικό αλλά ταυτόχρονα ελπιδοφόρο Μην Πετάξεις Τίποτα
και τον αριστουργηματικό Μικρό Μονομάχο - ποίηση και μουσική ενώνονται για να αφηγηθούν μια πολυεπίπεδη ιστορία 'σημερινού' 15χρονου (την ηλικία που είχα όταν βγήκε ο δίσκος και το άκουγα).
===
Το τραγούδι όμως με το οποίο κλείνει ο δίσκος, το πιο πιασάρικο, είχε τον τίτλο "Μέρες Καλύτερες Θα 'ρθουν".
Πόσο ειρωνική μοιάζει σήμερα η μίρλα μας όλες τις τελευταίες δεκαετίες, όταν ήμασταν σχεδόν πλούσιοι και δεν το ξέραμε - και δεν το εκτιμούσαμε. Κι όμως, θεωρούσαμε ότι όλα πήγαιναν χάλια και προσβλέπαμε σε καλύτερες μέρες, και μετά σε ακόμα καλύτερες μέρες.
Δεν ήταν και τόσο χάλια στις αρχές των '90ς τα πράγματα, κι ας φαινόταν έτσι τότε. Μόνο σήμερα το ξέρουμε όμως, και το καταλαβαίνουμε.
Και σήμερα είναι τελικά ουσιωδώς επίκαιρο και, ελπίζω, προφητικό το Μέρες Καλύτερες Θα 'ρθουν.
Για όλους όσους "δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους / τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους".
Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, το λέει το ένστικτό μου
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου
Χαράζουμε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους
Γιατί είν' η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ' έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει την ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη
Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, το νιώθω στ' αεράκι
εκείνο το καρύδι σπάει, άκου και τ' αηδονάκι
του πάει το ντέρτι κι ο καημός, η λύπη του ταιριάζει
μα θέλει και το φάρμακο. Ποιος το 'χει; Το μοιράζει;
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος
και βούλιαξε στον χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο
και ξάφνου βγήκε απ' τα κλαδιά της Πίστης φωτισμένο
Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, τίποτα πια δεν σβήνει
την δίψα την λαχτάρα μου, την ομορφιά μου εκείνη
που μου 'γινε πατρίδα μου, πόλη μου και Θεός μου
ματιά που με κομμάτιασε να ξαναβρώ το φως μου
Κι αφού τελειώνει η βραδιά, αντί για καληνύχτα
μαζί ας ταξιδέψουμε στην φλογισμένη νύχτα
γελώντας και δακρύζοντας για κείνο τ' ακρογιάλι
να στρώσω να πλαγιάσουμε κεφάλι με κεφάλι
σχόλια