«Ενώ επερίμενα το τραμ το οποίον δεν ήρχετο, όπως δεν έρχεται κάθε τραμ το οποίον περιμένεις όταν βιάζεσαι, ένας άνθρωπος εστάθη εις την γωνίαν, με όλα τα εξωτερικά σημεία της μεγάλης κοπώσεως. Ήταν ο άνθρωπος που ωπλισμένος με μίαν ράβδον σιδηράν, καθαρίζει τας γραμμάς του τραμ. Ο άνθρωπος είχε κοπιάση πολύ. Ήτο τώρα σκυφτός, ιδρωμένος, σκονισμένος, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου ηλλοιωμένα από τον κόπον. Τα παπούτσια του δεν είχαν πλέον ωρισμένον χρώμα.
»Εστάθη, λοιπόν, μίαν στιγμήν, εκύτταζε γύρω του και έπειτα εκάθησε ή μάλλον έπεσε εις το άκρον του πεζοδρομίου.
– Είσαι κουρασμένος, του είπα.
– Κουρασμένος λέει; Ξεθεωμένος, αφεντικό. Εκαθάρισα τη γραμμή Πατησίων, Αλεξάνδρας και Αμπελοκήπων...
– Ω, πολύ!
– Πάρα πολύ. Κ' έχω ακόμα δουλιά. Τι να γίνη; Δύσκολα χρόνια, βλέπεις.
– Δύσκολα, φίλε μου, πολύ δύσκολα.
– Φαμίλλια μεγάλη. Σ' εμάς τους φτωχούς δίνει ο Θεός τα παιδιά. Εγώ έχω ένα μονάχα, αλλά έχω αδελφές, γυναίκα, κουνιάδες. Ένα παιδί μονάχα μα κι' αυτό πολύ. Όπου φτωχός κι' η μοίρα του.
»Ο άνθρωπος ομιλών εκύτταζε δεξιά και αριστερά ως κάτι να επερίμενε. Μίαν στιγμήν με άφησε, επήγε στο καφφενεδάκι κ' εζήτησε ένα ποτήρι νερό. Ο καφφετζής τον εκύτταζε με συμπάθεια, εξέπλυνε επιμελώς ένα ποτήρι, το εγέμισε και του το έδωκε.
– Στην υγειά σου!
»Και το ήπιε με την ευχαρίστησιν του κουρασμένου και του διψασμένου και έπειτα επλατάγισε ηδονικώς τα χείλη του ως να έπινεν την εκλεκτοτέραν σαμπάνιαν.
»Κ' ήλθεν πάλιν κ' εκάθησε εις την ίδιαν θέσιν εις το πεζοδρόμιον, ευχαριστημένος, ξεκουρασμένος, σχεδόν ευτυχής. Μόνον εξηκολούθει να βλέπη προς το βάθος του δρόμου ως να επερίμενε κάποιον.
– Διαβολόπαιδο, είπεν επί τέλους. Έρχεσαι ε; Θα χάζεψες πουθενά στο δρόμο. Τι να σου κάνη όμως κι' αυτό το κακόμοιρο. Παιδιά είνε.
»Πραγματικώς από τα βάθη του δρόμου εφάνη ερχόμενον ένα παιδάκι ως οκτώ ετών, καθαρόν, με μίαν μπαλωμένην ποδίτσα. Ένα μαντήλι, το οποίον εκρατούσε στα χέρια του, εφαίνετο ότι περιείχε προμηθείας.
»Το παιδάκι επλησίασε, αντήλλαξε λίγα λόγια με τον πατέρα του και του παρέδωκε το μαντήλι. Εκείνος το άνοιξε. Δυο τρεις ντομάτες, λίγα σταφύλια και ένα κομμάτι κουραμάνα, ολόκληρον γεύμα. Ο άνθρωπος εφίλησε το παιδί του κ' εκείνο έφυγε καλπάζον.
»Το τραμ δεν εφαίνετο.
– Παιδί σου είνε; ηρώτησα.
– Ναι, μονάκριβο, ο Μιχαλάκης μου. Καλό παιδί. Πώς τα μαθαίνει τα γράμματα, μυστήριο, αφεντικό! Εμένα σαστίζει ο νους μου. Εγώ δεν ξέρω ούτε το άλφα. Αυτό, ένας τόσος δα μπόμπιρας, κυττάζει μέσα στο βιβλίο και η γλώσσα του πάει σαν μηχανή... μπρρρ... μπρρρ...
– Και τι θα τον κάνης; τον ηρώτησα.
»Του ανθρώπου τα κουρασμένα μάτια επήραν τόσην υπερηφάνειαν και νεότητα, ώστε θα έλεγε κανείς ότι δεν ήσαν τα κουρασμένα και σκουπισμένα μάτια του ανθρώπου που καθαρίζει τας γραμμάς του τραμ, αλλά νέου, ο οποίος προ ολίγου εβγήκε από το μπάνιο του.
– Τι θα τον κάνω; Έχω μεγάλα σχέδια, αφεντικό.
– Έτσι ε;
– Αμ τι; Να γίνη κι' αυτός σαν εμένα; Θα τον κάμω μεγάλον άνθρωπον. Θα το σπουδάσω, θα το στείλω στο Πανεπιστήμιο...
»Το τραμ εφάνη ερχόμενον ολοταχώς.
– Λοιπόν, να σου ζήση, του είπα, να το ιδής μεγάλο άνθρωπο!
– Ο Θεός να δώση.
»Και ο άνθρωπος σκουπίσας τα χείλη του με το μανίκι του εσηκώθη, εσταυροκοπήθη και επανέλαβε την δουλιά του, ευχαριστημένος και γεμάτος ελπίδες».
(Σεπτέμβριος 1910, εφημερίδα «Καιροί», υπογράφει ο Φιλέας Φογγ)
σχόλια