Ο Τσέλιος θα μπορούσε να ήταν ένα παιδί όπως τα άλλα. Ποιό παιδί είναι όμως όπως τα άλλα;
Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να τον θυμηθούν παιδί. Ο Τσέλιος πέρασε τη μισή του παιδική ηλικία στο χωριό και την άλλη μισή στην πόλη. Όχι διαδοχικά αλλά ταυτόχρονα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα που το χωριό ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά τα πράγματα ήταν ακόμα πιο απλά. Ο Τσέλιος κάθε πρωί πήγαινε στο σχολείο του χωριού, πέρναγε το μεσημέρι με τους παππούδες και νωρίς το απόγευμα ερχόταν ο μπαμπάς με εκείνο το κόκκινο Fiat αυτοκίνητο για να φύγουνε στο άλλο σπίτι, στην πόλη. Εκτός και αν ήταν Παρασκευή. Τα σαββατοκύριακα εκείνα τα χρόνια ξεκινούσαν την Παρασκευή, μετά το σχολείο, και τελείωναν το απόγευμα της Κυριακής με τη μουσική της "Αθλητικής Κυριακής". Τα πρωινά του Σαββάτου ο Τσέλιος μπορούσε να ξυπνήσει με το πάσο του. Και στη συνέχεια, κατέβαινε στην υπόγεια κουζίνα της γιαγιάς, ένα χώρο τεράστιο και σκοτεινό, κάτι ανάμεσα σε κουζίνα και κελάρι μαζί.
Η γιαγιά η Μία είχε εφτά παιδιά, ένα σωρό εγγόνια, νύφες και γαμπρούς. Είχε επίσης κότες, κουνέλια, μια αγελάδα, ένα μικρό και έναν πιο μεγάλο κήπο, μια τεράστια βερικοκιά, μια μικρή συκιά, μια μουριά με λευκά μούρα και έναν φράχτη με μοβ αναρριχητικά λουλούδια, σαν χωνάκια, που αν τα έκοβες και τα μασούσες ήταν γλυκά σαν μέλι. Χρησιμοποιούσε μια μικρή μαντεμένια σόμπα για να μαγειρεύει. Στη σόμπα εκείνη υπήρχε πάντα μια κατσαρόλα. Θα την τραβούσε λίγο στο πλάι, τόσο όσο να χωρέσει μία φέτα ψωμί, την οποία θα ζέσταινε και θα άλειφε με βούτυρο χωρίς να το τσιγκουνευτεί. Όταν το βούτυρο έλιωνε και πότιζε το φρυγανισμένο ψωμί, θα άπλωνε μια κουταλιά μέλι. Θα έτρωγε τη φέτα αυτή αργά για να μην τελειώσει δίπλα στον παππού που έπινε τσάι και έτρωγε ελιές από ένα μικρό πιατάκι. Αυτό, ακόμα και τώρα, είναι το αγαπημένο του πρωινό.
Τα καλοκαίρια στο χωριό περνούσαν αργά. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα που μπορούσες να κάνεις το καλοκαίρι, εκτός από το να παίξεις μέχρι να γονατίσεις από την κούραση. Το πρωί ο γαλατάς θα άφηνε ένα μπουκάλι γάλα στο περβάζι της κουζίνας, ενώ κάποιος μεγάλος θα σε έστελνε με το ποδήλατο μέχρι το μπακάλικο του Στρατή για να πάρεις μισό κιλό ελιές και μια φέτα χαλβά, ενώ το απόγευμα θα περνούσε ο Κυριάκος. Ο Κυριάκος ήταν ο παγωτατζής της περιοχής, ο οποίος περνούσε μέρα παρά μέρα (είχε και άλλα χωριά να πάει) και δεν πουλούσε αλλά αντάλλαζε παγωτό κρέμα με αβγά. Μία αβγουλάρα, μία παγωτάρα. Κανείς δεν ξέρει τι έκανε τόσα αβγά, μάλλον παγωτά κρέμα τα έφτιαχνε.
Η γιαγιά η Μία ήταν μια δυναμική μαγείρισσα. Μία γυναίκα που έφτιαχνε πλήρες μεσημεριανό με αλεύρι και αβγά. Δεν είχε μίξερ, αλλά έφτιαχνε ένα υπέροχο μυρωδάτο και σφιχτό κέικ για να κεράσει τη Δημητρούλα τη γειτόνισσα, τηγανίτες με ζάχαρη και κανέλα, πιπεριές τηγανητές με σάλτσα ντομάτα και μακαρόνια με ζαμπονάκι κονσέρβας. Αυτό το τηγανητό ζαμπονάκι με κοφτά μακαρόνια και βούτυρο είναι ένα αξεπέραστο πιάτο, που μόνο όποιος το έχει φάει από τα χέρια της γιαγιάς του ξέρει για τι πράγμα μιλάμε.
Το θυμηθήκαμε και το φτιάξαμε ενα μεσημέρι που παίζαμε το αγαπημένο μας παιχνίδι... Κάποιος απο το προσωπικό του μαγαζιού, όχι πάντα ο μάγειρας, μαγειρέυει για τους υπόλοιπους ενα πιάτο εκτός μενού με μάξιμουμ 5 υλικά.
Αλήθεια, υπάρχει κανείς ακόμα που φτιάχνει σε κάποιο παιδί αυτό το φαγητό;
σχόλια