Όταν ένας δημοσιογράφος σκέπτεται να γράψει ένα κείμενο για τα Μάλια, το πρώτο πράγμα που συνήθως του έρχεται στο μυαλό είναι οι «εικόνες φρίκης και ντροπής» που παρουσιάζει σε καθημερινή βάση το όμορφο αυτό χωριουδάκι, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 20 λεπτών με το αυτοκίνητο δυτικά της πόλης του Ηρακλείου. Το αιματηρό περιστατικό της περασμένης Τρίτης, με τα μαχαιρώματα μεταξύ νεαρών Βρετανών τουριστών ήρθε να κηλιδώσει για ακόμη μία φορά την εικόνα αυτού του τόπου.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Είναι τα Μάλια, απλώς και μόνον, ένας χώρος νεολαιΐστικης τουριστικής ακολασίας, "όπου τα πάντα επιτρέπονται"; Έχουν γραφτεί ήδη πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμη περισσότερα, στα οποία δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να σταθούμε. Ας γυρίσουμε τον χρόνο λίγο προς τα πίσω. Λίγες ημέρες προτού σημειωθεί αυτό το θλιβερό περιστατικό το Free Press "Limbo", που κυκλοφορεί στην Κρήτη, δημοσίευσε στο τεύχος Ιουλίου ένα άρθρο μου σχετικά με το όμορφο Παλιό Χωριό των Μαλίων, το Χωριό των Χρωμάτων. Σας το παραθέτω παρακάτω, για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Ανακαλύπτοντας το Χωριό των Χρωμάτων
του Χρήστου Θ. Παναγόπουλου
Φωτογραφίες: Μαριάννα Μηλάκη
«Αντί να προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο, γίνε εσύ ο ίδιος η αλλαγή που θέλεις για τον κόσμο» (Μαχάτμα Γκάντι)
Στα Μάλια, ένα μικρό χωριό 34 χλμ. ανατολικά του Ηρακλείου στην Κρήτη, η δύναμη της θέλησης βρήκε την τελειότερη έκφρασή της μέσα από μια ζωντανή και ιδιαίτερα ζωηρή συλλογικότητα. Μια εθελοντική ομάδα ανθρώπων, μικρή στο δέμας, αλλά με μεγάλη ψυχή αποφάσισε να αναμορφώσει μια ολόκληρη περιοχή, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την παραδοσιακή της οικιστική αλλά και ταυτόχρονα να περισώσει μια μοναδική αρχιτεκτονική εικόνα, η οποία μετρά ήδη περισσότερο από έναν αιώνα.
Με μοναδικά τους όπλα το μεράκι και τη θέληση, οι “Sarpidonistas”* (σ.σ. οι απόγονοι του μυθικού βασιλιά της Λυκίας και αδελφού του Μίνωα, Σαρπηδόνα) μετέτρεψαν το πείσμα τους σε έργο και αποφάσισαν να αναπαλαιώσουν το Παλιό Χωριό των Μαλίων. Παρέκαμψαν τη βραδύτητα του κρατικού μηχανισμού, έκλεισαν τα αφτιά τους στις σύγχρονες «τηλεοπτικές Σειρήνες» που έδιναν διαρκώς μια αρνητική εικόνα για τον τόπο τους και προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω: σπίτια και παλιά οικήματα, κτήρια που ήταν έτοιμα να σβήσουν μέσα στη λήθη του χρόνου, απέκτησαν εκ νέου ζωή.
Στο Παλιό Χωριό έρχεσαι αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη εικόνα, σχεδόν μαγική. Από τη μια πλευρά, μικρά σπίτια, γραφικά μαγαζάκια, εκκλησούλες, άλλα εγκαταλελειμμένα και άλλα όχι, με όμορφες χρωματιστές προσόψεις και μαστορεμένα πλακόστρωτα, δίνουν ένα διαφορετικό τόνο, μια άλλη οπτική του οικιστικού χώρου. Από την άλλη, άνθρωποι χαρούμενοι, ευπροσήγοροι, έτοιμοι να σε καλημερίσουν και να σε καλοδεχτούν με μια ρακή και ένα ζεστό χαμόγελο.
Περπατώντας μέσα από τα στενά σοκάκια, με τα λουλούδια και τα όμορφα χρώματα, δεν ακούς παρά μονάχα τα βήματά σου. Νιώθεις κάτι δροσερό ήρεμο αλλά και συνάμα οικείο να σε αγκαλιάζει. Θα κάτσεις εκεί, στο καφενείο του κυρ-Γιάννη, να απολαύσεις την μπύρα σου και να ακούσεις τη μαλιώτικη «Εκκλησία του Δήμου» να μιλάει για τον τόπο και τις ομορφιές του. Θα περιδιαβείς τα σοκάκια με τις ολάνθιστες γλάστρες και τα φρεσκοβαμμένα πήλινα πιθάρια, όπου η ησυχία βασιλεύει και σε καλεί να τη γευτείς. Θα σταθείς μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου το ανθρώπινο συναντά το θείο, το υπερβατικό, θυμίζοντάς σου πως είσαι, πάνω από όλα, Άνθρωπος (άνω θρώσκων = αυτός που βλέπει ψηλά).
Εάν τύχει, λοιπόν, και ταξιδέψεις σε αυτά τα μέρη, μην αφήσεις το βλέμμα σου να αφομοιωθεί σε πράγματα κοινότυπα. Εκεί κάπου, στο Παλιό Χωριό, θα βρεις τους απόγονους του Σαρπηδόνα, σε ένα καλντερίμι, μια ρούγα, μια γειτονιά, ήσυχη και γεμάτη με εικόνες που βρίθουν οπτικών ερεθισμάτων. Η ανθρωπιά είναι κάπου εκεί έξω. Πάντοτε ήταν.
σχόλια